Αστυνομική βία και αυθαιρεσία, σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κρατουμένων, μεταναστών και αιτούντων άσυλο, επαναπροωθήσεις μεταναστών, περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και στα ΜΜΕ, παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου απορρήτου των επικοινωνιών (υποκλοπές), άρνηση δίκαιης δίκης, έλλειψη διαφάνειας, συστημική φυλετική ή εθνοτική βία και θεσμικές διακρίσεις καταγράφει η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα το 2022.

Η έκθεση 43 σελίδων για τη χώρα μας, εντάσσεται στις ετήσιες αναφορές που δημοσιεύουν οι ΗΠΑ για τις εθνικές πρακτικές σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων «Country Reports on Human Rights Practices».

Μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος για «ανεπαρκή έρευνα και λογοδοσία για βία με βάση το φύλο, βία -συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας- ή εγκλήματα που αφορούν βία που στοχεύει μέλη εθνικών/φυλετικών/εθνοτικών μειονοτήτων και εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία ή απειλή χρήσης βίας που στοχεύει λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους, διεμφυλικούς ή διαφυλικά άτομα.

«Υπήρχαν αναφορές και καταγγελίες από μη κυβερνητικές οργανώσεις και διεθνείς οργανισμούς σχετικά με τις αποτυχίες της κυβέρνησης να διερευνήσει αποτελεσματικά τους ισχυρισμούς για καταχρηστικές ενέργειες, αστυνομικές πρακτικές και αναγκαστικές επιστροφές αιτούντων άσυλο» σημειώνει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Γίνεται επίσης λόγος για αναφορές σχετικά με την «κακομεταχείριση και κακοποίηση από πλευράς αστυνομίας κατά μελών φυλετικών και εθνοτικών μειονοτήτων, μεταναστών χωρίς έγγραφα, αιτούντων άσυλο, διαδηλωτών και Ρομά». «Κατά τη διάρκεια του έτους, πολλά ΜΜΕ και ΜΚΟ εξέφρασαν ανησυχίες για περιπτώσεις στις οποίες αστυνομικοί ή συνοριοφύλακες φέρεται να χρησιμοποίησαν βίαιες και επικίνδυνες πρακτικές προκειμένου να εμποδίσουν μετανάστες και αιτούντες άσυλο να εισέλθουν στη χώρα. Σύμφωνα με αυτές τις αναφορές, ορισμένοι μετανάστες και αιτούντες άσυλο ισχυρίστηκαν ότι οι αρχές τους ξυλοκόπησαν και τους πήραν ρούχα, χρήματα και κινητά τηλέφωνα και τους άφησαν αποκλεισμένους στο Αιγαίο ή σε βραχονησίδες στη συνοριακή περιοχή του Έβρου για μέρες χωρίς πρόσβαση σε τροφή, νερό ή ιατρική παρέμβαση» καταγράφει η έκθεση.

Μάλιστα, συμπληρώνει πως «η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε με συνέπεια τον νόμο που σχετίζεται με το άσυλο». «Υπήρξαν αναφορές ότι οι αρχές απώθησαν ή συνέλαβαν αιτούντες άσυλο που προσπαθούσαν να εισέλθουν στη χώρα, συχνά κακοποιώντας τους σωματικά ή στερώντας τους φαγητό και νερό» συνεχίζει, ενώ προσθέτει ότι «υπήρξαν αναφορές για σωματική κακοποίηση και βία από μέλη της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος σε βάρος μεταναστών και αιτούντων άσυλο κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων απώθησης».

Αστυνομική βία και δολοφονία Κώστα Φραγκούλη
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επικαλείται αναφορές για κακομεταχείριση και κακοποίηση από πλευράς αστυνομίας φυλετικών και εθνοτικών μειονοτήτων, καθώς και την έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη για το μπαράζ καταγγελιών περί αστυνομικής βίας, ενώ στηλιτεύει τις άθλιες συνθήκες για τους κρατούμενους στις φυλακές.

Ξεχωριστή αναφορά γίνεται για τη δολοφονία του 16χρονου Ρομά Κώστα Φραγκούλη, τον οποίο «ένας αστυνομικός πυροβόλησε στο κεφάλι, αφού φέρεται να έφυγε από ένα βενζινάδικο όπου δεν πλήρωσε για βενζίνη 19 ευρώ (20$)». «Σύμφωνα με την αστυνομία που καταδίωξε τον έφηβο, ο Φραγκούλης έκανε επικίνδυνους ελιγμούς με το όχημά του και προσπάθησε να εμβολίσει τις μοτοσυκλέτες των καταδιώξεων. Ο Φραγκούλης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και πέθανε μια εβδομάδα αργότερα. Η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη» σημειώνεται. Εν συνεχεία γίνεται αναφορά και στις συνθήκες που επικρατούν στις ελληνικές φυλακές:

«Στις 2 Σεπτεμβρίου, η Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT) δημοσίευσε έκθεση για την επίσκεψή της στη χώρα τον Νοέμβριο του 2021. Η έκθεση υπογράμμισε την πιθανή απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση που προέκυψε από κρατούμενους «αφημένους να τρέμουν σε υπερπλήρες και εντελώς ακατάλληλες συνθήκες».

Σύμφωνα με την έκθεση, οι ελλείψεις στις φυλακές και στα κέντρα κράτησης περιελάμβαναν συνωστισμό, ανεπαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής και πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και ανεπαρκή παροχή βασικών προμηθειών, όπως υλικά καθαρισμού, μαχαιροπίρουνα και πιάτα.

Οι κυβερνητικές στατιστικές που εκδόθηκαν τον Σεπτέμβριο έδειξαν ότι ο πληθυσμός των φυλακών υπερέβαινε την ικανότητα κράτησης", ενώ στο ίδιο κεφάλαιο προστίθεται πως "ορισμένοι μετανάστες και αιτούντες άσυλο που κρατούνται από μέλη της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος ισχυρίστηκαν ότι οι συνθήκες σωματικής κακοποίησης ή κράτησης θα μπορούσαν να θεωρηθούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και τιμωρία.

Η αστυνομική βία και η "προσβολή της ανθρώπινης ακεραιότητας"

Η αστυνομική βία καταλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι της έκθεσης, σύμφωνα με την οποία "ο Συνήγορος του Πολίτη, μέσω του Εθνικού Προληπτικού Μηχανισμού Διερεύνησης Αυθαίρετων Περιστατικών, έλαβε 288 καταγγελίες το 2021, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν την αστυνομία και σχετίζονταν με την προσβολή της ανθρώπινης ακεραιότητας, της υγείας ή της προσωπικής ελευθερίας. Περισσότερες από τις μισές καταγγελίες ανέφεραν καταχρηστική συμπεριφορά που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια συλλήψεων, κρατήσεων και άλλων αστυνομικών επιχειρήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα της αστυνομικής κακοποίησης ήταν ανήλικοι, νέοι, αλλοδαποί, μετανάστες ή αιτούντες άσυλο. Ορισμένες καταγγελίες ανέφεραν βίαιες απωθήσεις μεταναστών και αιτούντων άσυλο από την Ελληνική Αστυνομία ή το Λιμενικό Σώμα στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα. Ο Συνήγορος του Πολίτη ανέφερε βελτιώσεις στην προθυμία των αρχών επιβολής του νόμου να συνεργαστούν, συμπεριλαμβανομένης της έναρξης πειθαρχικών ερευνών για τη συμπεριφορά της αστυνομίας και της ανταλλαγής ιατροδικαστικών εκθέσεων και βίντεο για την αξιολόγηση τους.

Στις 6 Μαρτίου, οι ΜΚΟ Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και Oxfam εξέδωσαν κοινή έκθεση σχετικά με τις συνθήκες στο νεοσύστατο κλειστό κέντρο ελεγχόμενης πρόσβασης για αιτούντες άσυλο που εκκρεμούν στη Σάμο. Η έκθεση ανέφερε ότι ένας στους πέντε διαμένοντες είχε τεθεί σε «de facto» κράτηση για δύο μήνες, παρά τη δικαστική απόφαση του Δεκεμβρίου του 2021 που έκρινε την πρακτική αυτή παράνομη. Η κοινή έκθεση αναφέρει ότι μάρτυρες ανέφεραν ότι η διοίκηση του κέντρου χρησιμοποιούσε «τακτικές εκδίκησης», όπως πρωινές επιδρομές, ανεξήγητες μεταφορές στο αστυνομικό τμήμα και προφορικές ειδοποιήσεις έξωσης σε κατοίκους που άσκησαν έφεση για αρνητική απόφαση ασύλου.

Σκάνδαλο υποκλοπών
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται και στις υποκλοπές και στέκεται σε δύο περιπτώσεις, αυτή του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη. Χαρακτηριστικά περιγράφει:
«Στις 11 Απριλίου, τα μέσα ενημέρωσης ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε κατασκοπευτικό λογισμικό Predator από τις 21 Ιουλίου έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2021 για να παρακολουθεί τον ερευνητή δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη. Ο Κουκάκης υπέβαλε καταγγελία στην Ελληνική Αρχή για την Ασφάλεια των Επικοινωνιών και την Προστασία του Απορρήτου τον Αύγουστο του 2020, ισχυριζόμενος ότι το κινητό του τηλέφωνο παρακολουθούνταν- η αρχή διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις παρακολούθησης. Στις 28 Μαρτίου, μια έκθεση από το Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο επιβεβαίωσε τις υποψίες του Κουκάκη. Ο Κουκάκης κατέθεσε καταγγελία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 28 Ιουλίου.

» Ξεχωριστά, στις 26 Ιουλίου, ο Νίκος Ανδρουλάκης, αρχηγός του κεντροαριστερού κόμματος ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, υπέβαλε καταγγελία στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ισχυριζόμενος ότι είχε βρει στο κινητό του τηλέφωνο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, η καταγγελία του προκάλεσε συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών στη Βουλή, κατά την οποία ο επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών παραδέχθηκε ότι ο Κουκάκης και ο Ανδρουλάκης είχαν παρακολουθηθεί. Αρνήθηκε ότι είχε χρησιμοποιηθεί το λογισμικό Predator και υποστήριξε ότι η παρακολούθηση είχε διεξαχθεί νόμιμα με την κατάλληλη δικαστική άδεια. Η κυβέρνηση αρνήθηκε δημοσίως ότι αγόρασε ή χρησιμοποίησε το λογισμικό κατασκοπευτικής παρακολούθησης Predator.

» Στις 5 Αυγούστου, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε δεκτές τις παραιτήσεις του προσωπάρχη του και του επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Στις 19 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που απαιτεί κάθε κυβερνητική παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των πολιτών να έχει προεγκριθεί τόσο από εισαγγελέα όσο και από εισαγγελέα εφετών. Στις 9 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που προβλέπει ελάχιστη ποινή φυλάκισης δύο ετών για τη χρήση, πώληση ή διανομή κατασκοπευτικού λογισμικού».

Η ελευθερία της έκφρασης και η ανησυχία για τους δημοσιογράφους

Σε συνέχεια των υποκλοπών, γίνεται εκτενής αναφορά στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία «εξέφρασε ανησυχίες για τη μη διαφανή κατανομή της κρατικής διαφήμισης στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και για πιθανή πολιτική επιρροή στον διορισμό μελών του διοικητικού συμβουλίου των μέσων ενημέρωσης δημόσιας υπηρεσίας». «Στις 21 Σεπτεμβρίου, η ΜΚΟ Govwatch ανέφερε παρόμοια ευρήματα, υπογραμμίζοντας τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης που προκύπτουν από τον νέο νόμο για τις «ψευδείς ειδήσεις» και την έλλειψη διαφάνειας στη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης», αναφέρει η έκθεση και συμπληρώνει:

«Παράλληλα, σε έκθεση της 13ης Ιουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε την ανησυχία της για τους δημοσιογράφους που αντιμετωπίζουν απειλές και επιθέσεις», για να επανέλθει στο θέμα των παρακολουθήσεων, γράφοντας:

«Στις 24 Οκτωβρίου, ο ερευνητής δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου ισχυρίστηκε ότι αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών τον παρακολουθούσαν και συνέλεξαν τα δεδομένα του κινητού του τηλεφώνου από τον Μάιο έως τον Αύγουστο, δήθεν λόγω της έρευνάς του για ένα σκάνδαλο υποκλοπών. Τρεις άλλοι δημοσιογράφοι προέβησαν σε παρόμοιους ισχυρισμούς στην Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων: Ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, ο Θανάσης Κουκάκης και η Ελίζα Τριανταφύλλου».

Επίσης, αναφέρονται καταγγελίες από ΜΚΟ για «δυσάρεστες για την κυβέρνηση ειδήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», οι οποίες «δεν αναφέρονται από πολλά μέσα ενημέρωσης, εμποδίζοντας την πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση και την τεκμηριωμένη συμμετοχή στην πληροφόρηση».

Σχετικά με τις ελευθερίες του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι σημειώνεται πως «αν και η κυβέρνηση γενικά σεβάστηκε αυτά τα δικαιώματα, υπήρχαν ορισμένοι περιορισμοί» και παραθέτει την περίπτωση της 14ης Μαΐου, όταν η αστυνομία αρνήθηκε να επιτρέψει σε μια ομάδα Παλαιστινίων να διαδηλώσουν στην Ισραηλινή Πρεσβεία, παρόλο που είχε δοθεί άδεια, καθώς και εκείνη της 22ας Ιουλίου, στα Εξάρχεια, όταν η ΕΛ.ΑΣ. απέτρεψε φεμινιστικές ομάδες από το να πραγματοποιήσουν «μια απροειδοποίητη πορεία για να διαμαρτυρηθούν για περιστατικό απόπειρας βιασμού».

Διακρίσεις
Αναφορικά με την βία σε βάρος των γυναικών, η έκθεση αναφέρει:

«Αν και οι αρχές γενικά εφάρμοζαν αποτελεσματικά το νόμο όταν αναφέρθηκαν τα εγκλήματα, ορισμένες ΜΚΟ δήλωσαν ότι οι αρχές επιβολής του νόμου δεν ανταποκρίθηκαν κατάλληλα σε επιζώντες που κατήγγειλαν ενδοοικογενειακή βία. Στις 31 Ιουλίου, μια γυναίκα στη Ζάκυνθο μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από τον σύζυγό της μετά από μήνυση για ενδοοικογενειακή βία εναντίον του. Ο τοπικός Τύπος επέκρινε την αστυνομία επειδή άφησε τη γυναίκα απροστάτευτη. Τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι έως τις 30 Σεπτεμβρίου, 15 γυναίκες είχαν πεθάνει ως αποτέλεσμα ενδοοικογενειακής βίας κατά τη διάρκεια του έτους».

Δείτε εδώ ολόκληρη την έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
 
Top