Μπορεί να μην έχει καθορίσει ακόμη, είτε για λόγους τακτικής είτε εξαιτίας άλλων διλημμάτων, τον ακριβή χρόνο των εκλογών ο Κ. Μητσοτάκης, αλλά το σκληρό προεκλογικό ροκ έχει ήδη ξεκινήσει από όλες τις πλευρές προϊδεάζοντας για το κλίμα που θα επικρατήσει μέχρι τις κάλπες.

Ο “ωφέλιμος” χρόνος, πριν μπούμε στην ευθεία πάντως, φαίνεται ότι εξαντλείται μέχρι το τέλος του μήνα καθώς για να διεξαχθούν οι πρώτες εκλογές στις 2 ή τις 9 Απριλίου -που είναι και το επικρατέστερο σενάριο- η προκήρυξή τους πρέπει να γίνει στις αρχές του Μαρτίου. Σε κάθε περίπτωση, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης κινείται πάνω σε αυτόν τον άξονα και ο αναπληρωτής υπουργός Θ. Σκυλακάκης έχει δώσει, σύμφωνα με πληροφορίες, οδηγίες να έχουν ολοκληρωθεί όλες οι προετοιμασίες για εξαγγελίες και ανακοινώσεις οικονομικού περιεχομένου μέχρι τα τέλη του Φεβρουαρίου.

Το σκληρό ροκ μπορεί να περιλαμβάνει πρωτίστως τα θεσμικά θέματα, τα σκάνδαλα και τις υποκλοπές αλλά είναι σχετικά νωρίς ακόμη για να φανεί ποιο θα αποδειχθεί το κεντρικό διακύβευμα της επερχόμενης αναμέτρησης. Το κυβερνητικό επιτελείο κάνει ο,τι μπορεί για να αλλάξει την ατζέντα θεωρώντας ότι είναι πιο προνομιακό το πεδίο της οικονομίας για τη ΝΔ, παρά τα μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν.

Η κλιμακωτή παροχολογία και η επιδοματική πολιτική είναι το αντίδοτο με το οποίο προσπαθεί ο κ. Μητσοτάκης να αντιμετωπίσει τη φθορά από τον “επιτελικό” τρόπο άσκησης της εξουσίας και το σκηνικό πολιτικής παρακμής που έχει διογκωθεί το τελευταίο διάστημα. Όμως κι αυτό είναι ένα παιχνίδι με το χρόνο αφενός διότι είναι εμφανής ο προεκλογικός χαρακτήρας της πολιτικής αυτής και αφετέρου διότι το τοπίο της “επόμενης ημέρας” δεν είναι και τόσο ευχάριστο όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά και για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία.

Ήδη η διαρκής αύξηση των επιτοκίων, με σκοπό την τιθάσευση του πληθωρισμού, δεν φέρνει σοβαρή ανάσχεση στην ακρίβεια η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί τουλάχιστον και το 2023 ενώ ταυτόχρονα πυροδοτεί ένα καταστροφικό ντόμινο επιβαρύνσεων για τα δάνεια, σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που με τη σειρά του δημιουργεί νέες γενιές κόκκινων δανειοληπτών. Κι αυτό την ώρα που ειδικά στη δική μας χώρα οι πλειστηριασμοί ακόμη και πρώτης κατοικίας με την έναρξη του νέου έτους έχουν πολλαπλασιαστεί σε καθημερινή βάση και παράλληλα το δημόσιο όπως και το ιδιωτικό χρέος σπάει κάθε αρνητικό ρεκόρ, σε ύψη πολύ μεγαλύτερα κι από τις εποχές των μνημονίων.

Όταν ακόμη και η Κριστίν Λαγκάρντ βάζει από τώρα φρένο στον επιδοματικό παράδεισο ζητώντας τα σχετικά μέτρα «να είναι παροδικά και στοχευμένα” και να “υπάρξει σταδιακή υποχώρησή τους», αντιλαμβάνεται κανείς ποια θα είναι η συνέχεια. Άλλωστε στα πολιτικά παρασκήνια είναι κοινό μυστικό ότι -όσον αφορά τουλάχιστον τη χώρα μας- η περαιτέρω δημοσιονομική διαχείριση και η πιθανή λήψη μέτρων νέας προσαρμογής αποτελεί βασική παράμετρο των διεργασιών για τον χαρακτήρα και τη σύνθεση που θα έχει η επόμενη κυβέρνηση. Πολύ περισσότερο μάλιστα αν αυτή προκύψει μέσω της απλής αναλογικής.

Την ώρα πάντως που ο κ. Μητσοτάκης ποντάρει στο ότι μέχρι τουλάχιστον τις εκλογές ο οικονομικός ορίζοντας δεν θα έχει βαρύνει επικίνδυνα, στο παιχνίδι της πλειοδοσίας μπαίνει και ο βασικός του αντίπαλος. Με τις δεσμεύσεις και υποσχέσεις για παροχές και αυξήσεις ο κ. Τσίπρας, σε συνδυασμό με τις καταγγελίες για τις ανακολουθίες και τα λάθη της κυβέρνησης στον τομέα αυτό, επιδιώκει να απευθυνθεί προεκλογικά στις κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν τα σκάνδαλα και τις υποκλοπές βασικό κριτήριο για την ψήφο τους. Γι αυτό ακόμη και η μεταχείριση των συνταξιούχων, επί παραδείγματι, τόσο σήμερα όσο και στο παρελθόν έχει μετατραπεί σε πεδίο σκληρής εκλογικής αντιπαράθεσης.

Η πόλωση στο αμιγώς πολιτικό πεδίο εξυπηρετείται από την συνθηματολογία που έχουν υιοθετήσει ήδη οι δύο μονομάχοι. “Μητσοτάκης ή Τσίπρας;” είναι το δίλημμα που επιλέγει το Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκοντας να ενεργοποιήσει στους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της ΝΔ τα αρνητικά ανακλαστικά για την περίοδο 2015-2019 ενώ από την πλευρά του ο κ. Τσίπρας προσπάθησε με την ομιλία του στο Περιστέρι να το θέσει σε άλλη βάση: “Δημοκρατία ή Μητσοτάκης;”.

Η σύγκριση αυτή αποτυπώνει και τις προεκλογικές στρατηγικές αμφοτέρων. Ο κ. Μητσοτάκης, γνωρίζοντας πια ότι πορεύεται χωρίς συμμάχους, παίρνει αναγκαστικά όλο το παιχνίδι επάνω του και κάπως έτσι θα πιστωθεί ή θα χρεωθεί το όποιο αποτέλεσμα. Ο κ. Τσίπρας επιχειρεί από την πλευρά του να εμφανίσει τον κ. Μητσοτάκη ως εχθρό της δημοκρατίας και δια του τρόπου αυτού να οικοδομήσει ένα ευρύτερο μέτωπο εναντίον του που εκτός από προεκλογική θα έχει και μετεκλογική υπόσταση. Στις μυλόπετρες αυτού του ανταγωνισμού μπαίνει ο Νίκος Ανδρουλάκης ο οποίος κινδυνεύει να καταστεί το μεγαλύτερο θύμα της πόλωσης. Μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ τον αντιμετωπίζει με μαστίγιο και καρότο καθώς από την μια τον εμφανίζει εκβιαζόμενο με τις παρακολουθήσεις από τον κ. Μητσοτάκη, για να κάψει τις γέφυρες μαζί του, ενώ από την άλλη του απευθύνει προσκλητήρια “προοδευτικής διακυβέρνησης”. Ήδη η Π. Τσαπανίδου δηλώνοντας (στην Αυγή) ότι “όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά” επιβεβαίωσε τις πληροφορίες μας, της προηγούμενης Κυριακής, ότι επανήλθε στο τραπέζι το σενάριο “κυβέρνησης των ηττημένων”, αρκεί να βγαίνουν οι αριθμοί από την πρώτη Κυριακή. Επιβεβαιώνεται επίσης ύστερα από την αποκάλυψη μας και το μυστικό δείπνο Βενιζέλου – Ανδρουλάκη, το οποίο σε συνδυασμό με άλλες συναντήσεις, ακόμη και με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, δρομολόγησε την πορεία του ΠΑΣΟΚ σε “κεντροαριστερή τροχιά” ανάλογα βεβαίως και με τα αποτελέσματα της εκλογικής βραδιάς.

Κι ενώ με φόντο τα σκάνδαλα, την ηθική σήψη και τον πολιτικό παχυδερμισμό των υπουργών και άλλων κυβερνητικών παραγόντων που αν και εμπλέκονται σε όζουσες υποθέσεις παραμένουν γαντζωμένοι στις καρέκλες κλιμακώνεται η διεκδίκηση του κέντρου, η εκλογική μάχη όπως φαίνεται θα δοθεί ψήφο ψήφο σε όλο το φάσμα σε μια προσπάθεια τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ να αποδυναμώσουν τους όμορους χώρους τους. Για την κυβέρνηση, η ακατάσχετη αιμορραγία προς τα δεξιά ειδικά στους νομούς της βόρειας Ελλάδας λόγω της αυξημένης ευαισθησίας και για τα εθνικά θέματα αποτέλεσε βασικό παράγοντα για την τροπολογία με την οποία επιχειρείται να τεθεί μπλόκο στο κόμμα Κασιδιάρη. Κι αυτό γίνεται με την ελπίδα ότι η διασπορά των ψήφων του θα βοηθήσει, λόγω του εκλογικού συστήματος, τη ΝΔ να κερδίσει -εφόσον είναι πρώτο κόμμα- μερικές αλλά κρίσιμες έδρες παραπάνω που μπορεί να κρίνουν και την αυτοδυναμία. Ως εφεδρεία από τα δεξιά για τον κ. Μητσοτάκη, προσωπικά, εμφανίστηκε τις τελευταίες ημέρες και ο Γ. Καρατζαφέρης την ώρα που οι εξελίξεις περί το κόμμα Κασιδιάρη έχουν εντείνει τις ζυμώσεις και επαφές στους άλλους δεξιούς, εκτός Βουλής σήμερα, πολιτικούς σχηματισμούς. Αντίστοιχα και ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολωτική λογική του “πρώτου κόμματος έστω και με μια ψήφο” και με τον “υπέρ πάντων αγώνα” για την πτώση του κ. Μητσοτάκη, προσπαθεί να περιορίσει τα προβλήματά του από τα αριστερά όπου ήδη το ΚΚΕ δείχνει στάσιμο, το Μέρα25 μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και τα άλλα μικρότερα κόμματα ουσιαστικώς ανύπαρκτα.
Ανδρέας Καψαμπέλης
 
Top