Η τουρκική εισβολή του Αττίλα το 1974 συνεχίστηκε στις δεκαετίες που ακολούθησαν με επιχείρηση συγκάλυψης των τουρκικών εγκλημάτων.
Επιπρόσθετα, εγχώριοι περιθωριακοί με έξωθεν χρηματοδοτούμενα «προγράμματα» (σεμινάρια, βιβλία, έρευνες, συνεντεύξεις, αναρτήσεις κ.ά.) «ξεπλένουν» το οργανωμένο τουρκικό έγκλημα με εξισώσεις.
Απέναντι στην επιχείρηση συγκάλυψης των εγκλημάτων, μαρτυρίες στρατιωτών που συμμετείχαν στις δυνάμεις εισβολής του Αττίλα, ορθώνονται ως αυτόπτης μάρτυρας αλήθειας.
Ο Roni Alasor μεγάλωσε στην περιοχή Ερζερούμ του Κουρδιστάν, ακούοντας μαρτυρίες κάποιων που συμμετείχαν στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Χρόνια αργότερα, καταδιωκόμενος διέφυγε εκτός Τουρκίας, αλλά κατάφερε να συγκεντρώσει τέτοιες μαρτυρίες στο βιβλίο του «Διαταγή: Εκτελέστε τους αιχμάλωτους!».
Λύγισα διαβάζοντας για τις ομαδικές εκτελέσεις αμάχων, τα κομματιασμένα πτώματα, τους άγριους βιασμούς, τα φρικιαστικά βασανιστήρια και λεηλασίες που «καταγίνονταν ιδιαίτερα οι διοικητές» (π.χ. ένα κορίτσι 13-14 χρόνων σπαράζει στα χέρια Τούρκου αξιωματικού).
Ωστόσο, μια σχεδόν άγνωστη περίπτωση ενός αφανούς νεομάρτυρα της χριστιανικής πίστης, προκύπτει από την μαρτυρία του δεκανέα Ονγκάν:
«Κοντά στην περιοχή Κυθρέας, βρισκόταν το χωριό των δύο Ελλήνων παπάδων… Όταν φτάσαμε εκεί, συλλάβαμε 40 με 50 πολίτες, οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να φύγουν. Ανάμεσά τους ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά. Από αυτούς ξεχωρίσαμε τέσσερις νεαρούς άντρες. Εγώ μαζί με έναν υπολοχαγό ονόματι Χαΐρι και άλλους δύο λοχίες, τούς πήγαμε σ’ ένα δασάκι, ένα χιλιόμετρο μακριά.
Αντιστοιχούσε ένας αιχμάλωτος στον καθένα μας. Μόλις τους βγάλαμε από το αυτοκίνητο, ο υπολοχαγός σκότωσε πρώτα τον ένα από αυτούς. Μετά στράφηκε σ’ εμένα και μου είπε: «Πρέπει να πάρουμε εκδίκηση για τις έγκυες αδελφές μας που βίασαν οι Έλληνες….» και στη συνέχεια μου ζήτησε να σκοτώσω τον δεύτερο, αφού τον ξεχώρισε από τους άλλους.
Ο «δικός» μου ήταν ένας ξανθός σγουρομάλλης νεαρός με γαλάζια μάτια. Αν και πριν από λίγο είδε τον άλλο συγχωριανό του να πεθαίνει, παρέμεινε ατάραχος. Τον πήγα λίγα μέτρα πιο εκεί. Ήμουν σε αδιέξοδο και αμηχανία.
Ο αξιωματικός περίμενε να μας δει να γινόμαστε εκτελεστές. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να τον σκοτώσω εν ψυχρώ. Έψαχνα μια δικαιολογία….Τον κοίταξα στα μάτια και τον ρώτησα:
– Γίνεσαι μουσουλμάνος;
Εκείνος όρθιος, στεκόταν με τα χέρια δεμένα και με κοίταζε στα μάτια. Έδειξε να κατάλαβε και σχεδόν χαμογελώντας, κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι του και είπε μια λέξη άγνωστη σ’ εμένα: «Όι, όι».Κατάλαβα την άρνησή του. Ήταν η αφορμή που ζητούσα για να σηκώσω το όπλο μου. Για να μην πέσω στα μάτια του αξιωματικού και των συναδέλφων μου, άδειασα μια ολόκληρη γεμιστήρα πάνω του. Τώρα όμως βασανίζομαι γι’ αυτό το έγκλημα. Τα μάτια και το χαμόγελό του δεν φεύγουν ποτέ από τη σκέψη μου.»
Ως σήμερα, παραμένει άγνωστος ο ατάραχος σγουρομάλλης νεοφανής μάρτυρας του 1974 που πρόταξε: «Όι, όι». Κι όσοι δεν εξισώνουμε τα εγκλήματα για να απαλλαχτεί η Τουρκία και οι φονιάδες ανεξαρτήτως εθνικότητας, δεν συγκαλύπτουμε αλλά επιζητούμε την αλήθεια.
(*) Ο Κώστας Μαυρίδης είναι Ευρωβουλευτής του ΔΗΚΟ (S & D), και Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο – costas.mavrides@europarl.europa.eu