Του Γιάννη Παπαμιχαήλ
(τ. Καθηγητή Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου)
Όλα ξεκίνησαν για τον Μάνθο όταν, αφού περίμενε ως συνοδός μαθητή νηπιαγωγείου στην... ουρά με τη δήλωση του αρνητικού self test στο χέρι, μέχρι η Διευθύντρια να ελέγξει ένα προς ένα, όλα αυτά τα πιστοποιητικά πολιτικώς ορθής υπακοής της οικογένειας των μικρών μαθητών, για να τους επιτρέψει την ασφαλή είσοδο στο «σχολείο της», διαμαρτυρήθηκε για την πολύωρη υποχρεωτική χρήση της μάσκας από τα ταλαίπωρα νήπια.
«Έτσι είναι ο Νόμος κύριε, αν δεν σας αρέσει, τα παράπονά σας αλλού!», τον αποπήρε η υπεύθυνη, επικροτούμενη από την πλειοψηφία των υπόλοιπων γονέων και κηδεμόνων της ουράς, που συμπλήρωναν πρόχειρα ο ένας στην πλάτη του άλλου, τα πιστοποιητικά τους.
Οι περισσότεροι από αυτούς απαιτούσαν άλλωστε, συχνά με τα σπασμένα ελληνικά τους, να συμμορφωθεί με τις οδηγίες της μασκοφορίας ή να φύγει ώστε να μην καθυστερούν άλλο στην είσοδο του σχολείου. Συμμορφώθηκε: πήρε το παιδί του και απομακρύνθηκε από το ευαγές Ίδρυμα.
Σε αναστολή εργασίας ως ανεμβολίαστος και «αρνητής» των εμβολίων για τον covid 19, από το δημόσιο νοσοκομείο που δούλευε με επαγγελματική ευσυνειδησία ως νοσοκόμος εδώ και είκοσι χρόνια (φορώντας προφανώς πάντα τις μάσκες του και απολυμαίνοντας σχολαστικά τα χέρια του), συνεπώς, έχοντας το πρωινό του ελεύθερο, απασχόλησε μόνος του το νήπιο, σουλατσάροντας στον Εθνικό Κήπο όλο το πρωινό. Το απόγευμα, η πρώην σύζυγός του, επιστρέφοντας σπίτι μετά τη δουλειά της, τον αποπήρε ως ξεροκέφαλο και ασυνείδητο «τέρας εγωισμού».
«Μην ξανάρθεις για το παιδί το πρωί!», τον ειδοποίησε.
«Θα κανονίσω να πηγαίνει σχολείο με άλλους ανθρώπους, σοβαρότερους από εσένα».
Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που το άκουγε. Ήδη, το καλοκαίρι, η μητέρα του του είχε ζητήσει κλαίγοντας από το τηλέφωνο να εμβολιαστεί αμέσως, αλλιώς «δεν ήθελε να τον ξαναδεί». Οι γείτονες τον κοιτούσαν με αντιπάθεια να κυκλοφορεί στο δρόμο χωρίς την μάσκα του και συχνά μόλις τον συναντούσαν, άλλαζαν πεζοδρόμιο. Ένας μάλιστα τον είχε ρωτήσει κάπως απότομα αν σκόπευε να εμβολιαστεί και εξοργισμένος από την ασαφή, εμμέσως αρνητική απάντησή του, του γύρισε την πλάτη και από τότε μόλις τον έβλεπε, γύριζε το πρόσωπό του αλλού. Η αδερφή του του είχε απαγορεύσει, έστω και μια σύντομη διαμονή στο πατρικό τους, στην ορεινή Κορινθία, τονίζοντας του ότι όπως αυτός δεν είχε καμία συνείδηση των ευθυνών του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, έτσι κι αυτή δεν μπορούσε να επιτρέψει στα παιδιά της να διακινδυνεύσουν την υγεία τους συναναστρεφόμενα αναγκαστικά ένα θείο, η ανεύθυνη στάση του οποίου απέναντι στην πανδημία προκαλούσε σε όλους απέχθεια και τρόμο.
Ο Μάνθος σκεφτόταν ότι κάθε λογική επιχειρηματολογία, κάθε επίκληση των επιφυλάξεων έναντι των εμβολίων που είχαν κατά καιρούς εκφράσει κορυφαίοι επιστήμονες, έμοιαζε ανώφελη. Η αδερφή του, ο άντρας της, τα παιδιά της (έφηβοι 15 και 17 ετών), το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον τους, άκουγαν με ευλάβεια μόνο γιατρούς τηλεοπτικώς προβεβλημένους από τα ΜΜΕ και επιστρατευμένους από το καθεστώς της υγειονομικής τρομοκρατίας στο έργο της χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Εντούτοις, ο Μάνθος θα περίμενε τουλάχιστον από τα ανίψια του μια πιο κριτική αντιμετώπιση της κατάστασης. Ο μεγαλύτερος μάλιστα, πριν αποκτήσει τόσο έντονες υγειονομικές ευαισθησίες, είχε κατά καιρούς απασχολήσει την οικογένειά του με αρκετές μικροπαραβατικές συμπεριφορές μεταξύ των οποίων και η συστηματική κατανάλωση ινδικής κάνναβης, ίσως και άλλων, υγειονομικώς ύποπτων ουσιών.
Χωρίς λοιπόν να απαντήσει τίποτα στην πρώην σύζυγό του, έφυγε για να ετοιμαστεί για την προσωρινή, βραδινή του απασχόληση ως σερβιτόρος σε μια κρεπερία του κέντρου, όπου ευτυχώς, ακόμα κανείς δεν του είχε ζητήσει να εμβολιαστεί. Γύρω στις εννιά, μια ευειδής τριαντάρα με ύφος κατόχου μεταπτυχιακών διπλωμάτων από έγκριτο πανεπιστήμιο της αλλοδαπής και υποψηφία διδάσκουσα σε ΑΕΙ της ημεδαπής, μπήκε στην αίθουσα σέρνοντας πίσω της ένα σκυλάκι.
«Κυρία», της είπε ευγενικά ο Μάνθος ακολουθώντας πιστά τις σχετικές οδηγίες του εργοδότη του, «τα σκυλιά απαγορεύονται μέσα στην αίθουσα».
«Σηκώστε παρακαλώ την μάσκα σας πάνω από την μύτη!», του αντιγύρισε περιφρονητικά.
Συμμορφώθηκε με την οδηγία της, αλλά η πελάτισσα ήδη έφευγε ρίχνοντας γύρω της ματιές οργής και απαξίωσης.
«Θα μπορούσες να της το πεις πιο ευγενικά και ιδίως να κρατάς την μάσκα σου ψηλά όσο δουλεύεις εδώ μέσα, για να μην δίνουμε δικαιώματα για παρατηρήσεις στους πελάτες», του επεσήμανε ψυχρά η σύζυγος του ιδιοκτήτη.
«Μάλιστα, στις διαταγές σας!», απάντησε κάπως ειρωνικά σηκώνοντας την μάσκα του ως ακριβώς κάτω από τα μάτια.
Η ιδιοκτήτρια τον κοίταξε αυστηρά και κούνησε το κεφάλι της.
«Δεν πας καλά!», του είπε. «Μάλλον χρειάζεσαι βοήθεια από κανέναν ψυχίατρο. Φρόντισέ το πριν ξανάρθεις στο μαγαζί για δουλειά.»
Συμφώνησε, θέλοντας και μη. Πήγε κατευθείαν σπίτι, έφαγε ένα τοστ και άνοιξε την τηλεόραση. Ως συνήθως, αισθανόταν ότι η καθημερινή «ενημέρωση» αγρίευε την κοινή γνώμη, ενώ η μόνιμη εικόνα με την έτοιμη σύριγγα και το μπράτσο με το σηκωμένο μανίκι επιβεβαίωνε την τοτεμική αξία του εμβολίου. Κρούσματα, αριθμοί διασωληνωμένων, νεκροί στις υπερφορτωμένες ΜΕΘ, πότε «με» covid, πότε «από» covid, πότε με υποκείμενα νοσήματα και πότε χωρίς, πότε ηλικιωμένοι, πότε μεσήλικες, πότε παιδιά. Πολλές, μισές, συχνά προκατασκευασμένες αλήθειες, επικαλυμμένες με veritas, που υποδήλωναν ρητές βεβαιότητες, οι οποίες, όταν αποφασιστεί πολιτικά, οφείλουν να επιβεβαιώνονται από την πραγματικότητα, έστω και αν προκύπτουν από το πλήρες ξεχαρβάλωμα της κοινής λογικής.
Σε τέτοιες συνθήκες, κάθε συζήτηση έμοιαζε για τον Μάνθο άσκοπη. Λίγοι φίλοι του, κάπως ευκατάστατοι, ιδίως μετά τις αναγκαστικές οικονομίες που είχαν κάνει τον καιρό του πολύμηνου εγκλεισμού τους κατ’ οίκον, ευπειθώς τσιμπημένοι εδώ και λίγο καιρό, απολάμβαναν πλέον όχι κάποια συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματά τους (τα οποία μάλιστα υποτίθεται ότι η πολιτική θρησκεία του δικαιωματισμού είχε αναγνωρίσει ως κοινά και απαραβίαστα σε όλα τα άτομα του ανθρώπινου είδους ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, τόπου καταγωγής, θρησκευτικών πεποιθήσεων ή σεξουαλικών προτιμήσεων), αλλά τα προνόμια έναντι των απείθαρχων, που τους έδινε η προσαρμογή τους στις κρατικές υγειονομικές οδηγίες.
Όπως το έβλεπε ο Μάνθος, αυτοί οι «προνομιούχοι» τριγυρνούσαν σε νησιά, μπαινόβγαιναν σε πλοία και αεροπλάνα, σε κοσμικές παραλίες του εξωτερικού ανοιχτές μόνο σε εμβολιασμένους, σε νυχτερινά κέντρα με μουσική, στα πλαίσια της κρατικής επιχείρησης «Ελευθερία», που βέβαια αφορούσε τους άλλους και όχι αυτόν. Ο Μάνθος παρατηρούσε πως οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους προνομιούχους απλώς εκλογίκευαν τη δουλική στάση τους ως ενδεικτική μιας δικής τους φανταστικής διανοητικής και εν τέλει πολιτικά προοδευτικής ανωτερότητας έναντι των δήθεν αυτομάτως σκοταδιστικών, αναχρονιστικών ή θρησκόληπτων αντιστάσεων του διάχυτου, αντιεμβολιαστικού λαϊκισμού. Ο Μάνθος διαπίστωνε ότι τώρα πια, ακόμα και οι πιο δικοί του άνθρωποι, υπογράμμιζαν την συμπόρευση των αντιεμβολιαστών με νεοφασιστικά πολιτικά κινήματα, ακολουθώντας κατά γράμμα την γραμμή των καθεστωτικών ΜΜΕ.
Με άλλα λόγια, οι παλιοί φίλοι του έλεγαν πως δεν τον καταλάβαιναν πια. Κάποτε μάλιστα του έκαναν και πολύ αρνητικά σχόλια: «Θέλεις να δούμε», του έγραφε σε mail ένας από τους πρώην συντρόφους «μια συγκεκριμένη σχεσούλα ανάμεσα σε αντιεμβολιαστικό κίνημα και επανεμφάνιση των φασιστών; Για ρίξε σε παρακαλώ μια προσεκτική ματιά στα βιντεάκια των συγκεντρώσεων: δίπλα σε «αγιορείτες» και «αγανακτισμένους» θα δεις κάτι μαύρες μπλούζες κάτω από ξυρισμένα κεφάλια. Τυχαίο; Δεν νομίζω! Εσύ τι λες;»
Δεν απάντησε τίποτα. Σκεφτόταν συχνά τους Ρινόκερους του Ιονέσκο. Έπειτα θυμόταν που και που εκείνο τον γέρο Γερμανό εργάτη σε ένα παλιό φιλμ (ίσως θα ήταν το «καμπαρέ»), ο οποίος σκύβει με τρόμο και απόγνωση το κεφάλι του, όταν σε ένα δημόσιο κήπο, όλοι οι πολιτικώς ορθοί Γερμανοί πολίτες της εποχής, λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τραγουδούσαν όρθιοι, χαιρετώντας ναζιστικά, ένα ρομαντικό εμβατήριο.
Ο Μάνθος λυπόταν για τους νέους διχασμούς που κατέστρεφαν τα τελευταία υπολείμματα της κοινωνικής συνεκτικότητας. Είχε μάλιστα την αίσθηση ότι μετά το μάθημα τυφλής υποταγής που είχε πάρει κατά το διάστημα της πανδημίας, η κοινωνία διαλυόταν πλέον στα εξ ων δεν συνετέθη ποτέ. Ότι ένα ακραίο μεταφασίζον «κέντρο» είχε οριστικώς καταλάβει τον χώρο της δημοκρατικής μέσης οδού και είχε εκτοπίσει την κοινή λογική από τις προοδευτικές συνειδήσεις. Αναρωτιόταν λοιπόν πως, με ποια κοινά σημεία αναφοράς, θα μπορούσε μέσα από τα ερείπια, να οικοδομηθεί πάλι ένας λαός, με εκείνα μάλιστα τα αντιστασιακά στοιχεία που μέχρι πρότινος ανίχνευε στους Έλληνες ένας ιστορικός σαν τον Σβορώνο, αλλά που χαρακτήριζαν επίσης, σύμφωνα τουλάχιστον με τις γαλατικές φαντασιώσεις των σημερινών Γάλλων, το παραδοσιακά ανυπότακτο, μυθικό χωριό του Αστερίξ.
Κάπου κάπου έφτασε λοιπόν να αμφιβάλλει ακόμα και για τον ορθολογικό χαρακτήρα των δικών του αντιστάσεων.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αμφιταλαντεύσεων, περνώντας μια δυο μέρες μετά, έξω από ένα εμβολιαστικό κέντρο, όπου ο κάθε νέος σωτήρας του εαυτού και της ανθρωπότητας λάμβανε με τον εμβολιασμό του ένα εισιτήριο πλοίου για την Αίγινα, σκέφτηκε μια στιγμή να μπει, να βρει την ησυχία του, να προσχωρήσει εμπράκτως στο στρατόπεδο των πολιτικώς ορθά σκεπτόμενων, να κερδίσει ως κομφορμιστής, την πρόσβαση στην κανονικότητα…
Αλλά όχι, τελικά δεν μπορούσε, η λογική του τον εμπόδιζε, οι πεποιθήσεις του το απαγόρευαν, οι επιφυλάξεις του για τις πιθανές παρενέργειες του εμβολίου τον φρέναραν. Ήταν 45 ετών, αθλητικός, προσεκτικός με την υγεία του, όχι βέβαια υπερβολικά, αλλά αρκετά, ώστε να μην συχνάζει σε νοσοκομεία και αίθουσες παραμονής των γιατρών. Ήταν λοιπόν παράλογο, ασυνεπές με την ιδέα που είχε για την ηθική του ακεραιότητα και για τις θυσίες που άξιζε η διατήρηση της ελευθερίας των επιλογών του – της ελευθερίας που ως αξία, αποτελεί την προϋπόθεση κάθε αξιοπρεπούς τρόπου ζωής…
Σκέφτηκε, μέσα στο στρίμωγμα, να πάει σε ένα studio, να συναντήσει καμιά όμορφη, κάπως να ξεχαστεί. Αλλά η επαγγελματίας στην είσοδο απαιτούσε πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης ή έστω, μοριακό τεστ. Γύρισε σπίτι σε κατάσταση κατάθλιψης συνυφασμένης με κάποια πρώτα συμπτώματα πανικού.
Και έμεινε εκεί με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι δύο ολόκληρες μέρες, δύο ολόκληρες νύχτες. Το τρίτο βράδυ γύμνωσε στην άκρη ένα χοντρό ηλεκτρικό καλώδιο και έβαλε την άλλη άκρη στην πρίζα. Ύστερα γδύθηκε και χώθηκε ολόκληρος μέσα στην μπανιέρα που είχε προηγουμένως γεμίσει ως απάνω με ζεστό νερό.
«Σαν τους βλάχους», σκέφτηκε, χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί. Πήρε τη γυμνή άκρη του καλωδίου και με μια απότομη κίνηση τη βούτηξε στο νερό. Δεν ακούστηκε παρά ο ήχος ενός σπασμού και κάτι σαν τσιτσύρισμα που συνοδεύει το βραχυκύκλωμα.
Για άλλη μια φορά, ένα νέο θύμα είχε προστεθεί στην ατέλειωτη λίστα των νεκρών από τον covid 19.
Γιάννης Παπαμιχαήλ,
τ. Καθηγητής Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
"Ρεσάλτο"