Τα «παιχνίδια» με τα δάνεια και ο μηχανισμός του κέρδους
Γιατί στη χώρα μας παραμένουν κολλημένα σε χαμηλό έως μηδενικό επίπεδό
«Κολλημένα» παραμένουν τα επιτόκια που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες στους καταθέτες, με αποτέλεσμα να είναι ασύμφορη η παραμονή τους στα τραπεζικά γκισέ, παρά μόνο για λόγους ασφαλείας. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας μας έχουν επιλέξει να δίνουν επιτόκιο που πλησιάζουν το μηδέν για μικρά ποσά καταθέσεων, ενώ ακόμα και για υψηλότερα ποσά κάθε άλλο παρά δελεαστικά είναι. Ολα αυτά την ώρα που οι καταθέτες έχουν επιλογή ακόμα και να μεταφέρουν τα χρήματά τους εκτός της χώρας μας, ώστε να μπορούν να «επενδύουν» τα λεφτά τους λαμβάνοντας έναν ικανοποιητικό τόκο, όπως συνέβαινε την περίοδο πριν από τα μνημόνια και στην Ελλάδα.
Πολύ απλοϊκά, τα έσοδα των τραπεζών προέρχονται από τους τόκους που εισπράττουν από τους δανειολήπτες στους οποίους έχουν χορηγηθεί δάνεια. Ωστόσο, τα χρήματα για τα δάνεια προέρχονται από τις καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τον μήνα Μάιο τα μέσα σταθμισμένα επιτόκια των νέων καταθέσεων και των νέων δανείων διαμορφώθηκαν στο 0,28% και το 6,04% αντίστοιχα, δηλαδή η «ψαλίδα» στα δύο αυτά επιτόκια βρίσκεται στο 5,76%. Θεωρητικά, θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτό είναι το κέρδος των τραπεζών, αφού «αγοράζουν» πολύ φθηνά τις καταθέσεις και τις «πωλούν» με τη μορφή δανείων με πολύ υψηλότερο επιτόκιο.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό οι ελβετικές τράπεζες είχαν ενεργοποιήσει την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων. Κάτι το οποίο, όμως, άλλαξε πρόσφατα και μάλιστα, ακόμα και σε μικρούς ή μεσαίους καταθέτες, τα επιτόκια που προσφέρουν είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικά.
Για παράδειγμα, για μια κατάθεση της τάξεως των 100.000 ευρώ -που σημειωτέον για τα δεδομένα της Ελβετίας δεν πρόκειται για τεράστιο ποσό- η τράπεζα Bank Julius Baer Guernsey προσφέρει τις εξής επιλογές στους καταθέτες της:
– Για έναν μήνα 3,16%.
– Για δύο μήνες 3,23%.
– Για τρεις μήνες 3,30%.
– Για έξι μήνες 3,45%.
– Για 12 μήνες 3,57%.
Διαβάζοντας τα συγκεκριμένα επιτόκια καταθέσεων, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως η Ελλάδα δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει Ελβετία, αναφορικά με το τραπεζικό της σύστημα, αλλά ούτε και το γεγονός ότι εκεί εδράζονται επιχειρηματικοί κολοσσοί, με αποτέλεσμα οι μισθοί να είναι πολλαπλάσιοι των ελληνικών. Οπως επίσης και ότι η Ελβετία είναι μια χώρα εκτός της ζώνης του ευρώ, με δικό της νόμισμα και δικές της νομισματικές πολιτικές.
Γι’ αυτόν τον λόγο και δεν επιχειρείται να γίνει άμεση σύγκριση στα τραπεζικά επιτόκια ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά να παρουσιαστεί η χαοτική διαφορά όταν ένας καταθέτης θέλει να τοποθετήσει τα χρήματά του στο τραπεζικό σύστημα, αφού στη χώρα μας τα επιτόκια ξεκινούν σχεδόν από το μηδέν και φτάνουν έως και το… μισό της Ελβετίας, ανάλογα με το ύψος της κατάθεσης και τον χρόνο που θα συμφωνηθεί πως θα παραμείνουν τα ποσά εντός του τραπεζικού συστήματος.
Στη χώρα μας, όπως και σε κάθε τράπεζα του κόσμου, υπάρχουν διαφορετικά προγράμματα που μπορεί να επιλέξει κάθε καταθέτης. Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος για έναν ιδιώτη, το μέσο επιτόκιο κατάθεσης για ένα διάστημα έως ενός έτους είναι 1,31% και για πάνω από έναν χρόνο 1,70%.
Συστημική τράπεζα της χώρας μας για ένα ποσό κατάθεσης της τάξεως των 100.000 ευρώ προσφέρει επιτόκιο:
– 0,50% για τρεις μήνες.
– 0,60% για έξι μήνες.
– 1,70% για 12 μήνες.
Σε άλλη τράπεζα τα επιτόκια ξεκινούν από 0,06% και φτάνουν έως και το 1,50% για καταθέσεις της τάξεως των 100.000 ευρώ, ανάλογα με το πρόγραμμα που θα επιλέξει ο πελάτης της και ανάλογα με το πότε θα τοκίζονται τα χρήματα (τρίμηνο, έτος ή στη λήξη της συμφωνίας).
Για παράδειγμα, υπάρχει πρόγραμμα στο οποίο ο εκτοκισμός γίνεται κάθε τρίμηνο και για μια κατάθεση διάρκειας 12 μηνών ύψους 100.000 ευρώ τα επιτόκια διαμορφώνονται ως εξής:
– 0,5% το α’ τρίμηνο.
– 0,9% το β’ τρίμηνο.
– 1,8% το γ’ τρίμηνο και
– 2% το δ’ τρίμηνο.
Τι υποστηρίζουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
Στο υψηλό κόστος δανεισμού που βαραίνει τις ελληνικές τράπεζες, εξαιτίας της απώλειας της επενδυτικής βαθμίδας, καθώς και στα υψηλά επίπεδα ρευστότητας που διαθέτουν αποδίδουν οι εγχώριες τράπεζες την ψαλίδα που τις χωρίζει από τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά την αναπροσαρμογή των επιτοκίων καταθέσεων εν μέσω ραγδαίας νομισματικής σύσφιξης.
Οπως εξηγεί η Ελληνική Ενωση Τραπεζών, σχολιάζοντας τα επιτόκια, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου παρουσιάζουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, το επιτόκιο για προθεσμιακές καταθέσεις ιδιωτών (διάρκειας έως ενός έτους) διαμορφώθηκε στο 1,33%, ενώ στην Πορτογαλία στο 0,95%. Για προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας άνω του έτους τα επιτόκια ανήλθαν στο 1,64% και το 1,24% για την Ισπανία και την Πορτογαλία, αντίστοιχα.
Σημαντική παράμετρος στη διαμόρφωση των τελικών επιτοκίων είναι, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, το μείγμα δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις καταθέσεις μικροκαταθετών. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μετακύλιση της ανόδου των επιτοκίων στις καταθέσεις λειτουργεί εις βάρος του καθαρού περιθωρίου από επιτόκια και προμήθειες (ΝΙΙ), το οποίο έχει ανέλθει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα τους τελευταίους μήνες, εκτοξεύοντας την κερδοφορία των τραπεζών.
Γιατί στη χώρα μας παραμένουν κολλημένα σε χαμηλό έως μηδενικό επίπεδό
«Κολλημένα» παραμένουν τα επιτόκια που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες στους καταθέτες, με αποτέλεσμα να είναι ασύμφορη η παραμονή τους στα τραπεζικά γκισέ, παρά μόνο για λόγους ασφαλείας. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας μας έχουν επιλέξει να δίνουν επιτόκιο που πλησιάζουν το μηδέν για μικρά ποσά καταθέσεων, ενώ ακόμα και για υψηλότερα ποσά κάθε άλλο παρά δελεαστικά είναι. Ολα αυτά την ώρα που οι καταθέτες έχουν επιλογή ακόμα και να μεταφέρουν τα χρήματά τους εκτός της χώρας μας, ώστε να μπορούν να «επενδύουν» τα λεφτά τους λαμβάνοντας έναν ικανοποιητικό τόκο, όπως συνέβαινε την περίοδο πριν από τα μνημόνια και στην Ελλάδα.
Πολύ απλοϊκά, τα έσοδα των τραπεζών προέρχονται από τους τόκους που εισπράττουν από τους δανειολήπτες στους οποίους έχουν χορηγηθεί δάνεια. Ωστόσο, τα χρήματα για τα δάνεια προέρχονται από τις καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τον μήνα Μάιο τα μέσα σταθμισμένα επιτόκια των νέων καταθέσεων και των νέων δανείων διαμορφώθηκαν στο 0,28% και το 6,04% αντίστοιχα, δηλαδή η «ψαλίδα» στα δύο αυτά επιτόκια βρίσκεται στο 5,76%. Θεωρητικά, θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτό είναι το κέρδος των τραπεζών, αφού «αγοράζουν» πολύ φθηνά τις καταθέσεις και τις «πωλούν» με τη μορφή δανείων με πολύ υψηλότερο επιτόκιο.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό οι ελβετικές τράπεζες είχαν ενεργοποιήσει την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων. Κάτι το οποίο, όμως, άλλαξε πρόσφατα και μάλιστα, ακόμα και σε μικρούς ή μεσαίους καταθέτες, τα επιτόκια που προσφέρουν είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικά.
Για παράδειγμα, για μια κατάθεση της τάξεως των 100.000 ευρώ -που σημειωτέον για τα δεδομένα της Ελβετίας δεν πρόκειται για τεράστιο ποσό- η τράπεζα Bank Julius Baer Guernsey προσφέρει τις εξής επιλογές στους καταθέτες της:
– Για έναν μήνα 3,16%.
– Για δύο μήνες 3,23%.
– Για τρεις μήνες 3,30%.
– Για έξι μήνες 3,45%.
– Για 12 μήνες 3,57%.
Διαβάζοντας τα συγκεκριμένα επιτόκια καταθέσεων, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως η Ελλάδα δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει Ελβετία, αναφορικά με το τραπεζικό της σύστημα, αλλά ούτε και το γεγονός ότι εκεί εδράζονται επιχειρηματικοί κολοσσοί, με αποτέλεσμα οι μισθοί να είναι πολλαπλάσιοι των ελληνικών. Οπως επίσης και ότι η Ελβετία είναι μια χώρα εκτός της ζώνης του ευρώ, με δικό της νόμισμα και δικές της νομισματικές πολιτικές.
Γι’ αυτόν τον λόγο και δεν επιχειρείται να γίνει άμεση σύγκριση στα τραπεζικά επιτόκια ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά να παρουσιαστεί η χαοτική διαφορά όταν ένας καταθέτης θέλει να τοποθετήσει τα χρήματά του στο τραπεζικό σύστημα, αφού στη χώρα μας τα επιτόκια ξεκινούν σχεδόν από το μηδέν και φτάνουν έως και το… μισό της Ελβετίας, ανάλογα με το ύψος της κατάθεσης και τον χρόνο που θα συμφωνηθεί πως θα παραμείνουν τα ποσά εντός του τραπεζικού συστήματος.
Στη χώρα μας, όπως και σε κάθε τράπεζα του κόσμου, υπάρχουν διαφορετικά προγράμματα που μπορεί να επιλέξει κάθε καταθέτης. Με βάση τα επίσημα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος για έναν ιδιώτη, το μέσο επιτόκιο κατάθεσης για ένα διάστημα έως ενός έτους είναι 1,31% και για πάνω από έναν χρόνο 1,70%.
Συστημική τράπεζα της χώρας μας για ένα ποσό κατάθεσης της τάξεως των 100.000 ευρώ προσφέρει επιτόκιο:
– 0,50% για τρεις μήνες.
– 0,60% για έξι μήνες.
– 1,70% για 12 μήνες.
Σε άλλη τράπεζα τα επιτόκια ξεκινούν από 0,06% και φτάνουν έως και το 1,50% για καταθέσεις της τάξεως των 100.000 ευρώ, ανάλογα με το πρόγραμμα που θα επιλέξει ο πελάτης της και ανάλογα με το πότε θα τοκίζονται τα χρήματα (τρίμηνο, έτος ή στη λήξη της συμφωνίας).
Για παράδειγμα, υπάρχει πρόγραμμα στο οποίο ο εκτοκισμός γίνεται κάθε τρίμηνο και για μια κατάθεση διάρκειας 12 μηνών ύψους 100.000 ευρώ τα επιτόκια διαμορφώνονται ως εξής:
– 0,5% το α’ τρίμηνο.
– 0,9% το β’ τρίμηνο.
– 1,8% το γ’ τρίμηνο και
– 2% το δ’ τρίμηνο.
Τι υποστηρίζουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
Στο υψηλό κόστος δανεισμού που βαραίνει τις ελληνικές τράπεζες, εξαιτίας της απώλειας της επενδυτικής βαθμίδας, καθώς και στα υψηλά επίπεδα ρευστότητας που διαθέτουν αποδίδουν οι εγχώριες τράπεζες την ψαλίδα που τις χωρίζει από τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά την αναπροσαρμογή των επιτοκίων καταθέσεων εν μέσω ραγδαίας νομισματικής σύσφιξης.
Οπως εξηγεί η Ελληνική Ενωση Τραπεζών, σχολιάζοντας τα επιτόκια, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου παρουσιάζουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, το επιτόκιο για προθεσμιακές καταθέσεις ιδιωτών (διάρκειας έως ενός έτους) διαμορφώθηκε στο 1,33%, ενώ στην Πορτογαλία στο 0,95%. Για προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας άνω του έτους τα επιτόκια ανήλθαν στο 1,64% και το 1,24% για την Ισπανία και την Πορτογαλία, αντίστοιχα.
Σημαντική παράμετρος στη διαμόρφωση των τελικών επιτοκίων είναι, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, το μείγμα δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις καταθέσεις μικροκαταθετών. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μετακύλιση της ανόδου των επιτοκίων στις καταθέσεις λειτουργεί εις βάρος του καθαρού περιθωρίου από επιτόκια και προμήθειες (ΝΙΙ), το οποίο έχει ανέλθει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα τους τελευταίους μήνες, εκτοξεύοντας την κερδοφορία των τραπεζών.