Tα ελληνικά νοικοκυριά συνέχισαν και το 2024 να δαπανούν περισσότερα χρήματα από όσα εισέπραξαν, με αποτέλεσμα η αποταμίευση να παραμείνει αρνητική για τρίτη διαδοχική χρονιά, όπως προκύπτει από την επικαιροποιημένη έρευνα της Eurostat, η οποία αναδεικνύει άλλη μια φορά την οικονομική δυσπραγία των πολιτών.
Η Ελλάδα συνεχίζει μια «παράδοση» αρνητικών ποσοστών αποταμίευσης που κρατά από το 2012, με μοναδικές εξαιρέσεις τα έτη 2020 (+0,7) και 2021 (+4,4).Αυτή η θετική επίδοση οφειλόταν στο lockdown της πανδημίας, όπου οι περιορισμένες δυνατότητες αγορών υπερίσχυσαν της μείωσης του εισοδήματος.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα αναμένεται να καταλάβει την χειρότερη θέση για το 2024 στην αποταμίευση, με το -2,5.
Καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα (με εξαίρεση τη Ρουμανία) δεν εμφανίζει αρνητικά ποσοστά επί τρία συναπτά έτη.
Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι θετικός, με τη Γερμανία να ξεχωρίζει με +20,05.
Πρωταθλητές στην υποκειμενική φτώχεια
Η Ελλάδα αναδεικνύεται πρωταθλήτρια Ευρώπης και για το 2024 στον δείκτη της υποκειμενικής φτώχειας, ο οποίος μετρά την αντίληψη των νοικοκυριών για το «πώς τα βγάζουν πέρα».
Το 66,8% των ελληνικών νοικοκυριών δήλωσε ότι τα βγάζει δύσκολα ή πολύ δύσκολα πέρα, ποσοστό που παραμένει σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 67% του 2023.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η υποκειμενική φτώχεια πλήττει τους νέους (<18 ετών), στην Ελλάδα εντοπίζεται στους άνω των 65 ετών, όπου το ποσοστό ξεπερνά το 70%.
Η δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη καταγράφεται στη Βουλγαρία με 37,4%.
Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι μόλις 17,6%.
Χαώδης απόκλιση «αντικειμενικής» και «υποκειμενικής» φτώχειας
Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση της Ελλάδας έγκειται στο χάσμα μεταξύ του πώς οι πολίτες βιώνουν τη φτώχεια (Υποκειμενική Φτώχεια) και του πώς αυτή μετριέται (Κίνδυνος Φτώχειας).
Η απόσταση των 47,2 μονάδων στην Ελλάδα είναι χαώδης και δεν εντοπίζεται σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Αυτό σημαίνει ότι, παρόλο που ο αντικειμενικός δείκτης φτώχειας (που βασίζεται στο μέσο εισόδημα) δεν κατατάσσει την Ελλάδα πρώτη, οι Έλληνες βιώνουν με συντριπτικό τρόπο τη δυσκολία κάλυψης των βασικών τους αναγκών.
Το 66,8% των ελληνικών νοικοκυριών δήλωσε ότι τα βγάζει δύσκολα ή πολύ δύσκολα πέρα, ποσοστό που παραμένει σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 67% του 2023.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η υποκειμενική φτώχεια πλήττει τους νέους (<18 ετών), στην Ελλάδα εντοπίζεται στους άνω των 65 ετών, όπου το ποσοστό ξεπερνά το 70%.
Η δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη καταγράφεται στη Βουλγαρία με 37,4%.
Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι μόλις 17,6%.
Χαώδης απόκλιση «αντικειμενικής» και «υποκειμενικής» φτώχειας
Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση της Ελλάδας έγκειται στο χάσμα μεταξύ του πώς οι πολίτες βιώνουν τη φτώχεια (Υποκειμενική Φτώχεια) και του πώς αυτή μετριέται (Κίνδυνος Φτώχειας).
Η απόσταση των 47,2 μονάδων στην Ελλάδα είναι χαώδης και δεν εντοπίζεται σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Αυτό σημαίνει ότι, παρόλο που ο αντικειμενικός δείκτης φτώχειας (που βασίζεται στο μέσο εισόδημα) δεν κατατάσσει την Ελλάδα πρώτη, οι Έλληνες βιώνουν με συντριπτικό τρόπο τη δυσκολία κάλυψης των βασικών τους αναγκών.
