ΤΟΥ Θ. ΚΟΥΤΡΟΥΚΗ,ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΥ
Οι τελευταίες δεκαετίες γινόμαστε μάρτυρες μιας αύξησης της απασχόλησης στις υπηρεσίες, αλλά και τη συμπίεση της σε άλλους τομείς και ιδίως στον πρωτογενή. Παράλληλα στον κόσμο και την Ευρώπη βιώνουμε την κορύφωση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης. Οι πρώτες μετρήσεις των επιπτώσεων της ύφεσης απεικονίζουν μια αγορά εργασίας εξαιρετικά αδύναμη. Το ποσοστό ανεργίας είναι πολύ υψηλό και η διάρκεια ανεργίας πρωτοφανώς μακρά.
Ιδίως στην Ελλάδα η κρίση χρέους και η ένταξη της χώρας μας σε καθεστώς εξωγενώς ελεγχόμενης πιστοδότησης οδήγησε στην συνομολόγηση του πολυθρύλητου Μνημονίου. Η δέσμη οικονομικών μέτρων συνοδεύει την εν λόγω διευθέτηση της χώρας μας με τους πιστωτές της ήδη οδηγεί στη συμπίεση της ζήτησης, την ύφεση και επομένως, στη διόγκωση της ανεργίας. Επιπλέον, σύμφωνα με εκτιμήσεις ερευνητικών κέντρων στο διάστημα της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας μας η αγορά εργασίας θα πρέπει, χρησιμοποιώντας το πλούσιο οπλοστάσιο της εργασιακής ευελιξίας, να μεταφέρει δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους από κλάδους μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών σε εξωστρεφείς κλάδους παραγωγής.
Από τη στιγμή που η εκπαίδευση έχει προσανατολιστεί στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και η οικονομία έχει στραφεί προς τον τομέα των υπηρεσιών, βιώνουμε κι έναν ριζικό αναπροσανατολισμό της σχέσης κρατικών εκπαιδευτικών πολιτικών με τη χρήση της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης ως εργαλείο πολιτικών απασχόλησης. Καθώς η ευθύνη για την εργασιακή ασφάλεια, που συνδυάζεται με την ευέλικτη απασχόληση μετατοπίζεται από τις επιχειρήσεις στους απασχολούμενους, τα άτομα αναλαμβάνουν το κόστος των επιλογών τους, ώστε να διατηρήσουν την απασχολησιμότητα τους, ενώ πλέον θεωρείται ότι η δια βίου μάθηση (ΔΒΜ) αποτελεί ατομική υπόθεση του πολίτη.
Επομένως, οι ανήκοντες στο εργατικό δυναμικό διαθέτούν ένα εύρος επιλογών μάθησης, που δυνητικά οδηγεί σε δύο επιλογές: α) το άτομο θα ενισχύσει τις γνώσεις και τις δεξιότητες του και αυτό θα τον οδηγήσει σε μία θέση εργασίας, επομένως το κράτος θα απαλλαγεί από το δημοσιονομικό κόστος των ενεργητικών (π.χ. επίδομα κατάρτισης) ή παθητικών πολιτικών απασχόλησης (π.χ. επίδομα ανεργίας) ή β) το άτομο παρά την «αξιοποίηση» των σχετικών πολιτικών δε θα καταφέρει να καταλάβει μια θέση εργασίας και θα «τιμωρηθεί με ανεργία» για τις «άστοχες» επιλογές του.
Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που αντιμετωπίζει η χώρα μας για την αντιμετώπιση του διπλού προβλήματος στο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το δημόσιο χρέος θα επιδεινώσουν το πρόβλημα. Μετά το Μνημόνιο οι ήδη πεπερασμένες κρατικές δαπάνες για την αντιμετώπιση της ανεργίας διαμέσου της χρηματοδότησης των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και ανάπτυξης θα συμπιεστούν περαιτέρω. Η περικοπή των δαπανών για την εκπαίδευση θα συμπαρασύρει και τις δαπάνες για τη ΔΒΜ, ενώ και η ταχύρυθμη άνοδος της ανεργίας θα μειώσει την κατά κεφαλή δαπάνη των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι οι άνεργοι θα πρέπει πλέον να αναλάβουν οι ίδιοι όχι μόνο την ευθύνη για την επιλογή ΔΒΜ που θα προκρίνουν, αλλά επιπλέον να επωμιστούν και ένα σημαντικά μεγαλύτερο μέρος του κόστους της ατομικής επένδυσης τους σε γνώσεις και δεξιότητες.
Τέλος, η διάδοση των ευέλικτων μορφών εργασίας (προσωρινή απασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου κ.λπ.) καθιστά λιγότερο ενδιαφέρουσα την επένδυση σε επαγγελματική εκπαίδευση από τους εργοδότες: οι εργαζόμενοι με επισφαλή απασχόληση δεν προσφέρονται για επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο με δαπάνη των επιχειρήσεων, ενώ το πλεόνασμα προσφοράς στην αγορά εργασίας καθιστά εξαιρετικά ευχερή την προσέλκυση απασχολούμενων, που θα έχουν επενδύσει ατομικά -με ίδια δαπάνη- σε γνώσεις και δεξιότητες. Άρα, μετά το κράτος και οι εργοδότες αποποιούνται το δικό τους μέρος της ευθύνης για την επένδυση στη ΔΒΜ.
Οι περιορισμοί του συμβατικού εκπαιδευτικού συστήματος, του εθνικού συστήματος επαγγελματικής κατάρτισης και των δράσεων ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης, αναδεικνύουν τη ΔΒΜ ως τον κρισιμότερο, ίσως, παράγοντα για τον εμπλουτισμό του ανθρώπινου κεφαλαίου με δεξιότητες (και δη κοινωνικές) που εδράζονται στην προσωπική ανάπτυξη των εργαζόμενων και την υποστήριξη της παρεχόμενης συναισθηματικής και αισθητικής εργασίας, μορφές εργασίας που δεσπόζουν σε πολυάριθμες οικονομικές δραστηριότητες του τομέα των υπηρεσιών.
Η υιοθέτηση μιας φιλοσοφίας της ΔΒΜ από τους φορείς χάραξης και άσκησης πολιτικής για την εκπαίδευση και την απασχόληση, τις επιχειρήσεις, τους κοινωνικούς εταίρους και τους εργαζόμενους, αποτελεί ίσως την πλέον ενδεδειγμένη προσέγγιση στο μείζον πρόβλημα της ανεργίας, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με αναχρονιστικές πολιτικές .
Ωστόσο, η δημοσιονομική στενότητα και οι πολιτικές απασχόλησης φαίνεται πώς επιφυλάσσουν για το κράτος το ρόλο του μεγάλου απόντα στο πεδίο της δια βίου εκπαίδευσης, ενώ η εξατομίκευση των επιλογών και του κόστους της ΔΒΜ θα είναι πιθανότατα τα κύρια γνωρίσματα του αντίστοιχου πεδίου τα επόμενα χρόνια.
Οι τελευταίες δεκαετίες γινόμαστε μάρτυρες μιας αύξησης της απασχόλησης στις υπηρεσίες, αλλά και τη συμπίεση της σε άλλους τομείς και ιδίως στον πρωτογενή. Παράλληλα στον κόσμο και την Ευρώπη βιώνουμε την κορύφωση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης. Οι πρώτες μετρήσεις των επιπτώσεων της ύφεσης απεικονίζουν μια αγορά εργασίας εξαιρετικά αδύναμη. Το ποσοστό ανεργίας είναι πολύ υψηλό και η διάρκεια ανεργίας πρωτοφανώς μακρά.
Ιδίως στην Ελλάδα η κρίση χρέους και η ένταξη της χώρας μας σε καθεστώς εξωγενώς ελεγχόμενης πιστοδότησης οδήγησε στην συνομολόγηση του πολυθρύλητου Μνημονίου. Η δέσμη οικονομικών μέτρων συνοδεύει την εν λόγω διευθέτηση της χώρας μας με τους πιστωτές της ήδη οδηγεί στη συμπίεση της ζήτησης, την ύφεση και επομένως, στη διόγκωση της ανεργίας. Επιπλέον, σύμφωνα με εκτιμήσεις ερευνητικών κέντρων στο διάστημα της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας μας η αγορά εργασίας θα πρέπει, χρησιμοποιώντας το πλούσιο οπλοστάσιο της εργασιακής ευελιξίας, να μεταφέρει δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους από κλάδους μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών σε εξωστρεφείς κλάδους παραγωγής.
Από τη στιγμή που η εκπαίδευση έχει προσανατολιστεί στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και η οικονομία έχει στραφεί προς τον τομέα των υπηρεσιών, βιώνουμε κι έναν ριζικό αναπροσανατολισμό της σχέσης κρατικών εκπαιδευτικών πολιτικών με τη χρήση της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης ως εργαλείο πολιτικών απασχόλησης. Καθώς η ευθύνη για την εργασιακή ασφάλεια, που συνδυάζεται με την ευέλικτη απασχόληση μετατοπίζεται από τις επιχειρήσεις στους απασχολούμενους, τα άτομα αναλαμβάνουν το κόστος των επιλογών τους, ώστε να διατηρήσουν την απασχολησιμότητα τους, ενώ πλέον θεωρείται ότι η δια βίου μάθηση (ΔΒΜ) αποτελεί ατομική υπόθεση του πολίτη.
Επομένως, οι ανήκοντες στο εργατικό δυναμικό διαθέτούν ένα εύρος επιλογών μάθησης, που δυνητικά οδηγεί σε δύο επιλογές: α) το άτομο θα ενισχύσει τις γνώσεις και τις δεξιότητες του και αυτό θα τον οδηγήσει σε μία θέση εργασίας, επομένως το κράτος θα απαλλαγεί από το δημοσιονομικό κόστος των ενεργητικών (π.χ. επίδομα κατάρτισης) ή παθητικών πολιτικών απασχόλησης (π.χ. επίδομα ανεργίας) ή β) το άτομο παρά την «αξιοποίηση» των σχετικών πολιτικών δε θα καταφέρει να καταλάβει μια θέση εργασίας και θα «τιμωρηθεί με ανεργία» για τις «άστοχες» επιλογές του.
Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που αντιμετωπίζει η χώρα μας για την αντιμετώπιση του διπλού προβλήματος στο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το δημόσιο χρέος θα επιδεινώσουν το πρόβλημα. Μετά το Μνημόνιο οι ήδη πεπερασμένες κρατικές δαπάνες για την αντιμετώπιση της ανεργίας διαμέσου της χρηματοδότησης των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και ανάπτυξης θα συμπιεστούν περαιτέρω. Η περικοπή των δαπανών για την εκπαίδευση θα συμπαρασύρει και τις δαπάνες για τη ΔΒΜ, ενώ και η ταχύρυθμη άνοδος της ανεργίας θα μειώσει την κατά κεφαλή δαπάνη των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι οι άνεργοι θα πρέπει πλέον να αναλάβουν οι ίδιοι όχι μόνο την ευθύνη για την επιλογή ΔΒΜ που θα προκρίνουν, αλλά επιπλέον να επωμιστούν και ένα σημαντικά μεγαλύτερο μέρος του κόστους της ατομικής επένδυσης τους σε γνώσεις και δεξιότητες.
Τέλος, η διάδοση των ευέλικτων μορφών εργασίας (προσωρινή απασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου κ.λπ.) καθιστά λιγότερο ενδιαφέρουσα την επένδυση σε επαγγελματική εκπαίδευση από τους εργοδότες: οι εργαζόμενοι με επισφαλή απασχόληση δεν προσφέρονται για επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο με δαπάνη των επιχειρήσεων, ενώ το πλεόνασμα προσφοράς στην αγορά εργασίας καθιστά εξαιρετικά ευχερή την προσέλκυση απασχολούμενων, που θα έχουν επενδύσει ατομικά -με ίδια δαπάνη- σε γνώσεις και δεξιότητες. Άρα, μετά το κράτος και οι εργοδότες αποποιούνται το δικό τους μέρος της ευθύνης για την επένδυση στη ΔΒΜ.
Οι περιορισμοί του συμβατικού εκπαιδευτικού συστήματος, του εθνικού συστήματος επαγγελματικής κατάρτισης και των δράσεων ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης, αναδεικνύουν τη ΔΒΜ ως τον κρισιμότερο, ίσως, παράγοντα για τον εμπλουτισμό του ανθρώπινου κεφαλαίου με δεξιότητες (και δη κοινωνικές) που εδράζονται στην προσωπική ανάπτυξη των εργαζόμενων και την υποστήριξη της παρεχόμενης συναισθηματικής και αισθητικής εργασίας, μορφές εργασίας που δεσπόζουν σε πολυάριθμες οικονομικές δραστηριότητες του τομέα των υπηρεσιών.
Η υιοθέτηση μιας φιλοσοφίας της ΔΒΜ από τους φορείς χάραξης και άσκησης πολιτικής για την εκπαίδευση και την απασχόληση, τις επιχειρήσεις, τους κοινωνικούς εταίρους και τους εργαζόμενους, αποτελεί ίσως την πλέον ενδεδειγμένη προσέγγιση στο μείζον πρόβλημα της ανεργίας, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με αναχρονιστικές πολιτικές .
Ωστόσο, η δημοσιονομική στενότητα και οι πολιτικές απασχόλησης φαίνεται πώς επιφυλάσσουν για το κράτος το ρόλο του μεγάλου απόντα στο πεδίο της δια βίου εκπαίδευσης, ενώ η εξατομίκευση των επιλογών και του κόστους της ΔΒΜ θα είναι πιθανότατα τα κύρια γνωρίσματα του αντίστοιχου πεδίου τα επόμενα χρόνια.