Σε νεκρό σημείο έχουν οδηγηθεί σύμφωνα με πληροφορίες της «κυριακάτικης δημοκρατίας» οι σχέσεις Κυριάκου Μητσοτάκη και Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Κι αυτή είναι μία μόνο από τις παρενέργειες της διαφαινόμενης πλέον απόφασης του πρωθυπουργού να μην την προτείνει για δεύτερη θητεία στο προεδρικό αξίωμα…
Την τελευταία φορά που ρωτήθηκε δημοσίως η κ. Σακελλαροπούλου δεν έκρυψε, διακριτικά όμως, την ενόχλησή της. «Δεν αποφασίζω εγώ. Είναι αυτό που λέμε και στα Νομικά, αλυσιτελώς με ρωτάτε» είχε απαντήσει - σε «πηγαδάκι», στο περιθώριο της πρόσφατης δεξίωσης στο Προεδρικό Μέγαρο για τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας- στο εάν «θα είστε εδώ και την επόμενη πενταετία;». Από την πλευρά του ο κ. Μητσοτάκης περιορίζεται έως τώρα να απαντά ότι η κ. Σακελλαροπούλου «επιτελεί εξαιρετικά τα καθήκοντά της», αποφεύγοντας να πει οτιδήποτε άλλο και παραπέμποντας στη συζήτηση που «θα ανοίξει συντεταγμένα τον Φεβρουάριο του 2025», όπως διατείνεται.Το μόνο που κάνει ωστόσο ο κ. Μητσοτάκης, για τους γνωρίζοντες το παρασκήνιο, είναι να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, έχοντας διαπιστώσει ήδη ότι η εσωκομματική αριθμητική στη ΝΔ δεν αφήνει περιθώρια επανεκλογής της σημερινής προέδρου, κάτι που αυτόματα θα οδηγούσε και σε ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις και ανατροπές. Τουλάχιστον 20-30 από τους γαλάζιους βουλευτές έχουν καταγραφεί έως τώρα ως αποφασισμένοι να μην την ψηφίσουν, ορισμένοι το δηλώνουν και δημοσίως…
Όμως και από τη δική της πλευρά της η κ. Σακελλαροπούλου εμφανίζεται κάθε άλλο παρά διατεθειμένη να καταθέσει τα όπλα και να αποδεχτεί παθητικά ότι στα μέσα του ερχόμενου Μαρτίου θα πρέπει να εγκαταλείψει την Ηρώδου Αττικού. Διαβλέποντας ότι παρά την επιδαψίλευση τιμών ο κ. Μητσοτάκης θα την θυσιάσει την τελευταία στιγμή για να επιβιώσει πολιτικά ο ίδιος, ένα ενισχυτικό στοιχείο -όπως φέρεται να λέει- που διαθέτει προς αυτή την κατεύθυνση είναι και το ότι ο πρωθυπουργός στις επανειλημμένες συναντήσεις τους στο προεδρικό μέγαρο έχει αποφύγει συστηματικά να της μιλήσει (και πολύ περισσότερο να δεσμευτεί) για ανανέωση της θητείας της.
Κατά τις πληροφορίες, η κ. Σακελλαροπούλου δεν κρύβει την ενόχλησή της που ορισμένες φορές είναι και ιδιαίτερα έντονη. Μάλιστα το στοιχείο αυτό μεγαλώνει καθώς πληροφορείται παράλληλα και τις βολιδοσκοπήσεις που γίνονται για άλλους υποψηφίους ορισμένοι εκ των οποίων (εάν ο νέος εκλεκτός του κ. Μητσοτάκη δεν είναι τελικά πολιτικό πρόσωπο) προέρχονται όπως η ίδια από το δικαστικό σώμα. Και μολονότι εκ του Συντάγματος οι αρμοδιότητές της είναι περιορισμένες, φαίνεται ότι βρίσκει αρκετές διόδους για να εκδηλώνει τη δική της “λευκή απεργία” ακόμη και σε τομείς πιο ευρείς. Ειδικό ρόλο μάλιστα φέρεται ότι παίζει ο σύντροφός της Παύλος Κοτσώνης με μακρά θητεία και αυτός ως δικαστής στο Συμβούλιο της Επικρατείας και διατηρώντας σημαντικές προσβάσεις στο δικαστικό χώρο γενικότερα.
Αυτή η ιδιόμορφη βεντέτα κορυφής και δη σε πολιτειακό επίπεδο είναι κυριολεκτικά πρωτοφανής. Ουδέποτε έως τώρα στα μεταπολιτευτικά χρονικά είχε διαμορφωθεί - επτά ολόκληρους μήνες πριν από την ολοκλήρωση της θητείας του ανώτατου άρχοντα- κατάσταση “ακήρυκτου πολέμου” ή έστω τέτοιου πολέμου νεύρων ανάμεσα στις δύο κορυφές του πολιτεύματος. Η συνεργασία αυτή ήταν πάντοτε -και ανεξάρτητα από το τι προέκυψε, σε ορισμένες περιπτώσεις, στη συνέχεια- αρμονική και άψογη έως την τελευταία στιγμή και από τις δύο πλευρές χωρίς σκιές, όπως συμβαίνει στην παρούσα φάση.
Στην υπόθεση της προεδρίας της Δημοκρατίας ο κ. Μητσοτάκης είναι εγκλωβισμένος στα μικροκομματικά του αδιέξοδα. Και δεν διστάζει να παίξει -το κρυφτούλι και όχι μόνο- αναφορικά και με τον κορυφαίο θεσμό, έχοντας θέσει ως απόλυτη προτεραιότητά του να παραμείνει γαντζωμένος στην πρωθυπουργική καρέκλα ει δυνατόν έως το τέλος της τετραετίας το 2027.
Μάλιστα αυτό που σχεδιάζει είναι να διαπράξει με το παιχνίδι αυτό και μια πολιτική αλχημεία. Ενώ θα επιδιώξει να εμφανίσει τη νέα επιλογή του ως υπερβατική, στην πραγματικότητα δεν θα είναι παρά μια λύση ανάγκης που θα του διασφαλίζει, όπως θεωρεί, την υπερψήφιση χωρίς διαρροές από το σύνολο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ. Κι αυτό το κομματικό διακύβευμα είναι το μείζον στην παρούσα φάση για τον κ. Μητσοτάκη διότι του επιτρέπει να διατηρήσει πολιτικά τη “δεδηλωμένη” και -ποντάροντας στην ανυπαρξία και την πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης- να κρατηθεί, παρά την φθορά και την παρακμή της κυβέρνησής του – στην εξουσία για άλλα τρία χρόνια. Η διαφορά είναι ότι το κριτήριο για την επιλογή και υπόδειξη του ανώτατου άρχοντα κατά το παρελθόν ήταν κατά κανόνα όχι κομματικό αλλά ευρύτερο, προκειμένου να συμβολίζεται τόσο η εθνική ενότητα όσο και η υπέρβαση, στο πλαίσιο αυτό, των κομματικών τειχών και διαχωριστικών γραμμών.
Η αγωνία του κ. Μητσοτάκη να κρατήσει έστω και τεχνητά ενωμένη τη γαλάζια Κοινοβουλευτική Ομάδα, ώστε να μην υποχρεωθεί να πάει μια ώρα αρχύτερα -υπό το βάρος μιας εσωκομματικής ανταρσίας και αποδοκιμασίας- σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, εξυπηρετείται από την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση. Η σχετική διάταξη που θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά προβλέπει την αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από τη διάλυση της Βουλής και επιτρέπει την ανάδειξη του προέδρου της Δημοκρατίας -ύστερα από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες- ακόμη και με σχετική πλειοψηφία. Έως την τελευταία φορά, ήταν απαραίτητη -προκειμένου να μην διαλυθεί η Βουλή- πλειοψηφία των τριών πέμπτων, δηλαδή 180 βουλευτών.
Υπό τις συνθήκες αυτές ο κ. Μητσοτάκης έχει οδηγηθεί στο σημείο να έχει σήμερα στην κορυφή της λίστας των πιθανών υποψηφίων μια στενά κομματική επιλογή, τον πρόεδρο της Βουλής Κ. Τασούλα, μόνο και μόνο επειδή θεωρεί ότι του εξασφαλίζει τους “158” -και μαζί εξασφαλίζει την παράταση της δικής του παραμονής στο Μέγαρο Μαξίμου.
Στο πλαίσιο αυτού του μικροκομματικού παιγνίου, θα προσπαθήσει να κρατήσει όσο γίνεται το θέμα της προεδρικής εκλογής και εκτός επικαιρότητας, έως την τελευταία στιγμή. Το πόσο θα το καταφέρει ωστόσο είναι αμφίβολο. Εκ των πραγμάτων, είναι άλλωστε κάτι που συνδέεται άμεσα με τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις. Γι αυτό και αναμένεται με ενδιαφέρον η απάντηση την οποία θα δώσει και κατά την παρουσία του στην ΔΕΘ στις αρχές του επόμενου μήνα, χωρίς να αναμένεται πάντως και τότε να ανοίξει τα χαρτιά του. Πάντως ενδιαφέρον έχει ότι κλειστά τα χαρτιά του κρατά για το θέμα αυτό και ο πρόεδρος του (σπαρασσόμενου πλέον ΣΥΡΙΖΑ) Στέφανος Κασσελάκης ο οποίος το έχει χαρακτηρίσει και αυτός ανεπίκαιρο.
Ανδρέας Καψαμπέλης