Η «υπόθεση Ανδρουλάκη» έδειξε ότι η Επόπτρια Εισαγγελέας της ΕΥΠ δεν μπορεί να παραμείνει σε μία τόσο νευραλγική θέση
Οι πρώτες πληροφορίες φέρουν την παραιτηθείσα ηγεσία της
ΕΥΠ να έχει περιπέσει σε πάμπολλα αμαρτήματα, να έχει συνδεθεί και εν πολλοίς να έχει διαβρωθεί από ξένες υπηρεσίες και από σκοτεινά επιχειρηματικά δίκτυα, με δόλιους σκοπούς!
Την πολύ σοβαρή αυτή καταγγελία δεν την έκανε κάποιο στέλεχος της Αντιπολίτευσης αλλά το φιλοκυβερνητικό «Βήμα της Κυριακής», χωρίς να έχει υπάρξει καμία διάψευση.
Αυτό όμως, που δεν διευκρινίζει το δημοσίευμα, είναι ο ρόλος της επόπτριας εισαγγελέως της ΕΥΠ κυρίας
Βασιλικής Βλάχου. Μετείχε και εκείνη στη δράση αυτού του παρακρατικού, στην ουσία, μηχανισμού ή απλώς δεν είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε ‘κάτω από τη μύτη της’;
Να πάρουμε ως παράδειγμα το σκάνδαλο παρακολούθησης του ευρωβουλευτή και πρόεδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ,
Νίκου Ανδρουλάκη.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, την καταγραφή των τηλεφωνικών του συνομιλιών ζήτησαν οι μυστικές υπηρεσίες της Αρμενίας και της Ουκρανίας. Όμως, οι πρέσβεις και των δύο αυτών χωρών στην Αθήνα διέψευσαν επίσημα και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την εκδοχή αυτή.
Επομένως, για ποιο λόγο η κ. Βλάχου έκανε δεκτή την αίτηση της ΕΥΠ «… με την οποία ζητείται κατ’ άρθρο 3 του Ν. 2225/1994, η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου της υπ’ αριθμ. ********** τηλεφωνικής συνδέσεως, της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας **** ή οποιασδήποτε άλλης εταιρείας, στην οποία πιθανόν ανήκει η ανωτέρω τηλεφωνική σύνδεση, λόγω φορητότητας, για λόγους Εθνικής Ασφαλείας, των οποίων η μορφή δεν είναι αναγκαίο να εκτεθεί περαιτέρω στην παρούσα Διάταξη, καθ’ όσον συντρεχουσών ως εκ της φύσεως και του είδους της προκειμένης υποθέσεως, ειδικών περιστάσεων Εθνικής Ασφαλείας, η γνώση των λόγων αυτών από τρίτους, θα επιφέρει βλάβη στην Εθνική Ασφάλεια…»;
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 6 του Ν. 2225/1994, η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου ΔΕΝ μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις της διάρκειας αυτής, οι οποίες ΔΕΝ υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίσταση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι όροι της άρσης.
Απ’ όσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι σήμερα, το κινητό τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη ήταν σε επισύνδεση από τον Σεπτέμβριο έως και τις πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου του 2021, δηλαδή επί τρεις (3) μήνες.
Έτσι, η κυρία Βλάχου ήταν υποχρεωμένη από τον νόμο να εκδώσει και δεύτερη διάταξη για τη συνέχιση της τηλεφωνικής παρακολούθησης του τότε ευρωβουλευτή και στη συνέχεια προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Εξέδωσε δεύτερη διάταξη; Εάν όχι, η επόπτρια εισαγγελέας της ΕΥΠ φαίνεται να έχει διαπράξει σοβαρό ποινικό και πειθαρχικό αδίκημα. Εάν ναι, ποιοι ήταν οι λόγοι οι οποίοι επέβαλαν τη συνέχιση της παρακολούθησης;
Η κυρία Βλάχου επελέγη από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ως εποπτεύουσα εισαγγελέας της ΕΥΠ τον Μάιο του 2020 με ψήφους 6 υπέρ και 5 κατά. Τι γνώριζαν οι πέντε ανώτατοι λειτουργοί της Δικαιοσύνης και εναντιώθηκαν στην τοποθέτησή της σε αυτήν την νευραλγική για τη λειτουργία του κράτους υπηρεσία.
Μέχρι τότε, στην ΕΥΠ τοποθετούνταν εισαγγελείς με βαθμό μικρότερο του εισαγγελέα Εφετών. Έτσι οι διατάξεις άρσεων απορρήτου για λόγους Εθνικής Ασφάλειας χρειάζονταν και δεύτερη έγκριση από εισαγγελέα Εφετών όπως προβλέπει ο νόμος.
Στην πράξη το σύστημα αυτό λειτουργούσε ως δικλείδα ασφαλείας, αφού απαιτούνταν δύο υπογραφές, δύο απόρρητα βιβλία πρωτοκόλλου κ.λ.π.
Με την τοποθέτηση της κυρίας Βλάχου στην ΕΥΠ το σύστημα αυτό καταργήθηκε αφού έφερε η ίδια το βαθμό του εισαγγελέα Εφετών και δεν χρειαζόταν έγκριση από ανώτερο εισαγγελικό λειτουργό. Δηλαδή λειτουργούσε ανεξέλεγκτα και ‘’κατά το δοκούν’’.
Άρα, οι ευθύνες της για το μείζον σκάνδαλο των υποκλοπών που πλήττει τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι πολύ μεγαλύτερες.
Δυστυχώς, η «υπόθεση Ανδρουλάκη» έδειξε ότι η κυρία Βλάχου – είτε συνήργησε στην παράνομη παρακολούθησή του, είτε δεν κατάλαβε το σχέδιο της πρώην ηγεσίας της ΕΥΠ σε αγαστή συνεργασία με το Μέγαρο Μαξίμου, που αποσκοπούσε στον εκβιασμό ενός πολιτικού αντιπάλου – δεν μπορεί να παραμείνει σε μία τόσο νευραλγική θέση.
Για να διασώσει, λοιπόν, το κύρος της Δικαιοσύνης, ας ακολουθήσει το δρόμο του
Γρηγόρη Δημητριάδη και του
Παναγιώτη Κοντολέοντος. Δηλαδή, αυτόν της παραίτησης.
Το παρελθόν της
Η κυρία Βασιλική Βλάχου εισήλθε στο εισαγγελικό σώμα τον Σεπτέμβριο του 1993.
Το 2004 είχε προτείνει να τεθούν στο αρχείο οι ποινικές διώξεις που είχαν ασκηθεί κατά 8 εταιρειών για το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου, καθώς κατά την κρίση της δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις κατά των κατηγορουμένων. Ανάμεσα στις εταιρείες αυτές ήταν η Γενική Αποθηκών, ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, η ΚΛΩΝΑΤΕΞ, η ΑΛΤΕΚ, η ΛΑΜΨΑ Α.Ε., η ελληνική Βιομηχανία ζάχαρης κ.α.
Το 2006 τιμωρήθηκε πειθαρχικά από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο με προσωρινή αργία για μη υποβολή δηλώσεων (2000-2004) πόθεν έσχες, ενώ την ίδια περίοδο είχε κληθεί να δώσει εξηγήσεις στον τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γιώργο Σανιδά, για εμπλοκή του ονόματός της στην έρευνα για το παραδικαστικό κύκλωμα.
Το 2010 είχε κληρωθεί στην έδρα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Άμφισσας, όπου θα εκδικαζόταν η υπόθεση της δολοφονίας του μαθητή Αλέξη Γρηγορόπουλου από αστυνομικούς. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η μητέρα του μαθητή, Τζίνα Τσαλικιάν, είχε στείλει επιστολή προς τον τότε πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου και τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, Χάρη Καστανίδη, με στοιχεία και δημοσιεύματα τα οποία φέρεται να ενέπλεκαν την κυρία Βλάχου σε παραδικαστικά κυκλώματα.
Ωστόσο, ο βίαιος θάνατος του συζύγου της στην Κίνα είχε σαν αποτέλεσμα την αναβολή της δίκης, η οποία συνεχίστηκε με άλλη σύνθεση. Φήμες φέρουν τον δολοφονηθέντα σύζυγό της νυν Εισαγγέλεως της ΕΥΠ, να ήταν αναμειγμένος σε παράνομες δραστηρίοτητες.