Χρειάστηκε να βγει ο ίδιος ο πρωθυπουργός και να απευθύνει διάγγελμα, «για να ανακοινώσει τελικά ένα... χαρτζιλίκι», σημείωσαν χαρακτηριστικά κόμματα και συνδικάτα.
Η ανακοίνωση της νέας αύξησης του κατώτατου μισθού από τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν κάτι που ο κόσμος και η αγορά θα ανέμενε με αγωνία. Μόνο που οι συνθήκες δεν είναι κανονικές, μετά τις απανωτές κρίσεις που βίωσε η χώρα μας και όχι μόνο – οικονομική κρίση, πανδημία, ενεργειακή κρίση και ακρίβεια λόγω του πολέμου στην Ουκρανία – εξαιτίας των οποίων οι προσδοκίες για μια θεαματική αύξηση του κατώτατου μισθού δεν μπορούσε παρά να είναι χαμηλές.
Παρ’ όλα αυτά, η ανακοίνωση ενός διαγγέλματος, ουσιαστικά, από τον πρωθυπουργό της χώρας, εξ ορισμού, γεννά προσδοκίες και ανεβάζει τον πήχη για το ύψος των αυξήσεων που θα δοθούν. Τελικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με το μήνυμα-διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, ανακοίνωσε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ από την 1η Μαΐου, δηλαδή 713 ευρώ μεικτά το μήνα, πράγμα που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα παίρνουν «στο χέρι», καθαρά, 613 ευρώ (από 569 σήμερα).
Μάλιστα, όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, ο κατώτατος μισθός ανεβαίνει από τα 663 στα 713 ευρώ – ποσό, το οποίο, συνδυαστικά με την πρώτη δόση του Ιανουαρίου, ισοδυναμεί με μία συνολική αύξηση 9,7% σε σχέση με τον κατώτατο μισθό του 2021».
Με απλά λόγια, εξήγησε ο κ. Μητσοτάκης, «οι σχεδόν 650.000 εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας θα κερδίσουν παραπάνω από έναν επιπλέον καθαρό μισθό ετησίως. Ένας 15ος μισθός προστίθεται, στο εξής, στο εισόδημά τους».
Υπάρχει και η άλλη άποψη, βέβαια, δηλαδή τα συνδικάτα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία, εκτός του ότι σχολίασαν πως χρειάστηκε να βγει ο ίδιος ο πρωθυπουργός και να απευθύνει διάγγελμα, για να ανακοινώσει τελικά ένα… «χαρτζιλίκι», αντιμετώπισαν με ειρωνεία την φράση του για «έναν 15ο μισθό», ο οποίος προκύπτει μόνο και μόνο επειδή πολλαπλασιάζεται το ποσό της αύξησης, που αντιστοιχεί σε 44 ευρώ το μήνα καθαρά, επί το σύνολο των ετήσιων αποδοχών – κάτι που ακούγεται εντυπωσιακό, ενώ στην ουσία πρόκειται μόνο για 44 ευρώ το μήνα, τα οποία δεν επαρκούν ούτε για τα βασικά.
Γιατί το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ζητά κατώτατο μισθό 751 ευρώ
Ένα μήνα πριν, για την ακρίβεια στις 16 Μαρτίου, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, είχε παρουσιάσει πέντε άμεσα μέτρα για την αύξηση του κατώτατου μισθού, προτείνοντας να αυξηθεί στα 751 ευρώ και εκτιμώντας ότι το κύμα ακρίβειας έχει οδηγήσει και συνεχίζει να οδηγεί σε μια σωρευτική μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού και, συνεπώς, του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των οικογενειών τους.
Η πρόταση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ελάμβανε υπόψη τις εξής παραμέτρους:
– Η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ που έχει κατώτατο μισθό χαμηλότερο από το επίπεδο του 2009 και δεν έγινε καμία αύξηση την περίοδο 2020-2021.
– Ο κατώτατος μισθός βρίσκεται χαμηλότερα από το κατώφλι της σχετικής φτώχειας.
– Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ζουν σε συνθήκες υλικής στέρησης.
– Το ποσοστό κάλυψης συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι χαμηλότερο κατά 56 ποσοστιαίες μονάδες από την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
– Οι θεσμοί προστασίας της ελληνικής αγοράς εργασίας αποκλίνουν σημαντικά από τα ισχύοντα στα αναπτυγμένα κράτη-μέλη της ΕΕ
Τι προτείνει
1. Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας, με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους, στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης και, τελικά, τη συμμόρφωση, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.
2. Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ ανά μήνα.
3. Στη συνέχεια, αύξηση του κατώτατου μισθού έως ότου καταστεί ίσος με το 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης. Η προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης θα μπορούσε να γίνει και βάσει μιας συνδυαστικής μεταβολής με το 50% του μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης, ως αποτέλεσμα ενός συμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος.
4. Άμεση λήψη θεσμικών μέτρων που θα αποθαρρύνουν τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
5. Σημαντική αύξηση του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με στόχο το 70% των μισθωτών και θωράκισή τους με παράταση της ισχύος όλων των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μέχρι την ολοκλήρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την υπογραφή νέων.
6. Στόχευση και εντατικοποίηση των ελέγχων της Επιθεώρησης Εργασίας, ώστε να περιοριστούν φαινόμενα παράνομων πρακτικών, μη συμμόρφωσης των εργοδοτών και εργοδοτικής παραβατικότητας.
Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτερου μισθού
Στο Διάγραμμα 1 το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ είχε παρουσιάσει, βάσει στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, την απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, τονίζοντας ότι το κύμα ακρίβειας οδηγεί σε διαρκή μείωση της αγοραστικής δύναμης, η οποία από 4,5% τον Αύγουστο του 2021, ανήλθε τον Δεκέμβριο σε 10,4%.
Τον Ιανουάριο του 2022, η προγραμματισμένη μικρή, όσο και καθυστερημένη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, περιόρισε σε μικρό βαθμό την απώλεια αγοραστικής δύναμης, η οποία όμως ανήλθε τελικά σε 12,1%.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού περιόρισε την απώλεια αγοραστικής δύναμης μόλις κατά 0,2%, αφού χωρίς αυτήν η απώλεια αγοραστικής δύναμης θα ήταν 12,3%. Όμως, οι υπολογισμοί αυτοί αφορούν στον μεικτό κατώτατο μισθό, υπογραμμίζει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, εξηγώντας πως αν αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, τότε τον Ιανουάριο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του καθαρού κατώτατου μισθού ξεπέρασε το 14% έναντι του Ιανουαρίου του 2021, όταν η αντίστοιχη ετήσια απώλεια τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 12,1%.
ΓΣΕΕ: Έξι στους 10 εργαζόμενους «κόβουν» δαπάνες για βασικά είδη διατροφής
Την ίδια στιγμή, δραματικές είναι οι συνέπειες στην ποιότητα ζωής των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα από το ενεργειακό σοκ και το πληθωριστικό ράλι των τελευταίων μηνών, όπως προκύπτει από τους Δείκτες Κλίματος Αγοράς Εργασίας που δημοσιοποίησε στις 31 Μαρτίου η ΓΣΕΕ. Σχεδόν δύο στους τρεις εργαζόμενους δήλωσαν ότι έχουν οδηγηθεί σε περιορισμό δαπανών για βασικά αγαθά διατροφής. Επίσης, τρεις στους τέσσερις ανέφεραν ότι έχουν μειώσει τις δαπάνες για θέρμανση και τέσσερις στους πέντε για ψυχαγωγία.
Αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης
Για αυξήσεις «ψίχουλα» μπροστά στο κύμα ακρίβειας και για κυβερνητικά «χατίρια» στις εργοδοτικές ενώσεις και τους επιχειρηματίες – ήδη, οι περισσότερες ενώσεις εργοδοτών εκφράστηκαν θετικά για τις κυβερνητικές ανακοινώσεις – έκαναν λόγο τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τόνισε δηκτικά πως «ο μισθός επί Μητσοτάκη δεν φτάνει ούτε για τους λογαριασμούς ρεύματος», ενώ το ΚΙΝΑΛ σημείωσε ότι «ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, έχοντας στο μεταξύ αφήσει την ακρίβεια να κατατρώει το εισόδημα των πολιτών».
Η αύξηση του κατώτατου μισθού την οποία εξήγγειλε ο πρωθυπουργός έχει ήδη εξανεμιστεί από τις ανατιμήσεις και θα επιβαρύνει τον ιδιωτικό τομέα ο οποίος ήδη αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, υποστηρίζει σε ανακοίνωσή της η Ελληνική Λύση, σχολιάζοντας το τηλεοπτικό μήνυμα του πρωθυπουργού.
«Η πολυδιαφημιζόμενη – από την κυβέρνηση – αύξηση του κατώτατου μισθού έχει εξανεμιστεί πριν καν δοθεί, εξαιτίας της εκτίναξης της ακρίβειας, διαμορφώνοντας τον ονομαστικό κατώτατο μισθό σε επίπεδο πιο χαμηλό από αυτό που ήταν 13 χρόνια πριν», σχολίασε από την πλευρά του το ΚΚΕ, με το ΜέΡΑ25 να επισημαίνει πως «η αύξηση του κατώτατου μισθού έχει εξαϋλωθεί από την ακρίβεια».