Οι φόβοι για την «πιστωτική σταθερότητα» στις τράπεζες των ΗΠΑ προκάλεσαν σοβαρές αναταράξεις στις αγορές την Παρασκευή (17/10), οδηγώντας σε πτώση τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές μετοχές και αναζωπυρώνοντας τις μνήμες από την «κρίση εμπιστοσύνης» πριν από δύο χρόνια – την αποτυχία της Silicon Valley Bank, η οποία «έριξε» τον παγκόσμιο τραπεζικό τομέα το 2023, όπως μεταδίδουν τα διεθνή πρακτορεία.
Το κλίμα ανησυχίας επικράτησε αρχικά στη Wall Street, καθώς οι ανησυχίες για τον τραπεζικό τομέα προστέθηκαν στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα λόγω της κλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων ΗΠΑ-Κίνας και των φόβων για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές.
Η έκθεση του τραπεζικού τομέα σε δύο πρόσφατες πτωχεύσεις αυτοκινητοβιομηχανιών στις ΗΠΑ αναζωπύρωσε τους προβληματισμούς σχετικά με τα πρότυπα δανεισμού.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι οι τρέχουσες ανησυχίες γύρω από τις περιφερειακές τράπεζες φαίνεται να είναι μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως οι απροσδόκητες ζημίες της Zions σε δύο δάνεια και οι καταγγελίες της Western Alliance για απάτη από δανειολήπτη, παρά σημάδια ενός ευρύτερου συστημικού προβλήματος.
Συνοπτικά, οι τρέχουσες ανησυχίες στις παγκόσμιες τραπεζικές αγορές προκαλούνται από φόβους για την ποιότητα των πιστώσεων σε περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ, μετά από απρόσμενες ζημίες σε δάνεια και καταγγελίες για απάτη, αναζωπυρώνοντας τις μνήμες της κρίσης του 2023.
Αυτό το κλίμα δυσπιστίας αναγκάζει τις τράπεζες να αναζητούν ρευστότητα και επηρεάζει συνολικά τις αγορές λόγω της αλληλεξάρτησής τους.
Η ανάγκη για ρευστότητα και το «μυστήριο» του Repo Facility
Η νευρικότητα της αγοράς αποτυπώθηκε στην ανάγκη των τραπεζών για ρευστότητα.
Οι τράπεζες των ΗΠΑ δανείστηκαν σχεδόν 15 δισεκατομμύρια δολάρια από τη Standing Repo Facility (SRF) της Federal Reserve την Τετάρτη και την Πέμπτη – ο μεγαλύτερος δανεισμός για ένα διήμερο από την εποχή της πανδημίας του Covid-19.
Η SRF, που εισήχθη το 2021 ως δίχτυ ασφαλείας για πιθανές ελλείψεις χρηματοδότησης, παρέχει καθημερινά ρευστότητα με αντάλλαγμα εξασφαλίσεις όπως κρατικά ομόλογα.
Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την πρόσφατη αύξηση των χρηματιστηριακών αγορών που οφείλεται εν μέρει στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), έχει δημιουργήσει φόβους σε ορισμένους ότι ενδέχεται να έχει δημιουργηθεί μια «φούσκα».
Όπως σχολίασε ο αναλυτής Μπο Πέι, «η αγορά έχει σαφώς τιμολογηθεί για την τελειότητα. Αυτό αφήνει το κλίμα ευάλωτο».
Ο Τζέιμι Ντάιμον, CEO της JPMorgan Chase, προειδοποίησε: «Όταν βλέπεις μια κατσαρίδα, υπάρχουν πιθανώς περισσότερες, και έτσι όλοι πρέπει να προειδοποιηθούν».
Η παγκόσμια μετάδοση της ανησυχίας και ο αντίκτυπος
Η απαισιοδοξία μεταδόθηκε γρήγορα, καθώς οι μετοχές των μεγαλύτερων τραπεζών των ΗΠΑ έκλεισαν τη εβδομάδα με πτώση – και βεβαίως η πτώση στη Wall Street μεταφέρθηκε στις αγορές της Ασίας και της Ευρώπης.
Οι ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές (.SX7P), παρόλο που έχουν ενισχυθεί κατά 40% από την αρχή του έτους, επηρεάστηκαν σοβαρά, κλονίζοντας τις αγορές σε Ευρώπη και Ασία.
Συνολικά, 45 δισεκατομμύρια ευρώ «εξαφανίστηκαν» από την αξία του πανευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου).
Ο δείκτης FTSE 100 του Λονδίνου έπεσε κατά 1.5%, ο Dax της Γερμανίας 2%, ο Cac 40 της Γαλλίας 1.5% και ο Ibex της Ισπανίας 0.8%, πριν ανακτήσουν μέρος των απωλειών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, περίπου 9,5 δισεκατομμύρια στερλίνες εξανεμίστηκαν από την αξία των πέντε μεγαλύτερων εισηγμένων τραπεζών.
Η Barclays ήταν η πιο πληγείσα, με τις μετοχές της να υποχωρούν κατά 6%.
Η ανησυχία μετακυλίστηκε σε άλλους τομείς, όπως οι εταιρείες ενυπόθηκων δανείων, οι πλατφόρμες «αγορά τώρα, πληρωμή αργότερα» (buy-now-pay-later) και οι μεγάλες χρηματιστηριακές εταιρείες (π.χ. ο Αμερικανικές Robinhood και Interactive Brokers).
Ο Κέβιν Χάσετ, οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, δήλωσε ότι οι τράπεζες διαθέτουν επαρκή αποθεματικά και ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ «τακτοποιούν τα πράγματα αυτή τη στιγμή».
Νομική «βόμβα»: Κατηγορίες για συμφωνία καθορισμού επιτοκίων
Την ίδια στιγμή, οι μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ (JPMorgan Chase, Bank of America, Wells Fargo, Citibank, U.S. Bank) αντιμετωπίζουν μια νέα μαζική αγωγή που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο του Κονέκτικατ.
Η αγωγή ισχυρίζεται ότι οι τράπεζες συνωμότησαν για να καθορίσουν το βασικό επιτόκιο των ΗΠΑ για περισσότερα από 30 χρόνια, αναγκάζοντας τους καταναλωτές και τις μικρές επιχειρήσεις να πληρώνουν διογκωμένο κόστος δανεισμού.
Οι τράπεζες φέρονται να συντόνιζαν από το 1994 και μετά τον καθορισμό των επιτοκίων τους ώστε να ταιριάζουν με το «WSJ Prime Rate» (ένα σημείο αναφοράς που δημοσιεύεται από την The Wall Street Journal), το οποίο οριζόταν ακριβώς 3 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων.
Το WSJ Prime Rate λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για τρισεκατομμύρια δολάρια σε καταναλωτικά δάνεια και δάνεια μικρών επιχειρήσεων (70% των καταναλωτικών δανείων κάτω του 1 εκατ. δολαρίων είναι συνδεδεμένα με αυτό).
Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η σχεδόν τέλεια ευθυγράμμιση των επιτοκίων μεταξύ των τραπεζών επί χρόνια καθιστά «αδύνατο» να έδρασαν ανεξάρτητα, με την αγωγή να υπογραμμίζει: «Αυτή η υποτιθέμενη συνωμοσία επηρεάζει εκατομμύρια σκληρά εργαζόμενους καταναλωτές».
Ο ρόλος του χρυσού
Τις τελευταίες εβδομάδες, και πριν την πλεόν πρόσφατη αναταραχή, η αξία του χρυσού έχει ξεπεράσει κάθε ιστορικό προηγούμενο, ξεπερνώντας το όριο των 4.300 δολαρίων ανά ουγγιά (27,5 γραμμάρια) στις 17 Οκτωβρίου 2025, δηλαδή η τρέχουσα τιμή διαμορφώνεται περίπου στα 3.137,40 ευρώ ανά ουγγιά.
Η εκρηκτική άνοδος αποδίδεται σε δύο κύριους παράγοντες, την γεωπολιτική ένταση λόγω της κλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, καθώς και άλλοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι παγκοσμίως, που ωθούν τους επενδυτές να αναζητήσουν το «ασφαλές καταφύγιο» του χρυσού.
Μετά έχουμε και την ίδια την νομισματική πολιτική των ΗΠΑ, και τις προσδοκίες για επικείμενες μειώσεις επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve), που καθιστούν τα περιουσιακά στοιχεία που δεν αποδίδουν τόκο, όπως ο χρυσός, πιο ελκυστικά.
Ο χρυσός παίζει τον κλασικό του ρόλο ως το απόλυτο «ασφαλές καταφύγιο» εν μέσω της αναταραχής και της αβεβαιότητας στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ.
Κατά τη διάρκεια περιόδων αυξημένου κινδύνου και κρίσης εμπιστοσύνης στον χρηματοπιστωτικό τομέα – όπως αυτή που προκάλεσαν οι ανησυχίες για τις αμερικανικές περιφερειακές τράπεζες – ο χρυσός εμφανίζει ισχυρή άνοδο, καθώς οι επενδυτές εγκαταλείπουν τις πιο ριψοκίνδυνες επιλογές (όπως οι μετοχές) για να προστατεύσουν την περιουσία τους.
Ενώ οι χρηματιστηριακοί δείκτες παρουσιάζουν μεταβλητότητα και οι τράπεζες αντιμετωπίζουν νομικές και πιστωτικές πιέσεις, ο χρυσός προσφέρει στους επενδυτές ένα περιουσιακό στοιχείο που διατηρεί την αξία του διαχρονικά και δεν υπόκειται σε τραπεζικές παρεμβάσεις ή πληθωριστικές πιέσεις.
Next
This is the most recent post.
Previous
Παλαιότερη Ανάρτηση
 
Top