Η είδηση ότι γιος του πρωθυπουργού διορίστηκε στην Ευρωβουλή ως συνεργάτης Ισπανού ευρωβουλευτή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος προκάλεσε όπως ήταν αυτονόητο πολύ άσχημες εντυπώσεις αλλά και παγωμάρα (για ένα ακόμη θέμα) στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος. Ταυτόχρονα όμως ανέδειξε και την τεράστια κυβερνητική υποκρισία για το περίφημο brain gain το οποίο έχει βαλτώσει, αν δεν έχει ναυαγήσει κιόλας.
Αν και ο ευρωβουλευτής Εστεμπάν Πονς ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρξε καμία μεσολάβηση του Έλληνα πρωθυπουργού, η πρόσληψη του 24χρονου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη σε μια προνομιακή θέση στις Βρυξέλλες εκτός όλων των άλλων συνειρμών στέλνει και το εντελώς αντίθετο μήνυμα από αυτό που επιχειρεί να περάσει εδώ και τρία χρόνια η σημερινή κυβέρνηση με τις βαρύγδουπες εξαγγελίες και πρωτοβουλίες της.
Η μεγάλη φυγή των Ελλήνων στο εξωτερικό και ιδιαίτερα των νέων ξεκίνησε από τα πρώτα σκληρά μνημονιακά χρόνια, χωρίς μέχρι σήμερα να καταγράφεται οποιαδήποτε αξιοσημείωτη τάση επανάκαμψης. Τουναντίον, τελευταίες έρευνες δείχνουν ότι παραμένει πολύ υψηλό το ποσοστό εκείνων που ακόμη και τώρα επιθυμούν να φύγουν από τη χώρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το φαινόμενο του brain drain, της μαζικής μετανάστευσης, κόστισε στη χώρα μας 15 δισ. ευρώ κατά την περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Περίπου 500.000 Έλληνες επιστήμονες έφυγαν από το 2009 για το εξωτερικό στο πλαίσιο αναζήτησης εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, καθώς βρέθηκαν στο εσωτερικό αντιμέτωποι με υψηλά ποσοστά ανεργίας, περικοπές μισθών και μειωμένες κοινωνικές παροχές. Σύμφωνα με μελέτες της ICAP και εκθέσεις της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, το 35% των επιστημόνων που έφυγαν είχαν σπουδές στα χρηματοοικονομικά, τη διοίκηση και το μάρκετινγκ, το 19% στις επιστήμες μηχανικού, το 12% στην πληροφορική, το 9% στην φιλολογία, την ιστορία και τις ξένες γλώσσες ενώ το υπόλοιπο 25% είχε σπουδές νομικής, ιατρικής, πολιτικών επιστημών, τεχνών κλπ.
Ενδιαφέρον έχει επίσης οι αιτίες της φυγής των επιστημόνων από την Ελλάδα δεν ήταν μόνο οικονομικής φύσης. Συνδέονταν και με τις χρόνιες στρεβλώσεις στη λειτουργία της χώρας όπως η έλλειψη αξιοκρατίας, οι πελατειακές σχέσεις, η οικογενειοκρατία, η διαφθορά, η έλλειψη οράματος και στρατηγικής σε εθνικό επίπεδο, η εναρμόνιση των συστημάτων εκπαίδευσης, οικονομίας και κοινωνίας και το ακατάλληλο παραγωγικό μοντέλο. Όλα αυτά δηλαδή που είχε δεσμευθεί ότι θα διόρθωνε, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων, η ΝΔ και ο Κ. Μητσοτάκης πριν από τις εκλογές του 2019...
Η εικόνα της τελευταίας τριετίας όμως έχει παραμείνει τραγικά απογοητευτική. Ένα περίπου χρόνο μετά τις εκλογές βέβαια ο κ. Μητσοτάκης εμφανιζόταν αισιόδοξος ότι καταφέραμε “να ξεκινήσουμε τη διαδικασία αντιστροφής του brain drain και να το κάνουμε brain gain” αλλά χωρίς τα στοιχεία να τον επιβεβαιώνουν. Σε μια εκδήλωση του προσυνεδρίου της ΝΔ στα Ιωάννινα πέρυσι τον Νοέμβριο έφερε μάλιστα ως παράδειγμα brain gain, την επιστροφή ενός νέου επιστήμονα στην Ελλάδα. «Ο Παύλος επέλεξε, αφού σπούδασε στο εξωτερικό στο Georgia Tech, από τα καλύτερα τεχνολογικά πανεπιστήμια στον κόσμο, να γυρίσει στον τόπο του, γιατί φοβήθηκε μήπως χάσει το τρένο μιας χώρας που προχωρά με γρήγορους ρυθμούς. Είναι το καλύτερο παράδειγμα νέων παιδιών που αντιλαμβάνονται πια ότι στη χώρα τους μπορούν να έχουν τις ευκαιρίες που τους αξίζουν. Επιλέγει να γυρίσει στην Ελλάδα γιατί βλέπει μέλλον στην Ελλάδα» είχε πει. Στη συνέχεια αποκαλύφθηκε όμως ότι επρόκειτο για τον γιο του ιδρυτή και ιδιοκτήτη της γνωστής Ηπειρωτικής Βιομηχανίας Εμφιαλώσεως «Βίκος» που επέστρεψε για να αναλάβει καθήκοντα στην οικογενειακή επιχείρηση. Στο μεταξύ καθώς η μεγάλη κόρη του κ. Μητσοτάκη Σοφία είχε αρχίσει να εργάζεται στο εξωτερικό, στα κεντρικά γραφεία της CVC Capital Partners στο Λονδίνο, η κυβερνητική συζήτηση για brain gain αντιμετωπίστηκε στον πικρόχολο κόσμο του διαδικτύου και με μια άλλη διάσταση...
Μια από τις αμφιλεγόμενες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης στο διάστημα αυτό ήταν η παροχή ειδικών φορολογικών κινήτρων σε νέους που έφυγαν λόγω της κρίσης για να επιστρέψουν. Εκτός από τον σοβαρό αντίλογο ότι θα έπρεπε να προηγηθούν κίνητρα για τους νέους που έμειναν στη χώρα -και υπό συνθήκες ανεργίας ή υποαπασχόλησης προσπάθησαν να επιβιώσουν όλα αυτά τα χρόνια χωρίς να εγκαταλείψουν την Ελλάδα- εκ του αποτελέσματος φάνηκε ότι το εγχείρημα και οι εξαγγελίες δεν υπήρξαν πειστικές. Η αλήθεια είναι ότι μεσολάβησε και η πανδημία αλλά η γενική τάση όπως καταγράφεται από πολλές μαρτυρίες είναι ότι δεν έχουν γίνει όσα χρειάζονται για τη “μεγάλη επιστροφή”. Χαρακτηριστική -ακόμη και ως προς αυτά τα κίνητρα που είχαν ανακοινωθεί- είναι η περίπτωση δεκάδων Ελλήνων που εργαζόταν χρόνια στο εξωτερικό και αποφάσισαν να επιστρέψουν μετά την ελκυστική νομοθεσία για όσους επιθυμούν να γίνουν φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας. Αν και υπέβαλαν όλα τα έγγραφα που απαιτούνται, ύστερα από δύο μήνες η αίτησή τους απορρίφθηκε καθώς μαζί με τα δικαιολογητικά χάθηκαν… στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
Κι ενώ στο ίδιο επικοινωνιακό μοτίβο ο κ. Μητσοτάκης κατά την πρόσφατη συζήτηση του νομοσχεδίου «Δουλειές ξανά» στην Ολομέλεια της Βουλής επανέλαβε ότι “το brain drain έχει ήδη ανακοπεί αισθητά” και εξήγγειλε ότι από το Ταμείο Ανάκαμψης θα διοχετευθούν παραπάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ για δράσεις κατάρτισης, ήρθε και μια τελευταία έρευνα που αποτελεί πραγματικό κόλαφο. Πρόκειται για έρευνα της κάθε άλλο παρά αντισυστημικής ΔιαΝΕΟσις, που έγινε το διάστημα του φετινού Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου με τίτλο «Τι πιστεύουν οι Έλληνες 2022». Από τα ευρήματα προκύπτει ότι η απειλή του brain drain συνεχίζει να ρίχνει βαριά την σκιά της πάνω από την ελληνική πραγματικότητα καθώς εν έτει 2022 οι τάσεις φυγής δείχνουν να παραμένουν σε «μνημονιακά» επίπεδα και το 57,9% των Ελλήνων δηλώνουν ότι «θα μετανάστευαν στο εξωτερικό αν έβρισκαν δουλειά με καλύτερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες». Μάλιστα το 38,1% του γενικού πληθυσμού επιλέγουν την απάντηση «σίγουρα ναι». Κι από τους νέους, ειδικότερα, το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 77,1% για τις ηλικίες των 17-24 και στο 71,9% για τις ηλικίες των 25-39. Προφανώς ανάμεσα σε αυτούς μετά την κόρη συμπεριλαμβάνεται τώρα και ο γιος του κ. Μητσοτάκη. Εκτός κι αν υπάρχει κάποια άλλη εξήγηση...
Ανδρέας Καψαμπέλης