Για «τζιτζιφιόγκο» του υπουργείου Οικονομικών που διαρρέει ανακρίβειες, έκανε λόγο ο υπουργός Μεταφορών Δημήτρης Ρέππας...
Σε απλά ελληνικά:
Ετυμολογία: τζιτζιφιόγκος < τζιτζί + φιόγκος
Ουσιαστικό τζιτζιφιόγκος αρσενικό
(παρωχημένο) μειωτικός χαρακτηρισμός άντρα, συνήθως νεαρής ηλικίας, που ντύνεται και...
 συμπεριφέρεται με υπερβολική κομψότητα και παριστάνει τον γόη· λιμοκοντόρος, δανδής, κομψευόμενος, φλώρος
Παραδείγματα:
Ποιος είναι αυτός ο τζιτζιφιόγκος;
Άδειασέ μας τη γωνιά ρε τζιτζιφιόγκε!
 
Top