Όπως λέει και ο Γούντι Άλεν,
είναι τρομακτικό αλλά μπορεί να...
Όταν ανέλαβε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας ήταν από πλευράς πολιτικού υποβάθρου ένας άνθρωπος, ο οποίος με δυσκολία θα εκλεγόταν στην τότε Κ.Ε. του τότε ΠΑΣΟΚ. Στην ηλικία που βρισκόταν μάλιστα θα είχε πιθανότατα περιοριστεί ίσως στη θέση του μέλους κάποιας νομαρχιακής επιτροπής.
Και τι να λέει αυτό θα μου πείτε; Πολλά. Διότι μόνο στο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέκου Αλαβάνου θα μπορούσε ο Αλέξης Τσίπρας να έχει εκλεγεί πρόεδρος. Γιατί; Επειδή ως μέτωπο δυνάμεων το οποίο είχε προκύψει από την έμπνευση ενός ανθρώπου και την τυχοδιωκτική βούληση περισσοτέρων (όχι όλων) να γίνουν μέρη ενός κοινοβουλευτικού κόμματος (καλός ο αριστερισμός, αλλά καλύτερη η Βουλή, βλέπετε), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε καμία συνοχή, καμία στέρεα ιδεολογία ή πολιτικό πρόγραμμα και κανένα μηχανισμό εσωτερικού ξεσκαρταρίσματος στελεχών, αν μη τι άλλο πριν να τους δώσουν τα κλειδιά της Κουμουνδούρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν κόμμα. Ήταν συγκόλληση. Κάθε ιδέα μπορούσε να απορριφθεί ή και να γίνει πράξη με βάση ένα συσχετισμό μεταξύ μερικών δεκάδων (ενίοτε και λιγότερων) ανθρώπων.
Ο Αλαβάνος ήταν και παραμένει από τα καλύτερα πολιτικά μυαλά της πατρίδας μας. Αλλά είναι και ένας αστός που βαριέται. Βαρέθηκε και είπε να βάλει το ΣΥΡΙΖΑ να κάνει το άλμα στο κενό. Και ο ΣΥΡΙΖΑ το έκανε. Πήρε τα κλειδιά ένας άνθρωπος και μια παρέα η οποία στο πανεπιστήμιο (στο μαζικό χώρο) έγραφε κάτι περισσότερο από 1% στις καλές χρονιές. Η πολιτική πορεία του Αλέξη Τσίπρα θα τελείωνε άδοξα και θα μας είχε απασχολήσει ελάχιστα, όπως έδειξε η πρώτη αναμέτρηση στην οποία έλαβε μέρος ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ (αν θυμόμαστε καλά ήταν οι εθνικές εκλογές του 2009). Αλλά άλλες οι βουλές του ΓΑΠ, του Σαμαρά και του Βενιζέλου. Πράγματα γνωστά, στα οποία δεν θέλουμε να επανέλθουμε. Όπως λέει και ο Γούντι Άλεν, είναι τρομακτικό αλλά μπορεί να είσαι απλώς καλότυχος ή και κακότυχος.
Ο Αλέξης Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός στο πλαίσιο που έγινε και βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη σύγκρουση το καλοκαίρι του 2015. Μία. Ήταν τότε που είδαν όλοι σαν σε ακτινογραφία την προσωπικότητά του, καθώς ακολούθησε πιστά το γνωμικό «του φευγάτου η μάνα ποτέ δεν έκλαψε». Πρώτα πήγε να κρυφτεί πίσω από το λαό και όταν ο τελευταίος δεν του έκανε τη χάρη να πει «Ναι» ή τουλάχιστον λίγο «Όχι», πήγε πρώτα στο προεδρικό μέγαρο και έπειτα στις Βρυξέλλες και ξεπούλησε το λαό. Εν τω μεταξύ όμως, τόσο ο ίδιος ο Τσίπρας, όσο και όλος (μα όλος) ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν αποχώρησε το καλοκαίρι του 2015 είχαν γλυκαθεί από την εξουσία. Δεν ήταν μόνος του λοιπόν ο Τσίπρας. Ήταν όλοι μαζί στο «κόλπο». Το πράγμα είναι ψυχολογικώς δύσκολο και δεν πρέπει καθόλου να γινόμαστε μονοκόμματοι άνθρωποι: από τη μια τα λεφτά, η εξουσία, οι Αμερικάνοι, οι Ευρωπαίοι κλπ. Από την άλλη απειλές για δίκες, για Γουδί κλπ. Και στη μέση, να ξέρεις ότι άλλα έλεγες και άλλα έκανες. Πού μας οδηγούν όλα αυτά; Ή σε υπαρξιακή συντριβή (πράγμα το οποίο δεν είναι καθόλου ευχάριστο) ή σε ένα μηχανισμό δικαιολόγησης του τύπου: «Παιδιά δεν μπορούμε. Δώστε μου να κυβερνήσω την Αμερική να σας φέρω το σοσιαλισμό. Αλλά στην Ελλάδα; Είστε με τα καλά σας; Και στο κάτω-κάτω, τι θέλετε; Να γίνουμε Βόρεια Κορέα;» Και άλλοι είχαν προσπαθήσει να πείσουν τον ελληνικό λαό ότι είναι ανήμπορος. Ο Τσίπρας όμως και ο μνημονικός ΣΥΡΙΖΑ τα πήγαν καλύτερα από όλους.
Για να μείνει ένα τέτοιο κόμμα όμως ζωντανό ή τέλος πάντων λειτουργικό πρέπει να βασιστεί σε κάτι άλλο και όχι σε έστω έκπτωτες ιδέες. Ποιο είναι αυτό το κάτι άλλο; Η εξουσία. Και πώς δικαιολογείται; Με το ότι δεν πρέπει να κοιτάμε αν η πολιτική είναι ίδια με του αντιπάλου, αλλά αν την εφαρμόζουμε με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση. Βεβαίως έτσι το κόμμα γίνεται άθροισμα συνενόχων της εξουσίας. Κανένα πρόβλημα, αφού ο αρχηγός δεν χάνει με τίποτα και από κανέναν. Αυτό το τελευταίο δεν πήγε πολύ καλά, όπως όλοι γνωρίζουμε βεβαίως. Η θεωρία έλεγε ότι ο Μητσοτάκης θα έπρεπε να μην εκλεγεί ποτέ ή σε κάθε περίπτωση να πέσει πάνω στην τριετία λόγω της γνωστής, παλαιάς κατάρας των Μητσοτάκηδων. Η υπόθεση αυτή ωστόσο δεν επιβεβαιώθηκε. Αντιθέτως, όλως περιέργως, έπεσε ο Τσίπρας. Ποιος έφταιγε γι’ αυτό; Μα ποιος άλλος: οι σύντροφοι-συνένοχοι που τον πριόνιζαν.
Κάπως έτσι φτάσαμε να έχουμε στη δεύτερη θέση, ένα μη-κόμμα (ελλείψει ιδεολογίας, οργάνωσης, μαζικότητας, γείωσης οποιουδήποτε τύπου και βαθμού) συνενόχων, με βασικό ιδεολογικό πρόταγμα ότι ο ελληνικός λαός δεν μπορεί, άρα του πρέπει πάτρωνας (δηλαδή οι ΗΠΑ), με πολιτικό πρόγραμμα το πιο «μαλακό» μνημόνιο και τη συνέχειά του και με κομματική βάση εν πολλοίς (όχι ολοκληρωτικώς) μαθημένη στο ότι ο αρχηγός πρέπει να μας φέρνει πιο κοντά στην κυβέρνηση, να είναι «πρίγκιπας» (αφού είπαμε, δεν μπορούμε από μόνοι μας ως λαός), να είναι νέος και να πρακτορεύει συμφέροντα των ΗΠΑ όσο ή και περισσότερο από το Μητσοτάκη προκειμένου να έχουμε την πρεσβεία μαζί μας και έτσι να νικηθεί (κάπου, κάπως, κάποτε) ο Μητσοτάκης. Όχι το σύστημα εξουσίας. Ο Μητσοτάκης.
Με αυτά τα δεδομένα και όταν μάλιστα έχεις να διαλέξεις (σε ό,τι αφορά τους 3 από τους άλλους 4) μεταξύ συνενόχων των μνημονίων που δεν «τα λένε» κιόλας, ο Κασσελάκης ο οποίος ήρθε με τη φόρα της πρεσβείας και των καραβιών που έχει (;), σάρωσε. Ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν είναι μόνο ο Κασσελάκης. Μόνο σε αυτό το τυχοδιωκτικό μη-κόμμα που έφτιαξε ο Τσίπρας, θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι η Αχτσιόγλου, ο Παππάς και μόνο σε αυτό θα μπορούσε να είναι υποψήφιος και να κερδίσει ένας άγνωστος στο ίδιο το κόμμα άνθρωπος, για τον οποίο δεν είναι σαφές ούτε τι δουλειά ακριβώς έκανε και ο οποίος φτιάχνει πρόγραμμα (υποτίθεται) μόνος του, μέσα από μηνύματα που λαμβάνει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας θα έχει πρόεδρο έναν τύπο ο οποίος εγνωσμένα έχει απόλυτη άγνοια για τα 4/5 της τρέχουσας πολιτικής, ο οποίος περίπου λέει ότι θα ιδρύσει το εν Ελλάδι παράρτημα των Δημοκρατικών, ο οποίος θαύμαζε μάλλον τον Μητσοτάκη και ο οποίος φέρεται να έχει ένα παρελθόν τουλάχιστον σκοτεινό, από το οποίο ξεφεύγει επικαλούμενος το παραδικαστικό γενικώς και αορίστως. Θα μιλούσαμε για τρέλα, για μαύρη πολιτική κωμωδία, αν δεν επρόκειτο για το ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα, του Πολάκη και των λοιπών.
Στην πραγματικότητα η βάση, η οποία με κομματικούς όρους δεν υπάρχει, μισεί στο όνομα του Τσίπρα, την κομματική νομενκλατούρα που επέβαλε ο Τσίπρας και ως εκ τούτου ψηφίζει όποιον βρει μπροστά της. Παραλλήλως όμως, με τούτα και με κείνα, η επιλογή της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ έχει μια συνέχεια με το παρελθόν: άλμα στο κενό μπας και μας βγει η εξουσία. Και αν δε βγει πάμε να δοκιμάσουμε τον επόμενο που θα μας μπάσει στο γκουβέρνο. Εξ ου κι εμείς αναφωνούμε, Αχ Αλέκο…
"Κοσμοδρόμιο"