Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον τμήμα του παρασκηνίου της δήλωσης που έκανε συνεντευξιαζόμενος ο πρωθυπουργός το περασμένο Σάββατο στη Θεσσαλονίκη, στο περιθώριο των εγκαινίων του μετρό, ότι «θα δώσει τη μάχη των εκλογών ως επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας το 2027», προκαλώντας ποικίλα ερωτήματα για τη στρατηγική που σκοπεύει να ακολουθήσει από εδώ και πέρα. Κι ενώ θέλησε να δώσει την αίσθηση ότι αποπνέει αυτοπεποίθηση, στην πραγματικότητα αυτή η αποστροφή σε συνδυασμό με όσα συντελούνται πίσω από τις κλειστές πόρτες υποκρύπτει την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα που τον έχουν καταλάβει για το πολιτικό του μέλλον.
Αυτές οι διεργασίες μάλιστα έρχονται να επιβεβαιώσουν τις πληροφορίες που είχε καταγράψει πρωτοσέλιδα η «κυριακάτικη δημοκρατία» από τις 3 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με τις οποίες τα ισχυρά οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα που τον στήριξαν μανιωδώς έχουν «άρει» τώρα την εμπιστοσύνη τους και είναι έτοιμα να του «τραβήξουν το χαλί», αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις σε ένα περιβάλλον που είναι ήδη αρκετά ρευστό.
Σε μια προσπάθεια να δείξει ότι διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, ο κ. Μητσοτάκης προσφέρθηκε, στο πρώτο θεσμικό τετ α τετ που είχαν την Τετάρτη, να χορέψει το «ταγκό της συναίνεσης» με τον
Νίκο Ανδρουλάκη, που διακατέχεται κι αυτός από το άγχος για την πολιτική του μακροημέρευση, καθώς η κυρία Διαμαντοπούλου φέρεται ότι καραδοκεί για να μπει «σφήνα» στις εξελίξεις της «επόμενης ημέρας». Ο κ. Ανδρουλάκης μπορεί πριν από μερικές εβδομάδες να επαναβεβαίωσε τη θέση του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αλλά για να το πετύχει αυτό έβαλε πολύ ψηλά τον πήχη, δεσμευόμενος ότι θα νικήσει τον κ. Μητσοτάκη στις επόμενες εκλογές. Με τα ποσοστά του 15%-17%, από τα οποία όμως δεν μπορεί να ξεκολλήσει, και με τη δυναμική που αδυνατεί να αποκτήσει, απέχει πάρα πολύ από τον στόχο αυτόν. Μάλιστα, για πρώτη φορά, ενώ διαφαίνεται η προοπτική να πέσει από την πρωθυπουργία ο κ. Μητσοτάκης, δεν υπάρχει ακόμη στον ορίζοντα ένα σαφές αντίπαλο δέος…
Στην ίδια συνέντευξη που έδωσε ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι μπορεί να επαναλάβει το επίτευγμα του 2023 και να κατακτήσει την αυτοδυναμία. Ετσι κάλυψε και την απόφασή του να μην αλλάξει τον εκλογικό νόμο. Η διαφορά είναι ότι έχουν αλλάξει άρδην τα δεδομένα από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Οχι μόνο γιατί μεσολάβησαν οι ευρωεκλογές, αλλά και διότι έκτοτε η καθίζηση της Ν.Δ. αποδεικνύεται στάσιμη και τα ποσοστά της είναι, σε κάθε περίπτωση, πολύ μακριά από το 36%-37% που απαιτείται για τους 151 βουλευτές.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει χάσει τον πολιτικό ρεαλισμό του και καταλαμβάνεται πλέον από εμμονές. Αλλοι προσθέτουν ότι ανησυχεί ολοένα περισσότερο για την τύχη του και τα προβλήματα που πιθανόν θα αντιμετωπίσει σε διάφορα μέτωπα μετά την αποχώρηση -ή την πολιτική «έξωσή» του- από το
Μέγαρο Μαξίμου. Γι’ αυτό και προσπαθεί να παρατείνει την παραμονή του στην πρωθυπουργία με κάθε μέσο και ανασύροντας κάθε ψευδαίσθηση.
Η διαβεβαίωσή του, στο μεταξύ, ότι θα παραμείνει το ίδιο εκλογικό σύστημα, ακόμη κι αν είναι ειλικρινής, εντάσσεται στο ίδιο μέχρι στιγμής επικοινωνιακό αφήγημα ότι η Ν.Δ. παραμένει σε νικηφόρα τροχιά, κατά συνέπεια δεν έχει λόγο να κάνει κινήσεις που θα προδίδουν ηττοπάθεια. Μια δεύτερη εξήγηση που διαχέεται από το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου είναι ότι ο ισχύων εκλογικός νόμος διευκολύνει τη συντήρηση του κλίματος κατακερματισμού της αντιπολίτευσης, τόσο εξ αριστερών όσο και εκ δεξιών, ενώ, αντίθετα, η τροποποίησή του θα μπορούσε, όπως υποστηρίζεται, να τροφοδοτήσει συζητήσεις συνεργασιών και συγκλίσεων για «μετωπική» αντιμετώπιση της κυβερνητικής παράταξης.
Ο κ. Μητσοτάκης φέρεται ότι έχει προσαρμόσει τη στρατηγική του, κόντρα στην πολλαπλασιαζόμενη αμφισβήτηση που αντιμετωπίζει, στην αντίληψη ότι θα καταφέρει να ξεπεράσει τους σκοπέλους και θα κόψει το νήμα της κάλπης με αρκετή απόσταση από τον δεύτερο, και πάντως ικανή να του επιτρέψει να διεκδικήσει βάσιμα την πρωθυπουργική καρέκλα για τρίτη τετραετία, έστω και ως επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Χρειάζεται αυτού του είδους την πρωτιά για να διατηρεί ζωντανή και τη φιλοδοξία ότι θα μεταπηδήσει αμέσως μετά σε ευρωπαϊκό αξίωμα. Ενώ μάλιστα, όταν ρωτήθηκε σχετικά στην ίδια συνέντευξή του, απάντησε ότι θα διεκδικήσει εκ νέου την πρωθυπουργία, μη έχοντας πρόθεση να πάει στην Ευρώπη, η πραγματικότητα -γύρω από την οποία σκοπίμως δημιουργεί σύγχυση- είναι ότι οι θέσεις στα δύο αξιώματα θα αδειάσουν το δεύτερο εξάμηνο του 2027. Δηλαδή, ύστερα από τη λήξη αυτής της κυβερνητικής θητείας…
Από την άποψη αυτή, πάντως, ο κ. Μητσοτάκης έχει καταφέρει τουλάχιστον να εγκλωβίσει στη δική του στρατηγική τον κ. Ανδρουλάκη. Εκτός από την ομηρία στην υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ χόρεψε μαζί του το «ταγκό της συναίνεσης» ως πρόβα μελλοντικής συγκυβέρνησης, πιστεύοντας ότι αυτό τον βοηθά να διεισδύσει στο κεντροδεξιό εκλογικό ακροατήριο και να μην επιτρέψει στη Ν.Δ. να τον λεηλατεί ανενόχλητη, παρά τη φθορά της. Είναι η λεγόμενη «μάχη του Κέντρου». Στην πραγματικότητα όμως προσπαθεί να μην αφήσει κενό στα δεξιά του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήδη από την περίοδο των εσωκομματικών διαδικασιών έτρεξε να εκφράσει η Αννα Διαμαντοπούλου. Στο μεσοδιάστημα, οι σχέσεις τους άλλωστε έχουν βρεθεί συχνά σε τεντωμένο σχοινί, δείχνοντας ότι συντηρείται μεταξύ τους ο λανθάνων ανταγωνισμός με φόντο την «επόμενη ημέρα» των εκλογών.
Οι δημόσιες αναφορές της στον κατώτατο μισθό «που μπορεί και να μειωθεί», στα απογευματινά χειρουργεία του
Αδωνη Γεωργιάδη και στις νεοφιλελεύθερες μνημονιακές ντιρεκτίβες του «σχεδίου Πισσαρίδη» συνδυάζονται με τις διαφορετικές αποχρώσεις ή τις αποστάσεις που κατά πληροφορίες παίρνει για διάφορα θέματα στις κλειστές συνεδριάσεις του «πολιτικού Κέντρου» υπό τον κ. Ανδρουλάκη στη Χαριλάου Τρικούπη.
Στο πλαίσιο αυτό, μια μικρή μονοψήφια διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων στις επόμενες εκλογές -όποτε κι αν γίνουν αυτές- θεωρείται βάσιμο ότι θα δρομολογήσει άμεσα τις διαδικασίες για ένα τρίτο πρόσωπο για την πρωθυπουργία. Και, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο κ. Μητσοτάκης θα φύγει από το Μέγαρο Μαξίμου, ο κ. Ανδρουλάκης δεν θα δει το όνειρό του να μπαίνει σε αυτό ως πρωθυπουργός να γίνεται πραγματικότητα, και η κυρία Διαμαντοπούλου προετοιμάζεται από τα μαγειρεία του παρασκηνίου ως «κοινής αποδοχής» πρόσωπο για τη σχεδιαζόμενη συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ…
Πηγή: Κυριακάτικη Δημοκρατία