Καθώς η Γάζα ισοπεδώνεται συστηματικά από τον ισραηλινό στρατό μέσα σε ένα λουτρό άμαχου αίματος και οι ισραηλινοί οικισμοί θρηνούν νεκρούς σε μαζική κλίμακα μετά από πολλές δεκαετίες, ενώ περιμένουν με φόβο τα νέα για όσους αγνοούνται, η δημόσια διαφωνία για το «ποιος φταίει» οριοθετείται με «οπαδικούς» όρους.

Οι Ισραηλινοί και οι υποστηρικτές τους θέλουν να ρίξουν όλη την ευθύνη στη Χαμάς, της οποίας η άμεση ευθύνη για επίθεση σε Ισραηλινούς αμάχους δεν αμφισβητείται, ωστόσο, ο αντίλογος είναι ότι πρόκειται για αναπόφευκτο αποτέλεσμα δεκαετιών κατοχής και σκληρής μεταχείρισης του Ισραήλ προς τους Παλαιστίνιους.

Το πρόβλημα με την παραπάνω προσέγγιση, εκτιμά ο Stephen M. Walt, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, των ΗΠΑ, σε ανάλυσή του στο Foreign Policy, είναι ότι, αναπόφευκτα, η διαμάχη για το ποιος από τους άμεσους πρωταγωνιστές της αναζωπύρωσης της σύγκρουσης φταίει περισσότερο, συσκοτίζει άλλες σημαντικές αιτίες που σχετίζονται μόνο χαλαρά με τη μακρά σύγκρουση μεταξύ Σιωνιστών Ισραηλινών και Παλαιστινίων Αράβων.

Ωστόσο, λέει ο Walt, δεν πρέπει να παραβλέπουμε αυτούς τους άλλους παράγοντες ακόμη και κατά τη διάρκεια της παρούσας κρίσης, επειδή οι επιπτώσεις τους μπορεί να συνεχίσουν να επηρεάζουν τις εξελίξεις πολύ μετά τη λήξη της σημερινής κρίσης.

Ο αναλυτής εκτιμά, ότι αυτό που βλέπουμε μπροστά μας εδώ και δύο εβδομάδες στην Μέση Ανατολή, μπορεί να έχει αντικειμενικές πηγές αιτιών το βιβλίο του Theodor Herzl του 1896, «The Jewish State», τη Διακήρυξη του Μπάλφουρ του 1917, την αραβική εξέγερση του 1936, το σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ το 1947, τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948 ή τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, αλλά η πιο άμεση και σημαντικότερη αιτία πρέπει να αναζητηθεί σχετικά πιο πρόσφατα το 1991, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδείχθηκαν ως η αδιαμφισβήτητη δύναμη στις υποθέσεις της Μέσης Ανατολής και άρχισαν τις προσπάθειες να οικοδομήσουν μια περιφερειακή τάξη που να εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους.

Μέσα στο παραπάνω ευρύτερο πλαίσιο, υπάρχουν τουλάχιστον πέντε βασικά επεισόδια ή στοιχεία που βοήθησαν να φτάσουμε στα σημαρινά τραγικά γεγονότα.
1. Ο Πόλεμος του Κόλπου, η Διάσκεψη της Μαδρίτης και το μοιραίο λάθος με το Ιράν
Η πρώτη στιγμή ήταν ο πόλεμος του 1991 στον Κόλπο και τα επακόλουθά του: η ειρηνευτική διάσκεψη της Μαδρίτης.
Με τη Σοβιετική Ένωση να πλησιάζει στην διάλυση, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπούς πατήρ, ο υπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Μπέικερ και μια έμπειρη ομάδα για την Μέση Ανατολή άδραξαν αυτήν την ευκαιρία για να συγκαλέσουν μια ειρηνευτική διάσκεψη τον Οκτώβριο του 1991, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από το Ισραήλ, τη Συρία, τον Λίβανο, την Αίγυπτο, την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και κοινή ιορδανική/παλαιστινιακή αντιπροσωπεία.
Αν και η διάσκεψη δεν απέφερε απτά αποτελέσματα – πόσο μάλλον μια τελική ειρηνευτική συμφωνία – έθεσε τις βάσεις για την οικοδόμηση μιας ειρηνικής περιφερειακής τάξης.

Ωστόσο, η Μαδρίτη περιείχε επίσης ένα μοιραίο ελάττωμα, που έσπειρε τους σπόρους πολλών μελλοντικών προβλημάτων: Το Ιράν δεν προσκλήθηκε να συμμετάσχει στη διάσκεψη και απάντησε στον αποκλεισμό οργανώνοντας μια συνάντηση «απορριφθέντων» δυνάμεων, προσεγγίζοντας παλαιστινιακές ομάδες -συμπεριλαμβανομένης της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ– που προηγουμένως αγνοούσε.

Όπως παρατηρεί ο Trita Parsi στο βιβλίο του Traacherous Alliance, «το Ιράν θεωρούσε τον εαυτό του ως μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη και περίμενε μια θέση στο τραπέζι», επειδή η Μαδρίτη «δεν θεωρήθηκε απλώς μια διάσκεψη για την Ισραηλινο-Παλαιστινιακή σύγκρουση, αλλά ως η καθοριστική στιγμή στη διαμόρφωση της νέας τάξης στη Μέση Ανατολή».

Η απάντηση της Τεχεράνης στη Μαδρίτη ήταν πρωτίστως στρατηγική παρά ιδεολογική: Προσπάθησε να αποδείξει στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλους ότι θα μπορούσε να εκτροχιάσει τις προσπάθειές τους να δημιουργήσουν μια νέα περιφερειακή τάξη εάν δεν ληφθούν υπόψη τα συμφέροντά της.

Και αυτό ακριβώς συνέβη, καθώς οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και άλλες πράξεις εξτρεμιστικής βίας διέκοψαν τη διαδικασία διαπραγμάτευσης των Συμφωνιών του Όσλο και υπονόμευσαν την υποστήριξη του Ισραήλ για μια διευθέτηση κατόπιν διαπραγματεύσεων.

Με τον καιρό, καθώς η ειρήνη παρέμενε άπιαστη και οι σχέσεις μεταξύ του Ιράν και της Δύσης επιδεινώθηκαν περαιτέρω, οι δεσμοί μεταξύ της Χαμάς και του Ιράν έγιναν ισχυρότεροι.
2. Η 11η Σεπτεμβρίου και η εισβολή στο Ιράκ
Το δεύτερο κρίσιμο γεγονός ήταν ο μοιραίος συνδυασμός των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και της επακόλουθης εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003.

Η απόφαση για εισβολή στο Ιράκ σχετιζόταν μόνο σε ένα επίπεδο με την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, παρόλο που το Μπααθικό Ιράκ είχε υποστηρίξει την παλαιστινιακή υπόθεση με διάφορους τρόπους.

Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους πίστευε ότι η ανατροπή του Σαντάμ θα εξαφάνιζε την υποτιθέμενη απειλή των ιρακινών «όπλων μαζικής καταστροφής», θα υπενθύμιζε στους αντιπάλους την ισχύ των ΗΠΑ, θα έφερνε ένα πλήγμα κατά της τρομοκρατίας ευρύτερα και θα άνοιγε τον δρόμο για έναν ριζικό μετασχηματισμό ολόκληρης της Μέσης Ανατολής, σε αυτό που οι ΗΠΑ εκλαμβάνουν ως «δημοκρατική γραμμή».
Αυτό που πήραν, δυστυχώς, ήταν ένα δαπανηρό τέλμα στο Ιράκ και μια δραματική βελτίωση στη στρατηγική θέση του Ιράν.

Αυτή η αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων στον Κόλπο ανησύχησε τη Σαουδική Αραβία και άλλα κράτη του Κόλπου και οι αντιλήψεις για μια κοινή απειλή από το Ιράν άρχισαν να αναδιαμορφώνουν τις περιφερειακές σχέσεις με σημαντικούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής των σχέσεων ορισμένων αραβικών κρατών με το Ισραήλ.

Οι φόβοι για «αλλαγή καθεστώτος» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ενθάρρυναν επίσης το Ιράν να επιδιώξει πυρηνική στρατιωτική ικανότητα, οδηγώντας σε ολοένα αυστηρότερες κυρώσεις των ΗΠΑ και του ΟΗΕ.

3. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από την συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν
Ένα τρίτο σημαντικό γεγονός ήταν η εγκατάλειψη, από την προεδρία Τραμπ, του Κοινού Συνολικού Σχεδίου Δράσης (JCPOA) του 2015 με το Ιράν και η υιοθέτηση μιας πολιτικής «μέγιστης πίεσης».
Αυτή η ανόητη (sic) απόφαση είχε πολλά ατυχή αποτελέσματα:

Η αποχώρηση από το JCPOA επέτρεψε στο Ιράν να επανεκκινήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα και να πλησιάσει πολύ πιο κοντά στην πραγματική οπλική ικανότητα, ενώ, η εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» οδήγησε το Ιράν να επιτεθεί σε αποστολές πετρελαίου και εγκαταστάσεις στον Περσικό Κόλπο και τη Σαουδική Αραβία.

Όπως θα περίμενε κανείς, αυτές οι εξελίξεις αύξησαν τις ανησυχίες των Σαουδάραβων, αλλά και το ενδιαφέρον τους για την απόκτηση δικής τους πυρηνικής υποδομής.

Και όπως προβλέπει η ρεαλιστική θεωρία, οι αντιλήψεις για μια αυξανόμενη απειλή από το Ιράν ενθάρρυναν αθόρυβες αλλά σημαντικές μορφές συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας μεταξύ του Ισραήλ και πολλών κρατών του Κόλπου.

4. Οι Συμφωνίες του Αβραάμ
Η τέταρτη εξέλιξη ήταν οι λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ, κατά κάποιο τρόπο μια λογική επέκταση της απόφασης του Τραμπ να αποχωρήσει από το JCPOA.

Οι συμφωνίες – πνευματικό τέκνο του ερασιτέχνη στρατηγού (και γαμπρού του Τραμπ) Τζάρεντ Κούσνερ – ήταν μια σειρά διμερών συμφωνιών μεταξύ του Ισραήλ με Μαρόκο, Μπαχρέιν, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και Σουδάν.

Οι επικριτές σημείωσαν ότι οι συμφωνίες έκαναν σχετικά λίγα για να προωθήσουν την υπόθεση της ειρήνης, επειδή καμία από τις συμμετέχουσες αραβικές κυβερνήσεις δεν ήταν ενεργά εχθρική προς το Ισραήλ ή ικανή να το βλάψει.

Άλλοι προειδοποίησαν ότι η περιφερειακή ειρήνη θα παραμείνει άπιαστος στόχος, όσο η μοίρα των 7 εκατομμυρίων Παλαιστινίων που ζουν υπό την κατοχή του Ισραήλ δεν αλλάζει προς το καλύτερο.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν συνέχισε σχεδόν στον ίδιο δρόμο. Δεν έλαβε κανένα ουσιαστικό μέτρο για να σταματήσει την ολοένα και πιο ακροδεξιά κυβέρνηση του Ισραήλ να υποστηρίζει βίαιες ενέργειες εξτρεμιστών εποίκων, που οδήγησαν σε αύξηση των θανάτων και των εκτοπισμών Παλαιστινίων τα τελευταία δύο χρόνια.

Αφού δεν εκπλήρωσε την προεκλογική υπόσχεση για άμεση επανένταξη στο JCPOA, ο Μπάιντεν εστίασε στο να πείσει τη Σαουδική Αραβία να εξομαλύνει τις σχέσεις με το Ισραήλ με αντάλλαγμα κάποιου είδους εγγύηση ασφαλείας των ΗΠΑ και ίσως πρόσβαση σε προηγμένη πυρηνική τεχνολογία.
Ωστόσο, το κίνητρο αυτής της προσπάθειας δεν είχε να κάνει με το ζήτημα του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, αλλά είχε ως επί το πλείστον σκοπό να εμποδίσει τη Σαουδική Αραβία να πλησιάσει την Κίνα.
Η σύνδεση μιας δέσμευσης για την ασφάλεια στη Σαουδική Αραβία με την ομαλοποίηση των σχέσεων με το Ισραήλ, ήταν πρωτίστως ένας τρόπος για να ξεπεραστεί η απροθυμία του Κογκρέσου των ΗΠΑ για μια «γλυκιά» συμφωνία με το Ριάντ

Όπως ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου και το υπουργικό του συμβούλιο, έτσι κορυφαίοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ φαίνεται να υπέθεσαν ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα οποιαδήποτε παλαιστινιακή ομάδα για να εκτροχιάσει ή να επιβραδύνει αυτή τη διαδικασία.

Δυστυχώς, η φημολογούμενη συμφωνία έδωσε στη Χαμάς ένα ισχυρό κίνητρο για να δείξει πόσο λάθος ήταν αυτή η υπόθεση.
5. Η αποτυχία της «ειρηνευτικής διαδικασίας» των ΗΠΑ

Ο πέμπτος παράγοντας δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά μάλλον η διαρκής αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών να ολοκληρώσουν με επιτυχία τη λεγόμενη «ειρηνευτική διαδικασία».

Η Ουάσιγκτον είχε μονοπωλήσει τη διαχείριση της ειρηνευτικής διαδικασίας από τότε που οι Συμφωνίες του Όσλο και οι διάφορες προσπάθειές της όλα αυτά τα χρόνια δεν οδήγησαν τελικά πουθενά.

Οι πρώην Πρόεδροι των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, Τζορτζ Μπους και Μπαράκ Ομπάμα δήλωσαν επανειλημμένα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δεσμευτεί να επιτύχουν μια λύση δύο κρατών, αλλά το αποτέλεσμα είναι πως τώρα αυτή η λύση είναι πιο μακριά από ποτέ και μάλλον αδύνατη.

Πλέον, η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία, η Νότια Αφρική, η Βραζιλία, το Ιράν και άλλοι ζητούν ανοιχτά μια πιο πολυπολική παγκόσμια τάξη πραγμάτων, όπου η εξουσία μοιράζεται πιο ομοιόμορφα. Θέλουν να δουν έναν κόσμο όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ενεργούν πλέον ως η λεγόμενη «απαραίτητη δύναμη», ως ένας κόσμος που περιμένει από τους άλλους να ακολουθούν τους κανόνες της, διατηρώντας παράλληλα το δικαίωμα να τους αγνοούν όποτε αποδεικνύονται άβολα.

Δυστυχώς για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα πέντε γεγονότα και ο αντίκτυπός τους στην περιοχή παρέχουν ισχυρά «πυρομαχικά» στους αντιπάλους της να την αμφισβητήσουν: «Απλώς κοιτάξτε τη Μέση Ανατολή», θα μπορούσαν να πουν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαχειρίζονται από μόνες τους την περιοχή για περισσότερες από τρεις δεκαετίες και τι έχει δημιουργήσει η ηγεσία τους; Βλέπουμε καταστροφικούς πολέμους στο Ιράκ, τη Συρία, το Σουδάν και την Υεμένη. Ο Λίβανος βρίσκεται σε «μηχανισμό υποστήριξης ζωής, υπάρχει αναρχία στη Λιβύη και η Αίγυπτος βαδίζει προς την κατάρρευση. Οι τρομοκρατικές ομάδες έχουν μεταμορφωθεί και μεταλλαχθεί και σπέρνουν φόβο σε αρκετές ηπείρους, και το Ιράν συνεχίζει να πλησιάζει προς την κατασκευή βόμβας. Δεν υπάρχει ασφάλεια για το Ισραήλ και ούτε ασφάλεια ούτε δικαιοσύνη για τους Παλαιστίνιους.

Αυτό παθαίνεις όταν αφήνεις την Ουάσιγκτον να διαχειριστεί τα πάντα. Όποιες και αν ήταν οι προθέσεις τους, οι ηγέτες των ΗΠΑ μάς έχουν επανειλημμένα δείξει ότι τους λείπει η σοφία και η αντικειμενικότητα για να επιτύχουν θετικά αποτελέσματα, ούτε καν για τον εαυτό τους.
 
Top