Υψηλότερες τιμές στο ρεύμα θα δουν οι καταναλωτές και τον Ιούλιο, το ύψος των οποίων θα εξαρτηθεί από το ποσοστό της αύξησης στη χονδρική που τελικά θα απορροφήσουν τόσο η ΔΕΗ όσο και άλλοι μεγάλοι πάροχοι.
Αν επαληθευτούν οι πληροφορίες που θέλουν κάποιοι προμηθευτές να «τρώνε» ακόμη και το μισό από το άλμα της χονδρεμπορικής, τότε μπορεί οι αυξήσεις στη λιανική να διαμορφωθούν σε διψήφια αλλά διαχειρίσιμα επίπεδα. Τον τόνο φυσικά θα δώσει για έναν ακόμη μήνα η ΔΕH, με αύξηση που θα απορροφά μέρος του κόστους, ώστε το πράσινο τιμολόγιο της επιχείρησης (το φθηνότερο τον Ιούνιο με 11,9 σεντς) να παραμείνει ανάμεσα στα χαμηλότερα της αγοράς.
Το νέο άλμα θα έρθει μετά τη νέα αύξηση 22% στη μέση χονδρεμπορική τιμή του Ιουνίου, η οποία έκλεισε στα 98,3 ευρώ/MWh, έναντι 81 ευρώ/ MWh εκείνης του Μαΐου. Είναι ο δεύτερος συνεχόμενος ανοδικός μήνας, τόσο λόγω της σταθεροποίησης του φυσικού αερίου σε επίπεδα άνω των 30 ευρώ/MWh όσο και επειδή οι υψηλές θερμοκρασίες οδηγούν σε ακριβότερες κιλοβατώρες αλλά και σε μεγαλύτερες καταναλώσεις.
Αθροιστικά στο τελευταίο δίμηνο, η χονδρική του ρεύματος έχει διογκωθεί κατά 57% (+35% τον Μάιο, +22% τον Ιούνιο), δείγμα των ανοδικών τάσεων της αγοράς και με τους ειδικούς να θεωρούν ότι το μοτίβο αυτό θα διατηρηθεί τουλάχιστον έως και το φθινόπωρο, κρίνοντας από τα σινιάλα των προθεσμιακών συμβολαίων στο ρεύμα.
Αλλωστε και ο Ιούλιος μπήκε με άγριες διαθέσεις, με τη σημερινή χονδρική τιμή να διαμορφώνεται στα 148 ευρώ/MWh και την Ελλάδα να έχει το τέταρτο πιο ακριβό χρηματιστήριο πανευρωπαϊκά, πίσω από τις Πολωνία (152 ευρώ), Ρουμανία (148,9), Βουλγαρία (148,7).
Οι χρεώσεις Ιουλίου θα ανακοινωθούν αργά σήμερα το βράδυ. Στο καλό σενάριο, δηλαδή για όσους παρόχους συγκρατήσουν τις αυξήσεις των πράσινων τιμολογίων σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, τότε ο μέσος καταναλωτής που «καίει» 300 κιλοβατώρες τον μήνα και θα πληρώσει για τον Ιούνιο 44 ευρώ (π.χ. με χρέωση 13 σεντς/ κιλοβατώρα), θα δει τον λογαριασμό του Ιουλίου να ανεβαίνει στα 50 ευρώ (με χρέωση 14,9 σεντς). Αλλά για ακριβότερα προϊόντα και προμηθευτές με εμπορική πολιτική ενσωμάτωσης μεγαλύτερου μέρους των ανατιμήσεων, μπορεί το ποσό για το ίδιο προφίλ καταναλωτή να ανέβει από τα 58-59 στα 65 ευρώ (με χρέωση ακόμη και 20 σεντς/KWh).
Συνδυάζοντας τα παραπάνω με την απουσία ενδείξεων αποκλιμάκωσης των τιμών, ενισχύεται η εικόνα ότι τα πράσινα τιμολόγια θα συνεχίσουν να είναι ακριβότερα τόσο από τα κίτρινα όσο και από τα σταθερά, τουλάχιστον τα 6μηνης διάρκειας, τα οποία αρχίζουν να προτιμώνται απ’ όλο και περισσότερους καταναλωτές, που θέλουν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο.
Από το μέχρι τώρα crash test, που μένει να επιβεβαιωθεί και όταν ανακοινωθούν αναλυτικά τα προϊόντα για τον Ιούλιο, τα κίτρινα, όπως και τα σταθερά βραχυπρόθεσμης διάρκειας, παραμένουν ελαφρώς φθηνότερα από τα πράσινα κι ας έχουν υψηλότερο πάγιο. Και ακριβώς για να μην ανακοπεί η τάση μετακίνησης μερίδας καταναλωτών προς τις δύο αυτές κατηγορίες τιμολογίων (κίτρινα και μπλε), δεν αποκλείεται οι νέες χρεώσεις των παρόχων να είναι αρκετά συγκρατημένες.
Στο ερώτημα πού οφείλεται η νέα μεγάλη άνοδος (22% κατά μέσον όρο) της χονδρικής τιμής τον Ιούνιο, τρεις είναι οι βασικοί λόγοι: Αυξημένη ζήτηση για ρεύμα, που έχει προκαλέσει η άνοδος του υδραργύρου, πολλές ημέρες άπνοιας, άρα μικρή σχετικά συμμετοχή των αιολικών τα βράδια στο ενεργειακό μείγμα και περιορισμένες εισαγωγές, λόγω του γεγονότος ότι ακριβές ήταν οι χονδρεμπορικές αγορές σε όλη τη γειτονιά μας (π.χ. Βουλγαρία). Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να μπαίνουν στο σύστημα όχι μόνο οι ακριβές μονάδες φυσικού αερίου, αλλά, ειδικά τις ημέρες με καύσωνα, και οι λιγνιτικές μονάδες, οι οποίες επιβαρύνονται με τα «τσουχτερά» δικαιώματα ρύπων, προκειμένου να καλυφθεί η επάρκεια σε ζήτηση.
Αυτή τη στιγμή, τίποτα δεν δείχνει ότι το ανατιμητικό κλίμα, που ξεκίνησε δυναμικά από τον Μάιο, πρόκειται σύντομα να αναστραφεί. Σήμερα για παράδειγμα, ο Ιούλιος κάνει πρεμιέρα με μέση χονδρική τιμή στα 148 ευρώ/ MWh, αλλά με μέγιστη, γύρω στις 9 το βράδυ, στα 364,74 ευρώ / MWh, ίσως λόγω πτώσης της αιολικής παραγωγής και λειτουργίας για περισσότερες ώρες των μονάδων φυσικού αερίου. Το τελευταίο πρωταγωνιστεί στο σημερινό ενεργειακό μείγμα με ποσοστό 41,59%, ενώ οι ΑΠΕ περιορίζονται στο 34,25%, παρά την πολύ μεγάλη ηλιοφάνεια.
 
Top