Το 1974 η Ελλάδα βγήκε από το γύψο της εφταετίας, και μπήκε στη φάση της μεταπολίτευσης. Ελάχιστοι τότε προέβλεψαν τη σημερινή κατάληξή της. Κυριαρχούσε ο άκρατος ενθουσιασμός.
Οι εποχές, όπως και οι Έλληνες, ήταν πολύ πιο αθώες. Ο κόσμος βρίσκονταν στη μέση του ψυχρού πολέμου, με τους καλούς και τους κακούς αντιμέτωπους. Το ποιος ήταν ποιος, εξαρτάτο από το ποιος τους έκρινε. Όλα όμως ήταν άσπρα και μαύρα. Καλοί και κακοί, τίποτα άλλο. Καλοί πυρηνικοί, και κακοί πυρηνικοί πύραυλοι. Έτσι απλά.
Στα της Ελλάδας, λίγο επειδή οι μεγάλες διεθνείς κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, όπως ο Μάης του `68 κλπ. μας είχαν προσπεράσει (λόγω χούντας), λίγο επειδή σαν λαός είχαμε μείνει στα φαντάσματα του εμφυλιοπολεμικού μας παρελθόντος, η πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν πολιτικοποιημένη μεν, ανυποψίαστη δε. Ήμασταν αθώοι, και οι διαχωρισμοί μεταξύ καλών και κακών, αριστερών και δεξιών, ήταν σαφείς και ξεκάθαροι, άσχετα αν δεν είχαν καμιά πραγματική βάση. Αυτό θα το καταλαβαίναμε αργότερα.
Η μεταπολίτευση ήρθε λοιπόν και σάρωσε τα πάντα. Μια ολόκληρη γενιά συμπατριωτών μας, πεινασμένη για πολιτική, στερημένη από ελευθερίες, του έδωσε και κατάλαβε. Η χαρά του πολιτικοποιημένου νέου, και όχι μόνο. Παντού αντάρτικα και αμπέχονα. Παντού μούσια, μαλλούρες, και σκουλαρίκια. Μέχρι και τον Τσε ανακαλύψαμε, οκτώ χρόνια σχεδόν μετά τον θάνατό του… Παντού επαναστατικός χαμός. Το κίνημα των χίπηδων, που στον υπόλοιπο κόσμο είχε ξεφτίσει, σε εμάς μόλις άρχιζε. Τι φρικιά, τι ροκάδες, τι αναρχοαυτόνομοι, τι κόβες, τι σέκτες, τι, τι, τι….
Και μέσα στο γενικό αυτό πολιτικό αλαλούμ, εμφανίστηκαν και οι συστημικοί εκπρόσωποί του, που όπως είθισται να συμβαίνει παντού και πάντα, καπέλωσαν το λαό, προσφέροντάς του πολύχρωμες χάντρες, και πλασάροντάς του φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Οι ίδιοι που κάποτε οδήγησαν την Ελλάδα στο γύψο, εμφανίστηκαν ξανά ως οι σωτήρες της. Και άρχισαν μια από τα ίδια. Χωρίζοντας τη χώρα σε κόμματα, σε παρατάξεις, και σε καφενεία. Ήρθε επιτέλους και στην Ελλάδα η εποχή του γνήσιου δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Η εποχή του πολιτικάντη δηλαδή.
Όλοι θυμόμαστε, και όλοι μας γνωρίζουμε την εξέλιξη. Η «επανάσταση», όπως όλες πάντα οι επαναστάσεις, οδηγήθηκε και πάλι σε φιάσκο. Όλοι είδαμε πως από τα αντάρτικα και τα φυσεκλίκια, περάσαμε στη Ζίμενς και στις εξεταστικές. Με μια στάση προηγουμένως στον Κοσκωτά και στον Μαυρίκη. Ο Τσε σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Μπίλυ Μπο, και τα αντάρτικα του Τζαβέλα έδωσαν χώρο στη Πέγκυ Ζίνα και στον Καρρά! Τόσο καλά.
Και να`μαστε πάλι εδώ. ‘Η όπως λέγανε παλιά στα σινεμά, εδώ μπήκαμε… Οι εξελίξεις τρέχουν, η χώρα κινδυνεύει, και για ακόμη φορά, μια ολόκληρη αποκλεισμένη (για άλλους όμως λόγους) γενιά, αναλαμβάνει να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Ξεκινώντας τη δική της επανάσταση. Τη δική της μεταπολίτευση. Με σημαία της το κίνημα των αγανακτισμένων. Ένα κίνημα με προοπτικές. Αρκεί να μη πέσει κι αυτό θύμα των πολιτικάντηδων, που όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν.
Αυτή τη φορά όμως, η νέα γενιά δεν είναι καθόλου ανυποψίαστη. Ίσα ίσα. Και πιο πληροφορημένη είναι, και πιο ενημερωμένη είναι, και πιο δικτυωμένη. Θα έλεγα και πιο οργισμένη. Πιο υποψιασμένη. Έχει άλλωστε ένα όπλο που κανένας δεν διέθετε στο παρελθόν. Το όπλο του διαδικτύου, με όλα τα κακά, αλλά και τα καλά του. Και έχει και τη πείρα του παρελθόντος.
Ας ελπίσουμε πως αυτή τη φορά, ετούτη η αφυπνισμένη γενιά, δεν θα αφεθεί στις σειρήνες των πολιτικάντηδων. Δεν θα μασήσει από τα ωραία λόγια τα μεγάλα. Δεν θα ξεπουληθεί στο βωμό της υλικής ευδαιμονίας και της πολιτικής καριέρας.
Και παρά το γεγονός ότι όλοι όσοι την απαξιώνουν, ή μάλλον τη φοβούνται, την κατηγορούν ότι αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία, ότι απορρίπτει συλλήβδην τον κοινοβουλευτισμό, κλπ. η πραγματικότητα είναι άλλη. Η γενιά των αγανακτισμένων όχι μόνο δεν απορρίπτει τη δημοκρατία, αλλά την ενισχύει. Αυτό που απορρίπτει είναι οι φαύλοι εκπρόσωποί της, που αφού έφαγαν το καταπέτασμα, μας κουνάνε τώρα θυμωμένοι το δάχτυλο, ρίχνοντας το φταίξιμο για τη κατάντια μας… σε όλους όσους δεν έφταιγαν.
Η νέα γενιά, η γενιά των αγανακτισμένων, γνωρίζει πολύ καλά ποιοι έφταιξαν. Όπως γνωρίζει και ποιοι είναι αυτοί που θα πρέπει να οδηγήσουν τη νέα μεταπολίτευση. Τα ψευτοδιλήμματα δεν περνάνε πλέον. Είχαν τεθεί και στο παρελθόν. Μόνο που σήμερα, τα τανκς αντικαταστάθηκαν από την απειλή της χρεοκοπίας. Και ποιοι είναι αυτοί που τα θέτουν; Οι υπηρέτες των ξένων τραπεζιτών, και όλοι όσοι προτιμούν την οικονομική υποδούλωση των μελλοντικών γενεών των Ελλήνων, παρά να γίνουν δυσάρεστοι στα μεγάλα διεθνή συμφέροντα. Κάποιοι φαιδροί πολιτικάντηδες δηλαδή.
Αυτό είναι και το μοναδικό δίλημμα της νέας μεταπολίτευσης που βλέπουμε να αναδύεται γύρω μας. Θα δεχτούμε την υποδούλωση, ή θα την αντιπαλέψουμε; Και τουλάχιστον τώρα, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, η επιλογή είναι και πάλι απλή. Όπως παλιά. Αρκεί να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά..
Strange Attractor
ΥΓ
Περνώντας τις προάλλες από το Λευκό Πύργο, αναθάρρησα αλλά και φοβήθηκα. Είδα φρέσκα πρόσωπα, γεμάτα ορμή. Είδα νέους να ψάχνονται, και αυτό είναι υγιές. Στα μεγάφωνα μάλιστα, άκουσα τραγούδια του Μάνου Λοίζου. Συγκινήθηκα, δεν το κρύβω. Ζήλεψα. Συγχρόνως όμως ανησύχησα. Τα ίδια τραγούδια δεν άκουγαν και οι «οργισμένοι» νέοι του τότε; Που τους οδήγησαν;
Ας ελπίσουμε πως η νέα αυτή μεταπολίτευση που ξεκινά, θα μας οδηγήσει αλλού. Από εμάς εξαρτάται, και από τις επιλογές που κάνουμε. Στο χέρι μας είναι.
Και αν πάλι δεν πετύχει, χαλάλι. Αυτοί που τη ζουν, θα`χουνε να λένε…
Οι εποχές, όπως και οι Έλληνες, ήταν πολύ πιο αθώες. Ο κόσμος βρίσκονταν στη μέση του ψυχρού πολέμου, με τους καλούς και τους κακούς αντιμέτωπους. Το ποιος ήταν ποιος, εξαρτάτο από το ποιος τους έκρινε. Όλα όμως ήταν άσπρα και μαύρα. Καλοί και κακοί, τίποτα άλλο. Καλοί πυρηνικοί, και κακοί πυρηνικοί πύραυλοι. Έτσι απλά.
Στα της Ελλάδας, λίγο επειδή οι μεγάλες διεθνείς κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, όπως ο Μάης του `68 κλπ. μας είχαν προσπεράσει (λόγω χούντας), λίγο επειδή σαν λαός είχαμε μείνει στα φαντάσματα του εμφυλιοπολεμικού μας παρελθόντος, η πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν πολιτικοποιημένη μεν, ανυποψίαστη δε. Ήμασταν αθώοι, και οι διαχωρισμοί μεταξύ καλών και κακών, αριστερών και δεξιών, ήταν σαφείς και ξεκάθαροι, άσχετα αν δεν είχαν καμιά πραγματική βάση. Αυτό θα το καταλαβαίναμε αργότερα.
Η μεταπολίτευση ήρθε λοιπόν και σάρωσε τα πάντα. Μια ολόκληρη γενιά συμπατριωτών μας, πεινασμένη για πολιτική, στερημένη από ελευθερίες, του έδωσε και κατάλαβε. Η χαρά του πολιτικοποιημένου νέου, και όχι μόνο. Παντού αντάρτικα και αμπέχονα. Παντού μούσια, μαλλούρες, και σκουλαρίκια. Μέχρι και τον Τσε ανακαλύψαμε, οκτώ χρόνια σχεδόν μετά τον θάνατό του… Παντού επαναστατικός χαμός. Το κίνημα των χίπηδων, που στον υπόλοιπο κόσμο είχε ξεφτίσει, σε εμάς μόλις άρχιζε. Τι φρικιά, τι ροκάδες, τι αναρχοαυτόνομοι, τι κόβες, τι σέκτες, τι, τι, τι….
Και μέσα στο γενικό αυτό πολιτικό αλαλούμ, εμφανίστηκαν και οι συστημικοί εκπρόσωποί του, που όπως είθισται να συμβαίνει παντού και πάντα, καπέλωσαν το λαό, προσφέροντάς του πολύχρωμες χάντρες, και πλασάροντάς του φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Οι ίδιοι που κάποτε οδήγησαν την Ελλάδα στο γύψο, εμφανίστηκαν ξανά ως οι σωτήρες της. Και άρχισαν μια από τα ίδια. Χωρίζοντας τη χώρα σε κόμματα, σε παρατάξεις, και σε καφενεία. Ήρθε επιτέλους και στην Ελλάδα η εποχή του γνήσιου δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Η εποχή του πολιτικάντη δηλαδή.
Όλοι θυμόμαστε, και όλοι μας γνωρίζουμε την εξέλιξη. Η «επανάσταση», όπως όλες πάντα οι επαναστάσεις, οδηγήθηκε και πάλι σε φιάσκο. Όλοι είδαμε πως από τα αντάρτικα και τα φυσεκλίκια, περάσαμε στη Ζίμενς και στις εξεταστικές. Με μια στάση προηγουμένως στον Κοσκωτά και στον Μαυρίκη. Ο Τσε σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Μπίλυ Μπο, και τα αντάρτικα του Τζαβέλα έδωσαν χώρο στη Πέγκυ Ζίνα και στον Καρρά! Τόσο καλά.
Και να`μαστε πάλι εδώ. ‘Η όπως λέγανε παλιά στα σινεμά, εδώ μπήκαμε… Οι εξελίξεις τρέχουν, η χώρα κινδυνεύει, και για ακόμη φορά, μια ολόκληρη αποκλεισμένη (για άλλους όμως λόγους) γενιά, αναλαμβάνει να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Ξεκινώντας τη δική της επανάσταση. Τη δική της μεταπολίτευση. Με σημαία της το κίνημα των αγανακτισμένων. Ένα κίνημα με προοπτικές. Αρκεί να μη πέσει κι αυτό θύμα των πολιτικάντηδων, που όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν.
Αυτή τη φορά όμως, η νέα γενιά δεν είναι καθόλου ανυποψίαστη. Ίσα ίσα. Και πιο πληροφορημένη είναι, και πιο ενημερωμένη είναι, και πιο δικτυωμένη. Θα έλεγα και πιο οργισμένη. Πιο υποψιασμένη. Έχει άλλωστε ένα όπλο που κανένας δεν διέθετε στο παρελθόν. Το όπλο του διαδικτύου, με όλα τα κακά, αλλά και τα καλά του. Και έχει και τη πείρα του παρελθόντος.
Ας ελπίσουμε πως αυτή τη φορά, ετούτη η αφυπνισμένη γενιά, δεν θα αφεθεί στις σειρήνες των πολιτικάντηδων. Δεν θα μασήσει από τα ωραία λόγια τα μεγάλα. Δεν θα ξεπουληθεί στο βωμό της υλικής ευδαιμονίας και της πολιτικής καριέρας.
Και παρά το γεγονός ότι όλοι όσοι την απαξιώνουν, ή μάλλον τη φοβούνται, την κατηγορούν ότι αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία, ότι απορρίπτει συλλήβδην τον κοινοβουλευτισμό, κλπ. η πραγματικότητα είναι άλλη. Η γενιά των αγανακτισμένων όχι μόνο δεν απορρίπτει τη δημοκρατία, αλλά την ενισχύει. Αυτό που απορρίπτει είναι οι φαύλοι εκπρόσωποί της, που αφού έφαγαν το καταπέτασμα, μας κουνάνε τώρα θυμωμένοι το δάχτυλο, ρίχνοντας το φταίξιμο για τη κατάντια μας… σε όλους όσους δεν έφταιγαν.
Η νέα γενιά, η γενιά των αγανακτισμένων, γνωρίζει πολύ καλά ποιοι έφταιξαν. Όπως γνωρίζει και ποιοι είναι αυτοί που θα πρέπει να οδηγήσουν τη νέα μεταπολίτευση. Τα ψευτοδιλήμματα δεν περνάνε πλέον. Είχαν τεθεί και στο παρελθόν. Μόνο που σήμερα, τα τανκς αντικαταστάθηκαν από την απειλή της χρεοκοπίας. Και ποιοι είναι αυτοί που τα θέτουν; Οι υπηρέτες των ξένων τραπεζιτών, και όλοι όσοι προτιμούν την οικονομική υποδούλωση των μελλοντικών γενεών των Ελλήνων, παρά να γίνουν δυσάρεστοι στα μεγάλα διεθνή συμφέροντα. Κάποιοι φαιδροί πολιτικάντηδες δηλαδή.
Αυτό είναι και το μοναδικό δίλημμα της νέας μεταπολίτευσης που βλέπουμε να αναδύεται γύρω μας. Θα δεχτούμε την υποδούλωση, ή θα την αντιπαλέψουμε; Και τουλάχιστον τώρα, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, η επιλογή είναι και πάλι απλή. Όπως παλιά. Αρκεί να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά..
Strange Attractor
ΥΓ
Περνώντας τις προάλλες από το Λευκό Πύργο, αναθάρρησα αλλά και φοβήθηκα. Είδα φρέσκα πρόσωπα, γεμάτα ορμή. Είδα νέους να ψάχνονται, και αυτό είναι υγιές. Στα μεγάφωνα μάλιστα, άκουσα τραγούδια του Μάνου Λοίζου. Συγκινήθηκα, δεν το κρύβω. Ζήλεψα. Συγχρόνως όμως ανησύχησα. Τα ίδια τραγούδια δεν άκουγαν και οι «οργισμένοι» νέοι του τότε; Που τους οδήγησαν;
Ας ελπίσουμε πως η νέα αυτή μεταπολίτευση που ξεκινά, θα μας οδηγήσει αλλού. Από εμάς εξαρτάται, και από τις επιλογές που κάνουμε. Στο χέρι μας είναι.
Και αν πάλι δεν πετύχει, χαλάλι. Αυτοί που τη ζουν, θα`χουνε να λένε…