Γράφει ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης
 
Υπήρξαν Έλληνες δάσκαλοι που σε ανύποπτο (μνημονιακά) χρόνο υποστήριξαν με θέρμη την άποψη, ότι η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στην ελληνική και στη δυτική κοσμοαντίληψη, έγκειται απλά στο γεγονός ότι, τον Έλληνα πρέπει από παιδί να τον εκπαιδεύσεις να μην πετάει σκουπίδια στο δρόμο ή στην παραλία, ενώ τον Γερμανό πρέπει να τον εκπαιδεύσεις να μην σκοτώσει τη μάνα του.
Πιθανολογώ ότι, αυτή η αντίληψη πέρασε στους συνέλληνες, και μάλιστα σε όσους την αντιλήφθηκαν, ως εξυπνακίστικη ρητορική που περισσότερο γαργαλούσε ή βαυκάλιζε μιαν ασύνειδη μειονεξία έναντι της Ευρώπης, παρά εξέφραζε μιαν ειδοποιό  διαφορετικότητα.
Εν τούτοις, ο μνημονιακός χρόνος που εισέβαλε με βάναυσο τρόπο στις ζωές μας, απαιτώντας την εδώ και τώρα ανατροπή των πάντων, επανέφερε στην επικαιρότητα το δίλημμα αυτό, μ’ έναν τρόπο που δειλά–δειλά αποδίδει στα δύο κοσμοσυστήματα το πραγματικό τους περιεχόμενο.
Η αποκρουστική εικόνα της Δύσης με τους εκβιασμούς της, τις σεξοπεινασμένες άθλιες χειρονομίες της, τη χυδαία χρησιμοθηρία της και την απανθρωπιά της, φάνηκε να σκάει με επικίνδυνο τρόπο στα μούτρα των μέχρι χθες υμνητών της. Οι Έλληνες άρχιζαν -για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση από το ανολοκλήρωτο ’21- να υποψιάζονται ότι τα φώτα της Εσπερίας δεν ήταν τίποτα περισσότερο από προβολείς που τύφλωναν την ιδιοπροσωπεία τους, μαγεύοντας τους με «πετροκαλαμήθρες κι’ άλλα τηλεσκόπια» και διαιωνίζοντας την ξένη εξάρτηση, που θεμελιώθηκε  με την ίδρυση του δύσμοιρου κρατιδίου.
Και βέβαια οι πάσης φύσεως ψυχίατροι, ψυχαναλυτές και λογής ψυχοβγάλτες, γνωρίζουν πολύ καλά, ότι δεν υπάρχει καλύτερο εργαλείο διαιώνισης της  εξάρτησης, από την ενοχοποίηση.
Άλλωστε στον πυρήνα του λεγόμενου πολιτισμού της νεωτερικότητας, βρίσκεται ακριβώς αυτό. «Η νεωτερική κοινωνία είναι αυτή που – όπως υποστήριζε ο Νόρµπερτ Ελίας (« Η εξέλιξη του πολιτισµού », 1939, ελλ. έκδοση Νεφέλη)– έχει εγκαταλείψει τον ετεροαναγκασµό ως µέσο ελέγχου της συµπεριφοράς για χάρη του εσωτερικού αναγκασµού. Στην περίπτωση που δεν αρκεί ο εσωτερικός καταναγκασµός λειτουργεί το κράτος ως νόµιµος φορέας άσκησης της βίας.»
Λοιπόν, εδώ βρίσκεται το ζουμί και γι’ αυτό εγκαλείται ο Έλληνας. Δεν διαθέτει –ο Έλληνας- ενσωματωμένο τον μηχανισμό εσωτερικού καταναγκασμού και ω τι μέγιστη τραγωδία, το κράτος δεν ανταποκρίνεται –προφανώς εκ του ίδιου λόγου- ως νόμιμος φορέας άσκησης βίας. Το καζανάκι δεν διαθέτει φλοτέρ για να αποτρέψει την υπερχείλιση και ω τι μπέρδεμα, δεν βρίσκεται κι ένα κρατικό χέρι να διακόψει την παροχή!
Να γιατί χρεωκοπήσαμε ! Γιατί χωρίς φλοτέρ, καταναλώναμε ανεξέλεγκτα διακοποδάνεια, η δημοσιοϋπαλληλία το ‘ριξε στο ραχάτι, το σύστημα υγείας διαβρώθηκε απ΄το φακελάκι των γιατρών, η παιδεία εξέπεσε σε παραπαιδεία, ο αθλητισμός σε παραγοντισμό, η είσπραξη φόρων σε μέσο πλουτισμού των λειτουργών του κράτους, η γεωργική παραγωγή σε είσπραξη επιδοτήσεων, η φιλοξενία των μεταναστών σε εκμετάλλευση, , η αγορά σε αμοραλιστική αρένα, η επικοινωνία σε παραπληροφόρηση, η ελληνική Ιστορία σε εθνικιστικό παροξυσμό, η Ορθοδοξία σε επίσημη θρησκεία, η Εκκλησία σε ιερατείο και η πολιτική σχέση σε πελατειακή εξάρτηση. Προσθέστε όποια άλλη κατηγόρια θέλετε. Αναζητήστε τις επισημάνσεις των εκπροσώπων του συστήματος για τα αίτια της τρέχουσας κρίσης και θα ανακαλύψετε παντού να υποκρύπτεται αυτή η καταγγελία.
Για την κατάντια μας φταίει το πρόσωπο μας. Ακόμη και πίσω από το παγκάλειο «μαζί τα φάγαμε», λανθάνει η φτυσιά στο πρόσωπο μας, που δεν κατάφερε να γίνει ευρωπαϊκό. Που δεν κατάφερε να ενταχθεί εγκαίρως στον πολιτισμό της νεωτερικότητας.  Φταίμε που δεν γίναμε μονδέρνοι Γερμανοί, με το φλοτέρ του πειθαρχημένου αυτοκαταναγκασμού, σφηνωμένο, εκεί, στη θέση της καρδιάς. Άλλωστε, σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, 37% του πληθυσμού εμπιστεύεται περισσότερο παντός άλλου, τους Ευρωπαίους για τη διακυβέρνηση του τόπου!
Ακόμη και πίσω από «φαινόµενα όπως η ασκούµενη βία κατά των πολιτικών (µε αποκορύφωµα την επίθεση κατά του Κωστή Χατζηδάκη, και κατόπιν κατά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σηµίτη), η εξέγερση της Κερατέας, το κίνηµα «∆εν πληρώνω», ακόµη και η θλιβερή επίθεση των χούλιγκαν κατά του Θεάτρου Τέχνης, προεόρτια τελετή των όσων συνέβησαν στο πρόσφατο µατς Ολυµπιακού – Παναθηναϊκού, δεν είναι τίποτα άλλο από απλά δείγµατα της απουσίας των πολιτισµικών συµπεριφορών που διαµόρφωσαν τις νεωτερικές κοινωνίες…και της αδυναµίας του κράτους να λειτουργήσει ως νοµιµοποιηµένος φορέας άσκησης βίας».
Δεν απουσιάζει, δηλαδή, μόνο το φλοτέρ της αυτοπειθαρχίας, απουσιάζει και το στιβαρό χέρι της νόμιμης κρατικής βίας, για να την επιβάλλει με το στανιό.
Ιδού, λοιπόν ευρέθη το πρόβλημα. Και ποιά είναι η αιτία του; Μα προφανώς τα 400 χρόνια Οθωμανικής κυριαρχίας που παρά τα  σπουδαία που επισώρευσε στον ελληνικό χώρο –κατά την εκδοχή Βερέμη και λοιπών- δεν επέτρεψε τον πολυπόθητο εξευρωπαϊσμό.
Έτσι, για τους δικολάβους του εκδυτικισμού, όλες οι παραπάνω κοινωνικές «εκδηλώσεις», είναι αποτέλεσμα του «θλιβερού» γεγονότος ότι στην Ελλάδα «η διαδικασία µετάβασης από τις βίαιες προνεωτερικές κοινωνίες, στις κοινωνίες που τον ρόλο της νόµιµης άσκησης βίας παίζει το κράτος, συντοµεύτηκε και περιορίστηκε µόνο στο πλαίσιο των πολιτειακών µετασχηµατισµών.»
Δηλαδή, στον ελληνικό χώρο πριν από την εμφάνιση του πολιτισμού της νεωτερικότητας, οι άνθρωποι πλακώνονταν μεταξύ τους για ψύλλου πήδημα, η μία κοινωνική ομάδα ή τάξη κατασπάρασσε με βάρβαρο τρόπο την άλλη και ένα γενικό μπάχαλο επικρατούσε παντού. Και ήρθε μεν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, μας έδωσε τα φώτα του, αλλά δεν μας τα έδωσε πλήρως, άσε που κι εμείς βιαζόμασταν και έτσι περιορίστηκε μόνο στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού!
Άρα; Άρα αυτό που τώρα απαιτείται είναι:
α) ο «εκσυχρονισμός», η «επανίδρυση», η «μεταρρύθμιση», ο «εξευρωπαισμός», η «αναγέννηση» του κράτους, (αυτές οι εκφράσεις επαναλαμβάνονται μονότροπα εδώ και 200 χρόνια) που πρέπει επιτέλους να μπορεί να λειτουργεί ως φορέας νόμιμης βίας (ακόμη περισσότερο;) και,
β)   η εθελούσια αυτοπειθαρχία του πολίτη στα κελεύσματα του (γιατί προφανώς κανένα κράτος δεν μπορεί να πλακώνει στο ξύλο μια συνολικά εξεγερμένη συλλογικότητα).
Πώς επιτυγχάνονται αυτά; Με τη συρρίκνωση των κάθε είδους δικαιωμάτων των πολιτών και τον θεσμικό (και όχι μόνο) εξοπλισμό του κράτους από τη μιά και με την ενοχοποίηση της προνεωτερικής ελληνικής ταυτότητας και ιδιοπροσωπείας από την άλλη. Ιδού οι βαθύτεροι στόχοι της μνημονιακής κατοχής! Ιδού οι σκοποί που «γλυκοταργουδάνε» οι καλοπληρωμένες σειρήνες της παγκοσμιοποίησης και οι αυλητρίδες της.
Εδώ και το πλέον κρίσιμο  ερώτημα: Υπάρχει περίπτωση ο προνεωτερικός ελληνικός πολιτισμός, να ήταν τουλάχιστον εφάμιλλος, αλλά διάφορος των καλυτέρων ευρωπαϊκών; Υπάρχει περίπτωση ο μεσαιωνικός ελληνισμός να κατάφερε να διαμορφώσει πολιτισμική πρόταση με οικουμενικό ενδιαφέρον, ριζικά διάφορη της δυτικής αλλοτριωμένης εκδοχής της; Υπάρχει περίπτωση το «αλληλέγγυον» βυζαντινό φορολογικό σύστημα να υπερέχει του πλέον σύγχρονου δυτικού; Υπάρχει περίπτωση στον ελληνικό Μεσαίωνα να οικοδομήθηκε το πρώτο νοσοκομείο με γυναίκες γιατρούς και το πρώτο πανεπιστήμιο που δεν διδάσκονταν μόνο «θρησκευτικές προκαταλήψεις»;     Υπάρχει περίπτωση να κατορθώθηκε ποτέ πολεοδομικό σύστημα, που απαγόρευε την ανύψωση οικοδομών που θα απέκλειαν τη θέα προς τη θάλασσα; Υπάρχει περίπτωση να κατορθώθηκε τέτοια αρχιτεκτονική, μουσική και ζωγραφική τέχνη ώστε «το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων»;.Υπάρχει περίπτωση το ελληνικό αγαπητικό Πρόσωπο να υπήρξε –ακόμη και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας- ως κατόρθωμα βίου υπερβατικό της τυφλής ανάγκης που γεννά τη βία; Υπάρχει περίπτωση η ελληνική ιδιαιτερότητα να κατόρθωσε το ανθρωπολογικό άλμα από το εγωκεντρικό Άτομο στο αγαπητικό Πρόσωπο; Υπήρξαν, με άλλα λόγια, οι αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες των Ελλήνων μέχρι αλλά και μετά την ίδρυση του δυτικού κακέκτυπου κρατιδίου; Υπήρξαν οι συντεχνίες και τα εισνάφια ως σύστημα αυτορύθμισης της αγοράς; Υπήρξε η Εκκλησία ως Ενορία, δηλαδή ως Τρόπος αυθυπέρβασης της χρείας, ως κοινωνία εθελούσιας αυτοπροσφοράς; Υπήρξαμε άραγε ποτέ ως ώριμοι πολίτες-οπλίτες, πριν την ίδρυση του κράτους; Πολύ περισσότερο, υπήρξαμε ως Έθνος με επίγνωση της ιδιοπροσωπείας του, πριν την ίδρυση του κράτος;
Κι αν ναι, πώς καζαντίσαμε έτσι; Μήπως γιατί τα καζανάκια που έχουν δικό τους πρωτοποριακό σύστημα αυτορύθμισης, τρελαίνονται όταν τους επιβάλλονται μονδέρνα φλοτέρ;
Υπάρχει περίπτωση οι ελίτ που καθοδήγησαν τον τόπο από ιδρύσεως του κράτους, σχεδόν πάντα ξενόφερτες και ξενόδουλες, αλλά πάντοτε δυτικοσπουδαγμένες και συμπλεγματικές, να μην πήραν χαμπάρι από τον Τρόπο του τόπου μας; 
Η απάντηση είναι χρέος αναζήτησης του κάθε Έλληνα.
Νομίζω μονάχα, πως αξίζει να συμπληρώσουμε κάτι. Αν όλα αυτά πράγματι υπήρξαν και δεν είναι εφευρέσεις «ελληναράδων εθνικιστών», ίσως έτσι, να μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί ακόμη και σήμερα αρκεί να συμβουλεύσεις έναν Έλληνα να μην πετάει σκουπίδια στο δρόμο, ενώ χρειάζεται να εκπαιδεύσεις έναν Γερμανό για να μην σκοτώσει τη μάννα του!
Ιδιαίτερα μάλιστα, τώρα, όταν όλα δείχνουν πως οι σημερινοί απόγονοι του ναζιστικού εσωτερικού καταναγκασμού, την έκαναν κοπάνα στα σχετικά μαθήματα εξανθρωπισμού. Αυτοί δεν το ‘χουν για τίποτα να εξοντώσουν τον ελληνισμό, ως πνευματικό πατέρα τους. Αρκεί να είναι χρήσιμο για την οικονομική τους ανάπτυξη!

*οι αναφορές εντός εισαγωγικών είναι αυτούσια τμήματα από άρθρο του Γιώργου Σιακαντάρη, διδάκτορα Κοινωνιολογίας, αναπληρωτή επιστηµονικού διευθυντή στο ΙΣΤΑΜΕ-Ανδρέας Παπανδρέου.
 
Top