Με τους χειρισμούς της κυβέρνησης για τη διαλεύκανση του εγκλήματος στα Τέμπη να έχουν προκαλέσει τη λαϊκή οργή, καθώς και δριμεία κριτική από ειδικούς επιστήμονες, η ευαισθησία σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι σαφώς αυξημένη.

Ο προβληματισμός -αν μη τι άλλο- όμως, που γεννά η διάταξη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας, βάσει της οποίας απορρίπτεται μήνυση συγγενών θυμάτων, που αφορά τις αμφιλεγόμενες παρεμβάσεις στον χώρο του δυστυχήματος, το λεγόμενο «μπάζωμα», δεν προκύπτει από τη συναισθηματική φόρτιση, αλλά από το γεγονός ότι ενώ στους εγκαλούμενους περιλαμβάνονταν υφυπουργοί, και συγκεκριμένα ο Χρήστος Τριαντόπουλος και η Ζωή Ράπτη, η μήνυση σε ότι τους αφορά δεν παραπέμφηκε αμελλητί στη Βουλή, όπως ορίζει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών.

Αντίθετα στην εισαγγελική διάταξη προτείνεται η απόρριψη της μήνυσης. Όπως συγκεκριμένα αναγράφεται: «επειδή, δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση των ανωτέρων αδικημάτων σε βάρος των υφυπουργών Χρήστου Τριαντόπουλου και Ζωής Ράπτη μόνο από την παρουσία τους στο χώρο χωρίς να προκύπτει η καθ’ οποιανδήποτε τρόπο συμμετοχή τους στη λήψη ή υλοποίηση απόφασης επέμβασης στον τόπο του ατυχήματος πρέπει η υπό κρίση έγκληση να απορριφθεί ως προς αυτούς ως προφανώς ουσία αβάσιμη».

Νομικοί κύκλοι, αλλά και η πλευρά του Παύλου Ασλανίδη, πατέρας θύματος των Τεμπών και εις εκ των εγκαλούντων, εστιάζουν ακριβώς στο γεγονός ότι βάσει του νόμου περί ευθύνης υπουργών η έγκληση σε ό,τι αφορά τους υφυπουργούς έπρεπε να παραπεμφθεί στη Βουλή.

Η κοινή λογική δε, την οποία ο Νόμος δεν περιφρονεί, δύσκολα αντιλαμβάνεται πώς μπορεί να απορριφθεί η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή υφυπουργών, πόσο μάλλον όταν ο Χρήστος Τριαντόπουλος θεωρείτο «δεξί χέρι» του πρωθυπουργού, στη λήψη απόφασης επέμβασης στον τόπο του ατυχήματος. Αντίθετα εύκολα γίνεται αντιληπτό πώς μπορεί να μην προκύπτει η καθ’ οποιανδήποτε τρόπο συμμετοχή τους στην υλοποίηση.

Σε κάθε περίπτωση η επισήμανση νομικού που έχει ξεχωριστή σημασία είναι ότι η διάταξη αυτή δρομολογεί την αρχειοθέτηση της μήνυσης και διάταξη της αρχειοθέτησης της υπόθεσης από τον Εισαγγελέα, παράγει οιονεί δεδικασμένο και υπάρχει η δυνατότητα ανάσυρσής της όταν προκύπτει η ανάγκη διερεύνησης νέων στοιχείων, τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της.

Η διάταξη δεν καλύπτεται ωστόσο από την αρχή ne bis in idem [ετοιμολογικά σημαίνει «ου δις επ’ αυτώ» και σύμφωνα με αυτή κανείς δεν πρέπει να διώκεται ή να δικάζεται ξανά για μια παράβαση για την οποία έχει ήδη διωχθεί, ακόμη κι αν η δίωξη αυτή δεν οδήγησε σε καταδίκη].

Σε κάθε περίπτωση, η εισαγγελική διάταξη πετάει το μπαλάκι στους μηνυτές, εξηγεί νομικός, που μπορούν να κάνουν έφεση. Αυτό ακριβώς θα πράξει ο Παύλος Ασλανίδης, όπως είπε στο in. Θα προχωρήσει σε έφεση, διευρύνοντας τη λίστα των εγκαλούμενων με νέα ονόματα, αλλά και νέα στοιχεία που έχουν προκύψει και όπως μας πληφορορούν και οι πραγματογνώμωνες, τεχνικοί σύμβουλοι της πλευράς των συγγενών, είναι αδιάσειστα και αποδεικνύουν τραγικά λάθη που έγιναν στον χώρο του δυστυχήματος.

Όπως χαρακτηριστικά ανεφέρει ο κ. Κώστας Λακαφώσης, πραγματογνώμωνας που όρισαν οι συγγενείς, σε κάνενα δικαστήριο δεν θα σταθεί η επιχειρηματολογία που προβάλουν για το λεγόμενο μπάζωμα του χώρου του δυστυχήματος. Κάποιος θα καταδικαστεί, αν κάποιος το πάρει όλο επάνω του, πχ ο Κώστας Αγοραστός και «θυσιαστεί» αυτό θα φανεί.

Σαφής ο νόμος περί ευθύνης υπουργών

Το ερώτημα πάντως γιατί δεν παραπέμφθηκε στη Βουλή ενώ αφορά και υφυπουργούς παραμένει καθώς ο νόμος περί ευθύνης υπουργός είναι ξεκάθαρος.

Συγκεκριμένα ο νόμος περί ευθύνης υπουργών ορίζει ότι πλημμελήματα ή κακουργήματα, που τελούνται από υπουργό κατά την άσκηση καθηκόντων του, εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού από το κατ’ άρθρο 86 του Συντάγματος Ειδικό Δικαστήριο, ακόμη και αν ο υπουργός έχει παύσει να έχει την ιδιότητα αυτή.
Ορίζεται επίσης σαφώς ότι «στο παρόντα νόμο όπου χρησιμοποιείται ο όρος υπουργός νοείται μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός.»
Ακόμη αναφέρεται ότι «δεν επιτρέπεται προκαταρκτική εξέταση, ποινική δίωξη, προανάκριση ή Ανάκριση κατά Υπουργού, για τις αξιόποινες πράξεις, χωρίς προηγούμενη Απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής κατά τα άρθρα 5 και 6 του παρόντος».
Δ) Αν κατά τη διεξαγωγή άλλης διοικητικής εξέτασης, προκαταρκτικής εξέτασης, προΑνάκρισης ή Ανάκρισης προκύψουν στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την εξέταση, προανάκριση ή Ανάκριση.

…και το άρθρο 62 του Συντάγματος

Σημειώνεται ότι στην εισαγγελική διάταξη γίνεται επίκληση του άρθρου 62 (το ακαταδίωκτο των βουλευτών) του Συντάγματος, στο οποίο επίσης αναφέρεται ρητά τι απαγορεύεται σε σχέση με τους βουλευτές.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην εισαγγελική διάταξη: «Κατά τις διατάξεις του άρθρου 62 του ισχύοντος Συντάγματος όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη, εκτός των αυτόφωρων κακουργημάτων. Η σχετική άδεια δίδεται από τη Βουλή υποχρεωτικά εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής αφορά αδίκημα το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή.
Εξάλλου […] ακόμη και στις περιπτώσεις που χρειάζεται άδεια για δίωξη μπορεί να ενεργηθεί ανάκριση για τη βεβαίωση του εγκλήματος και πριν χορηγηθεί η άδεια.

Δεν επιτρέπεται μόνο να ενεργηθούν ανακριτικές πράξεις που θίγουν το πρόσωπο για τη δίωξη του οποίου χρειάζεται άδεια, όπως η άσκηση in personam ποινικής δίωξης, (ενώ δεν περιορίζεται η in rem άσκηση της ποινικής δίωξης εφόσον η έλλειψη της άδειας εμποδίζει τη δίωξη μόνο του πράξαντος βουλευτή και όχι τη δίωξη της πράξης) η κλήση του προς απολογία ως κατηγορουμένου ή η παροχή εγγράφων εξηγήσεων ως υπόπτου στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης, ενώ δεν θίγουν το πρόσωπο του βουλευτή και για αυτό επιτρέπονται η πραγμάτωση κάθε ανακριτικής πράξης που είναι επιτακτικά αναγκαία για τη διακρίβωση του εγκλήματος και την εξασφάλιση των σχετικών αποδείξεων, η απόρριψη της έγκλησης ή η αρχειοθέτηση της μήνυσης».

Απόρριψη της έγκλησης
Στην προκειμένη περίπτωση η έγκληση απορρίφθηκε.
Οι εγκαλούντες υποβάλλοντας ονομαστική μήνυση κατά του υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας, Χρήστου Τριαντόπουλου, και της υφυπουργού Ζωής Ράπτη, [καθώς και εναντίον του συνόλου των μελών του Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας, που συγκροτήθηκε στις 1.3.2023] ζητούσαν την ποινική δίωξή τους για τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της υπόθαλψης.

Η εισαγγελική διάταξη κάνει λόγο για προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε -και στην οποία έχει αποσαφηνιστεί βάσει του άρθρου 62 ότι δεν μπορεί να κληθεί ή να καταθέσει έγγραφα βουλευτής- για να καταλήξει στην απόρριψη της έγκλησης των συγγενών των θυμάτων.

Τι υποστήριξαν οι συγγενείς των θυμάτων
Πριν την παράθεση των όσων αναφέρονται στην εισαγγελική διάταξη για τους ισχυρισμούς των συγγενών των θυμάτων κρίνεται αναγκαίο να σημειωθεί ότι η εν λόγω μήνυση κατατέθηκε στις 8/12/2023, με τα στοιχεία, που έχουν προκύψει από την έρευνα των πραγματογνωμώνων που όρισαν οι συγγενείς και το οπτικοακουστικό υλικό που βγαίνει στο φως, να έχουν αναβαθμιστεί σημαντικά σε αριθμό, ποιότητα και εγκυρότητα.
Η εισαγγελική διάταξη αναφέρει ότι πρόκειται για συμπληρωματική έγκληση, μετά από αυτή που κατατέθηκε εναντίον του πρώην Περιφερειάρχη Θεσσαλίας Κώστα Αγοραστού, ο οποίος φέρεται να είπε ότι την εντολή για το μπάζωμα στα Τέμπη πήρε από τον Χρήστο Τριαντόπουλο, δήλωση που μετά ανακάλεσε μιλώντας για εντολή από το Συντονιστικό Όργανο Πολιτικής Προστασίας, ενώ ο ίδιος ο κ. Τριαντόπουλος μιλώντας στη Βουλή έριξε τις ευθύνες στην Πυροσβεστική.

Στην εν λόγω εισαγγελική διάταξη αναφέρεται πάντως ότι «οι εγκαλούντες ισχυρίζονται με την υπό κρίση έγκληση τους ότι υπέβαλαν την από 10/8/2023 έγκληση εις βάρος του πρώην Περιφερειάρχη Θεσσαλίας Κώστα Αγοραστού για τα διερευνώμενα αδικήματα συνιστάμενα στην από πρόθεση αλλοίωση του χώρου που συνέβη το δυστύχημα […] με σκοπό να συγκαλύψει τους δράστες, ότι ο πρώην περιφερειάρχης απαντώντας στο από 1.8.2023 εξώδικο του Συλλόγου Ατόμων Πληγέντων Δυστυχήματος Τεμπών απάντησε με την από 18.8.2023 εξώδική απάντηση αποκαλύπτοντας ότι την αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων και ιχνών του εγκλήματος στο χώρο της πολύνεκρης τραγωδίας μεθόδευσε πολυμελές κυβερνητικό κλιμάκιο και υλοποίησε ο ίδιος, καθόσον κατά την συνεδρίαση κατά την οποίαν λήφθηκε η απόφαση αλλοίωσης του τόπου του ατυχήματος παρίσταντο όλοι οι συναρμόδιοι φορείς […] και ζητά την ποινική δίωξή τους και την ποινική δίωξη του Χρήστου Τριαντόπουλου, ο οποίος σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ήταν παρών και συντόνιζε το σύνολο των δράσεων που έλαβαν χώρα στην περιοχή κατά την πρώτη εβδομάδα μετά το συμβάν και της υφυπουργού Ζωής Ράπτη η οποία βρισκόταν σύμφωνα με δημοσιεύματα στην περιοχή του συμβάντος από την επόμενη μέρα».
 
Top