Κι ήρθε η
δικαίωση για εκείνον που κοίταζες με λύπη
στους δρόμους των πόλεων όπου πια
η ηρεμία λείπει.
Η
εκδίκηση του "
πρεζάκια", όπως τον ονόμασες,
(θυμάσαι;)
πάει πακέτο με την
απώλεια όσων κονόμησες.
(λυπάσαι.)
Σκέφτεσαι
ανήσυχος τί...
θα 'ρθει τώρα,
καθώς
θυμάσαι (και) εκείνη την ώρα,
χθες που αρνιώσουν το χέρι ν᾽ απλώσεις
και
σήμερα βοήθεια ζητάς να ξεχρεώσεις.
Είναι όμως αργά να επιστρέψεις στο βαγόνι,
στον χρήστη να δώσεις ό,τι δεν τον τελειώνει.
Κι ενώ η χώρα σου, σε ζωντανή σύνδεση
τίθεται σε
πλήρη αποσύνθεση.
Την ώρα που ο τόπος σου, σε live τηλεοπτικό χρόνο,
για ό,τι δεν έχτισε ποτέ
πλάι σ᾽ έναν πολιτικό θρόνο,
πεθαίνει τώρα ζητιανεύοντας,
σκέφτεσαι εκείνον που σ᾽
εκλιπαρούσε κλαίγοντας.
Μπροστά σου στεκόταν,
σέρνοντας χρόνιακρύβοντας τύχη πίσω απ᾽ τα μολυσμένα βελόνια,
με σώμα τρυπημένο σου έλεγε πως πεινούσε,
ενώ το βλέμμα του
γι' άλλο διψούσε.
Και νιώθεις τον τοξικομανή τώρα πιο πολύ,
καθώς
παραλληλίζεις με εκείνου της χώρας τη στιγμή.
Μέσα
στους πολλούς χρήστες κι εσύ,
ψάχνεις διέξοδο, αναζητάς πνοή,
όταν οι άλλοι κολλούν
ταινία ενοικιαστηρίου στα όνειρά σου,
και στα χέρια του κάθε έμπορα αφήνονται τα βήματά σου,
όταν οι άλλοι
στερούν αδιάλειπτα την προοπτική απ᾽την όποια ζωή,
νιώθεις να ᾽ναι πράγματι
του ναρκομανή τούτη η εποχή.
Καθώς μπορεί πια να γράφει στα ταμπελάκια του,
δίπλα από της μπύρας τα πατσιασμένα κουτάκια του,
πως, ό,τι κι η χώρα του, ζητά κι αυτός με αγωνία
λεφτά για μια δόση που θα φέρει και πάλι ηρεμία.
Ησυχία, στους καιρούς που οι ποιητές πεθαίνουν
κι οι άνθρωποι ενός Λόγου σωπαίνουν.