Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές διαπίστωσαν έναν μηχανισμό ανίχνευσης που σχετίζεται με το εντερικό μικροβίωμα και εξηγεί πώς η συγκεκριμένη χημική ένωση μειώνει τη νευροτοξικότητα στον εγκέφαλο των ασθενών που πάσχουν από τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Υπάρχουν μάλιστα στοιχεία που αναδεικνύουν ότι τα λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας (SCFA), μεταβολίτες που παράγονται από τα καλά βακτήρια του εντέρου και αποτελούν την κύρια πηγή θρεπτικών συστατικών για τα κύτταρα του παχέος εντέρου, συμβάλλουν στην υγεία του εγκεφάλου. Ο αριθμός τους όμως συχνά φθίνει στους ηλικιωμένους ασθενείς με ήπια γνωστική εξασθένηση και νόσο Aλτσχάιμερ. Η συμβολή όμως αυτής της μείωσης στην πρόοδο της νόσου Αλτσχάιμερ παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη.
Τα λιπαρά αυτά οξέα (SCFA) που προέρχονται από το έντερο ταξιδεύουν έχοντας ως όχημα το αίμα και φτάνουν μέχρι τον εγκέφαλο, όπου μπορούν να συνδεθούν, ενεργοποιώντας τον ελεύθερο υποδοχέα λιπαρών οξέων 2 (FFAR2), ένα μόριο σηματοδότησης κυττάρων που εκφράζεται στα εγκεφαλικά κύτταρα που ονομάζονται νευρώνες.
Αυτή η διαδικασία, η ενεργοποίηση δηλαδή αυτού του μηχανισμού του υποδοχέα από αυτούς τους μεταβολίτες (SCFAs) μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά για τα εγκεφαλικά κύτταρα, περιορίζοντας τη συσσώρευση της πρωτεΐνης αμυλοειδούς-βήτα (Αβ) που σχετίζεται με τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Τι εξέτασαν οι ερευνητές
Η συγκεκριμένη μελέτη του Πανεπιστημίου της Νότιας Φλόριντα είναι και η πρώτη που φτάνει σε αυτό το συμπέρασμα σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή Hariom Yadav, καθηγητή νευροχειρουργικής στο Ιατρικό Κολλέγιο του Πανεπιστήμιου, όπου διευθύνει και το Πανεπιστημιακό Κέντρο Ερευνών Μικροβιώματος.
Αφού έφτασαν λοιπόν οι ερευνητές σε αυτή τη συσχέτιση των μεταβολιτών με τους υποδοχείς του εγκεφάλου, θέλησαν να εξετάσουν πιθανές φυσικές ουσίες που μιμούνται αυτή τη διαδικασία ενεργοποίησης. Πραγματοποιώντας μια εικονική εξέταση μεγάλης κλίμακας περισσότερων από 144.000 φυσικών ενώσεων, κατέληξαν στις 15 ισχυρότερες ενώσεις.
Συμπέραναν ότι μια χημική ένωση φυτικής προέλευσης, η οποία δίνει το χαρακτηριστικό άρωμα στον βασιλικό, η φενχόλη, μπορούσε ευκολότερα να συνδεθεί με τους υποδοχείς και να ενεργοποιήσει τη σηματοδότησή τους.
Περαιτέρω έρευνες σε νευρώνες του εγκεφάλου αλλά και σε πειράματα σε ποντίκια απέδειξαν ότι η συγκεκριμένη χημική ένωση μείωσε σημαντικά τη συσσώρευση των β-αμυλοειδών (Aβ) και τον θάνατο των νευρώνων.
Πιο συγκεκριμένα, η χημική ένωση φενχόλη μείωσε τα γηρασμένα κύτταρα των νευρώνω, χαρακτηριστικό του εγκεφάλου των ασθενών με τη νόσο Αλτσχάιμερ. Αυτά τα κύτταρα όχι μόνο σταματούν να αναπαράγονται, αλλά προσβάλλουν και τα γειτονικά υγιή κύτταρα, μετατρέποντάς τα σε κύτταρα «ζόμπι».
Παρόλα αυτά, οι ερευνητές καταλήγουν στη διαπίστωση ότι χρειάζεται περισσότερο ερευνητικό υλικό για να οδηγηθούν σε πιο ασφαλή ερευνητικά συμπεράσματα.