Φώτης Καρύδας
Αν μέχρι πρότινος ήταν απλώς υποψία, ύστερα και από την πρόταση μομφής δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει επιλέξει να χάσει τις επόμενες εκλογές. Και μπορεί αυτό να ακούγεται παράταιρο, αλλά δεν είναι καθόλου
Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας πολλοί είχαν την αγωνία για το ενδεχόμενο να εκδηλωθεί ρήγμα στην κυβερνητική πλειοψηφία κατά την ψηφοφορία που ακολούθησε την τριήμερη συζήτηση στην Βουλή. Ένα ρήγμα που έστω και μικρό θα δημιουργούσε μία άλλη πολιτική δυναμική και θα άλλαζε ενδεχομένως εντυπωσιακά τα δεδομένα της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Το τεχνητό κλίμα που είχε καλλιεργήσει άλλωστε ένα τμήμα των μέσων ενημέρωσης επέτρεπε να διαμορφώνονται τέτοιες προσδοκίες.
Ο κ. Τσίπρας συμπεριλαμβανόταν όμως μεταξύ εκείνων που ήταν σίγουροι για το τελικό αποτέλεσμα και το ζητούμενο είναι τι πραγματικά προσδοκούσε από αυτό. Για όσους δεν ξεχνούν εύκολα, έχει πάντως και προϊστορία στο να σκέφτεται άλλα, να λέει άλλα, να κάνει άλλα και εντέλει να επιδιώκει άλλα. Επίσης δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η σχετική πρωτοβουλία του συνάντησε ενστάσεις και εντός του ΣΥΡΙΖΑ καθώς κορυφαία και έμπειρα στελέχη –«διαβάζοντας» προφανώς βιαστικά τον αρχηγό τους- σημείωναν ότι θα γυρίσει μπούμερανγκ για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κι ενώ είχαν δίκιο, αυτός επέμεινε…
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν όντως ο κ. Τσίπρας θέλει να κερδίσει τις εκλογές ή προτιμά για τους δικούς του λόγους να έχει μία ήττα. Όσο πιο αξιοπρεπή και διαχειρίσιμη ασφαλώς γίνεται …
Στην πολιτική όπως και στη ζωή είναι λάθος να υποτιμά κάνεις τον οποιοδήποτε. Αυτό ισχύει και για τον σημερινό αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης . Μπορεί να απέτυχε ως πρωθυπουργός της χώρας κατά την κρίσιμη περίοδο 2015-2019 αλλά για να είμαστε δίκαιοι οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε ότι διαθέτει ισχυρό ένστικτο πολιτικής επιβίωσης. Και αυτό δεν αφορά μόνο το γεγονός ότι με κάθε μέσο και μέθοδο κατάφερε να μετατρέψει ένα κόμμα διαμαρτυρίας του 3% σε κόμμα εξουσίας του 30%, εκτοπίζοντας σε ρόλο φτωχού συγγενή το άλλοτε κραταιό κίνημα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτή τη στιγμή ο κ. Τσίπρας είναι ο μακροβιότερος πολιτικός αρχηγός, είναι ο σύγχρονος πολιτικός δεινόσαυρος ηλικίας μόλις 48 ετών.
Έχοντας καλύψει ήδη τη φιλοδοξία της πρωθυπουργίας, το προσεκτικό ερώτημα που τίθεται από τα ίδια τα γεγονότα είναι ποιο ρεαλιστικό στόχο μπορεί να έχει για την επόμενη φάση των εξελίξεων. «Μα, την επάνοδο στην πρωθυπουργία και την εξουσία» θα σπεύσει κανείς να απαντήσει πέφτοντας όμως μάλλον σε μία μεγάλη παγίδα.
Στη νηφάλια και σωστή προσέγγιση θα μας βοηθήσει ένα σημαντικό στοιχείο. Σε αντίθεση με την τετραετία 2019-2023 που ήταν «καθαρή», χωρίς στο ενδιάμεσο οποιαδήποτε άλλη εκλογική αναμέτρηση, το επόμενο διάστημα συνοδεύεται από διαδοχικές κάλπες. Λίγους μήνες μετά τις εθνικές εκλογές θα ακολουθήσουν οι περιφερειακές και δημοτικές ενώ μέχρι τα μέσα της επόμενης χρονιάς θα γίνουν οι ευρωεκλογές. Έτσι όποια κυβέρνηση κι αν σχηματιστεί τους προσεχείς μήνες, θα υποστεί πολύ σύντομα νέες συνεχείς εκλογικές δοκιμασίες εθνικής κλίμακας που θα ισοδυναμούν με επαναβεβαίωση ή μη της λαϊκής εμπιστοσύνης.
Αυτό από μόνο του δεν θα σήμαινε ενδεχομένως πολλά πράγματα αν η επόμενη μέρα αυτών των εθνικών εκλογών δεν είχε τις δικές της δυσκολίες. Και ως προς αυτό δεν χρειάζεται να στρουθοκαμηλίζει κάνεις. Μπορεί η Ελλάδα να στάθηκε τυχερή γιατί με κυβέρνηση της ΝΔ και πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη κατάφερε να περάσει από αλλεπάλληλες συμπληγάδες διεθνών και πρωτοφανών κρίσεων αλλά η περιπέτεια δεν έχει τελειώσει. Χάρη στη συνετή και σωστή διαχείριση των καταστάσεων, οι εξελίξεις σε όλα τα θέματα, εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά, έχουν βεβαίως θετικό πρόσημο την ώρα που είναι κοινός τόπος ότι με οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση θα συνέβαινε το αντίθετο. Άλλωστε η σοφή ψήφος του ελληνικού λαού το 2019 ήταν μία συνειδητή επιλογή ότι δεν ήθελε με τίποτε να ξαναζήσει, ούτε σε εκείνη τη φάση ούτε στο μέλλον, εφιάλτη τον ίδιο ή ανάλογο με της περασμένης τετραετίας.
Όμως, το διεθνές και ευρωπαϊκό τοπίο αλλάζει άρδην, οι προκλήσεις διαφοροποιούνται και τα προβλήματα παίρνουν άλλο χαρακτήρα. Οι βάσεις που έχουν δημιουργηθεί εδώ και 3,5 χρόνια επιτρέπουν να υπάρχει μία ασφάλεια, σε αυτή τη νέα αφετηρία για τη χώρα και την κοινωνία μας, αλλά είναι σαφές και κάτι άλλο. Ακόμη και απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ, που πιστώνεται τη μέχρι σήμερα διαδρομή, αυτό που το εκλογικό σώμα της προσφέρει είναι μία «δεύτερη ευκαιρία». Και δεν χρειαζόμαστε τις δημοσκοπήσεις για να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μία δεύτερη ευκαιρία -από μια κοινωνία που είναι πιεσμένη και κουρασμένη, ανησυχεί και σχεδόν για πολλά θέματα βρίσκεται στα όριά της- που δεν έχει σχέση με τα χαρακτηριστικά της ψήφου του 2019. Είναι όμως μία δεύτερη ευκαιρία την οποία παρέχει στον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του έχοντας απορρίψει οριστικά και τελεσίδικα το ενδεχόμενο να προσφέρει οποιαδήποτε άλλη, νέα, ευκαιρία στον κ. Τσίπρα και το δικό του κόμμα.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει την απαιτούμενη ως προς αυτό οξυδέρκεια για να αντιληφθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία κέρδιζε τις προσεχείς εκλογές η αδυναμία του να διαχειριστεί τα πράγματα -υπό τον φόβο μάλιστα των επόμενων διαδοχικών αναμετρήσεων- θα τον οδηγούσε σε γρήγορη κατάρρευση. Και αυτό θα σήμαινε για τον ίδιο προσωπικά την πρόωρη πλέον πολιτική συνταξιοδότησή του και μάλιστα σε όριο ηλικίας κάτω των 50 ετών.
«Μα κι αν χάσει τις εκλογές δεν θα φύγει;» θα αναρωτηθεί καλόπιστα κανείς. Αν ρίξουμε μία ματιά στο πώς έχει δομήσει το κόμμα του τα τελευταία χρόνια ο κ. Τσίπρας θα έχουμε πολύ εύκολα την απάντηση. Οι προτεραιότητές του όλο αυτό το διάστημα δεν αποσκοπούσαν, όπως επισημάναμε και σε προηγούμενο σημείωμα μας, στο πώς θα συγκροτούσε έναν σύγχρονο και αποδοτικό αντιπολιτευτικό λόγο αλλά στο πώς θα εδραιώσει την μονοκρατορία του μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Στο να το καταστήσει ουσιαστικώς ένα προσωποπαγές και απόλυτα ελεγχόμενο κόμμα στο οποίο θα συνεχίσει να κυριαρχεί ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος. Άλλωστε και το «DNA» του ΣΥΡΙΖΑ ταιριάζει περισσότερο σε κόμμα (μεγάλης πια) αντιπολίτευσης και όχι σε κόμμα (υπεύθυνης) διακυβέρνησης.
Ο κ. Τσίπρας δεν θέλει να βρεθεί αντιμέτωπος με τα προβλήματα της νέας περιόδου. Και για αυτό ενώ προσποιείται ότι θέλει να κερδίσει τις εκλογές κάνει ό,τι μπορεί για να τις χάσει. Τηρουμένων των αναλογιών είναι ένα εγχείρημα ανάλογο με αυτό του καλοκαιριού του 2015. Μπροστά στο ενδεχόμενο να βρεθεί για λίγο καιρό στην εξουσία και μετά να αποχωρήσει οριστικά υπό το βάρος της αποτυχίας του, αφήνει τις «καυτές πατάτες» και της επόμενης πολιτικοοικονομικής φάσης στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Γνωρίζοντας ότι ο σημερινός πρωθυπουργός είναι εκείνος που θα βγάλει επιτυχώς και αυτά τα κάστανα από τη φωτιά, ποντάρει στην φυσιολογική φθορά των πραγμάτων κατά τη διάρκεια της επόμενης τετραετίας. Και αφού θα έχει μπει οριστικά στις σωστές ράγες η χώρα, ελπίζει -ως πιστός οπαδός του πολιτικού μακιαβελισμού- ότι στην πορεία θα μπορέσει να δρέψει αυτός τις δάφνες από τον κόπο των άλλων για να εγκατασταθεί πάλι στην εξουσία. Κάτι ανάλογο με αυτό που επίσης έκανε όταν άλλοι μπήκαν στη φωτιά για να σώσουν την χώρα από τη χρεοκοπία και εκείνος τα βρήκε σχεδόν όλα έτοιμα…