Από το παράθυρο του γραφείου της στον 6ο όροφο δίπλα στη Μπούντεσταγκ η Αλίς Βάιντελ βλέπει το Τιργκάρτεν, το πιο διάσημο πάρκο της γερμανικής πρωτεύουσας στο μέσο του οποίου δεσπόζει αστραφτερή από το 1873 μέχρι σήμερα η Βικτώρια, η χρυσή θεά της νίκης, ενθρονισμένη στη Στήλη της Νίκης του Βερολίνου.
Με τα σφιχτά πιασμένα ξανθά μαλλιά της, την ίσια μύτη της και την ευθυτενή στάση της η συνεπικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) θυμίζει, σύμφωνα με τον Economist, την προαναφερόμενη θεά με το δάφνινο στεφάνι και τον πρωσικό αετό στην περικεφαλαία της, κουβαλώντας επίσης τον αέρα μιας βασίλισσας… σε αναμονή. Αυτό οφείλεται στην αργή αλλά σταθερή αύξηση της δημοτικότητας τόσο της ίδιας όσο και της εθνικιστικής παράταξης της, που δεν μπορεί να υποτιμήσει το γεγονός ότι δεν ελέγχει κανένα από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας και έχει καταγάγει τρεις μόνο δημαρχιακές νίκες, ενώ κανένα από τα υπόλοιπα κυρίαρχα κόμματα δεν σκοπεύει να συνεργαστεί μαζί του, την ώρα που πολλά τοπικά παραρτήματα του ελέγχονται ως «ύποπτα ακροδεξιού εξτρεμισμού».
Ωστόσο, μέσα στους 19 μήνες που μεσολάβησαν από τότε που η Βάιντελ αναρριχήθηκε στην κορυφή του, το AfD υπερδιπλασίασε το μερίδιό του στην εθνική πρόθεση ψήφου, από 10% σε πολύ πάνω από 20%. Αυτό σημαίνει ότι είναι σήμερα το δεύτερο πιο δημοφιλές κόμμα της Γερμανίας, μετά τους αντιπολιτευόμενους κεντροδεξιούς Χριστιανοδημοκράτες (CDU), αλλά μπροστά και από τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Μάλιστα, πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι η Βάιντελ ξεπερνά σε δημοφιλία και τον Όλαφ Σολτς, τον καγκελάριο των Σοσιαλδημοκρατών.
Οι εκλογές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο το AfD αναμένεται να κερδίσει πολλές περισσότερες από τις εννέα έδρες που έχει σήμερα, αντανακλώντας την τάση ενίσχυσης των ακροδεξιών λαϊκιστών από τη Σουηδία έως την Ολλανδία και την Ιταλία. Τον Σεπτέμβριο θα πάνε στις κάλπες οι ψηφοφόροι στα ανατολικά γερμανικά κρατίδια του Βρανδεμβούργου, της Σαξονίας και της Θουριγγίας, όπου το AfD είναι ήδη το πρώτο κόμμα στις προτιμήσεις τους. Μέχρι τις επόμενες εκλογές της Μπούντεσταγκ, που θα διεξαχθούν το 2025, η Βάιντελ και ο άλλος συνεπικεφαλής του κόμματος, Τίνο Κρουπάλα, θα μπορούσαν ίσως να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα και να έχουν λόγο στην επόμενη μέρα της Γερμανίας.
Παρόλα αυτά η γεννημένη στις 6 Φεβρουαρίου του 1979 Βάιντελ μοιάζει σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα του AfD. Το ακροδεξιό αυτό κόμμα είναι σαφώς ανδροκρατούμενο, αφού οι γυναίκες στις τάξεις του αποτελούν μόλις έναν στους εννιά βουλευτές του σε σύγκριση με το 35% που κατέχουν περίπου σε όλα τα κόμματα. Ο Κρουπάλα, εξάλλου, είναι μια περισσότερο αντιπροσωπευτική φιγούρα των ψηφοφόρων του AfD, είναι ανατολικογερμανός και περήφανος για την εργατική τάξη. Προσωποποιεί τη δυσαρέσκεια των Γερμανών κατά των ελίτ που ενδυνάμωσαν το κόμμα εξαιτίας της αρχικής αναιμικής και καταστροφικής αντιμετώπισης της Covid 19 και τον θυμό τους για τον υψηλό πληθωρισμό και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Αντίθετα η Βάιντελ προέρχεται από μια εύπορη οικογένεια μιας μικρής πόλης της Δυτικής Γερμανίας. Διαθέτει διδακτορικό στα οικονομικά και ολοφάνερα προτιμά την ελεγχόμενη αρένα μιας αίθουσας συνεδριάσεων, παρά την ισορροπία απέναντι σε ένα θερμό άρα και απρόβλεπτο πλήθος. Πριν ασχοληθεί με την πολιτική εργάστηκε για την επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs και τον ασφαλιστικό κολοσσό Allianz πριν ιδρύσει μια ιδιωτική συμβουλευτική εταιρεία και περάσει αρκετά χρόνια στην Κίνα, κρατώντας κατά νου τη συμβουλή που της έδωσαν πολλοί ότι θα ήταν αυτοκτονία για την καριέρα της να της αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «χέρι της Κίνας».
Το «βασικό αμάρτημα»
Ανοιχτά ομοφυλόφιλη, η Βάιντελ ζει στην Ελβετία μαζί με την σύντροφό της, σκηνοθέτη στο επάγγελμα με καταγωγή από τη Σρι Λάνκα, με την οποία μεγαλώνουν δύο γιους, ηλικίας επτά και δέκα ετών. Η Βάιντελ έχει δηλώσει σχετικά ότι παρότι η σύντροφός της έχει «πολύ, πολύ προοδευτικές» απόψεις υποστηρίζει σθεναρά την πολιτική της καριέρα. Πίνοντας πράσινο τσάι μέσα στο γραφείο της, η συνεπικεφαλής του AfD παραδέχεται ότι η απόφασή της να μεταφέρει τις πολιτικές της πεποιθήσεις στη δημόσια ζωή ήταν μια μεγάλη πρόκληση, γράφει το βρετανικό περιοδικό.
Έχοντας εντυπωσιαστεί από την αντιευρωπαϊκή της στάση, τα υπόλοιπα στελέχη του κόμματος της έδωσαν την ευκαιρία να εργαστεί με μερική απασχόληση για το κόμμα για τέσσερα χρόνια, προτού πάρει μέρος στις εθνικές εκλογές, βγει μπροστά το 2017 και κερδίσει μαζί με τον Κρουπάλα τη αρχηγία του κόμματος το 2022.
Εκτός από τον στενό έλεγχο του Τύπου, η ίδια και το κόμμα της παρακολουθούνται επίσημα σε τρία γερμανικά κρατίδια, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. «Θεωρώ πραγματικά παράλογο το γεγονός ότι οι κατάσκοποι της Στάζι διαβάζουν την ιδιωτική μου αλληλογραφία και μπορούν να ακούν τις τηλεφωνικές μου συνομιλίες, παρόλο που είμαι εκλεγμένη ηγέτιδα της αντιπολίτευσης», λέει η ίδια. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αφού το «βασικό της αμάρτημα», όπως υπογραμμίζει, είναι απλά να ζητά να έχει η Γερμανία ασφαλή σύνορα. «Προφανώς αν δεν λες ανοιχτά σύνορα για όλους, τότε βρίσκεσαι σε αυτή την ακροδεξιά γωνία», σχολιάζει με καυστική διάθεση.
Η απώλεια της ηγετικής κουλτούρας
Κατά την άποψη της Βάιντελ, τα περισσότερα προβλήματα της Γερμανίας μπορούν να αποδοθούν σε αυτό που περιγράφει ως μια βαθιά ανεύθυνη μεταναστευτική πολιτική, κυρίως στην θερμή υποδοχή που επεφύλαξε η Άνγκελα Μέρκελ, καγκελάριος της Γερμανίας από το 2005-21, στους πρόσφυγες από τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας και αλλού. «Πιστεύω ότι οι πολιτικοί πρέπει να επισημαίνουν τις αρνητικές πλευρές ορισμένων πληθυσμιακών ομάδων μουσουλμάνων», λέει η ίδια. «Τα ποσοστά εγκληματικότητας έχουν ανέβει στα ύψη και οι άνθρωποι αυτοί, κυρίως οι Αφγανοί, ακολουθούμενοι από τους Ιρακινούς και τους Σύριους, έχουν μακράν το υψηλότερο φορτίο εγκληματικότητας», προσθέτει. Η Βάιντελ κατηγορεί επίσης τους μετανάστες για την κακή επίδοση της Γερμανίας σε πρόσφατη μελέτη της Pisa που συγκρίνει την εκπαίδευση σε διάφορες χώρες. «Το επίπεδο μειώνεται αυτόματα αν προέρχονται από ένα μη (γερμανικό) γλωσσικό, μη (γερμανικό) πολιτισμικό και εκπαιδευτικά αμόρφωτο πλαίσιο», εξηγεί, αναφέροντας ως παράδειγμα έναν πρόσφατο μεγάλο καβγά σε σχολείο του Βερολίνου, στον οποίο συμμετείχαν αγόρια από τη Μέση Ανατολή.
Σε όλα αυτά το αξιοσημείωτο είναι ότι σήμερα πάνω από το ένα τέταρτο των 85 εκατομμυρίων κατοίκων της Γερμανίας έχουν πια κάποιας μορφής μεταναστευτικό υπόβαθρο. Ωστόσο, τα αρχεία της αστυνομίας δείχνουν ότι το συνολικό ποσοστό εγκληματικότητας στη χώρα, αντί να αυξηθεί μετά το μεταναστευτικό κύμα, στην πραγματικότητα μειώθηκε απότομα από το 2016 έως το 2021, πριν αυξηθεί ελαφρώς πέρυσι.
Παρόλα αυτά όμως οι ισχυρισμοί της Βάιντελ περί διώξεων, κινδυνολογίας, και υπαινιγμών κατά της μετανάστευσης έχουν απήχηση όχι μόνο στη βάση του AfD, αλλά και σε έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό Γερμανών, όπως απέδειξε και η πρόσφατη στροφή του CDU που στο νέο μανιφέστο του με ημερομηνία την 10η Δεκεμβρίου αντικατέστησε τη φράση «το Ισλάμ ανήκει στη Γερμανία» με μια φράση που καλωσορίζει τους μουσουλμάνους «που μοιράζονται τις γερμανικές αξίες». Το δίχως άλλο, το παραπάνω, χαροποίησε την Βάιντελ, η οποία ωστόσο δηλώνει απαρηγόρητη που η Γερμανία έχει ήδη χάσει την Leitkultur, ή αλλιώς την «ηγετική της κουλτούρα».