Τον Φεβρουάριου του 2000 πυροβολήθηκε 20 φορές και μεταφέρθηκε βαριά τραυματισμένος στο νοσοκομείο όπου εξέπνευσε ύστερα από μερικές ημέρες.
Οι αστυνομικοί μιλούν και σήμερα για τον μεγαλύτερο Έλληνα βομβιστή που έδρασε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, χωρίς να γίνει ποτέ αντιληπτός ο ρόλος του από τις διωκτικές αρχές. Για έναν άριστο γνώστη των εκρηκτικών, ο οποίος κατασκεύασε και πυροδότησε βόμβες (κυρίως με χρήση τηλεκοντρόλ) σε τουλάχιστον 30 ανεξιχνίαστες ως σήμερα εγκληματικές επιθέσεις όλων των συμμοριών της Αττικής.
Για έναν κακοποιό που ήταν αρχηγός μιας ομάδας πρώην μελών της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών οι οποίοι μετά τη θητεία τους εντάχθηκαν στο οργανωμένο έγκλημα της χώρας μας. Για έναν άνθρωπο που έδωσε το «παρών» στον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας στο πλευρό παραστρατιωτικών οργανώσεων, ύστερα από εντολές Ελλήνων μαφιόζων που νοίκιαζαν μισθοφόρους, αλλά και εμπλοκή πρώην στρατιωτικών.
Ακόμη και σήμερα η ΕΛ.ΑΣ. συγκεντρώνει στοιχεία εκ των υστέρων, όταν ήταν αδύνατον να διασταυρωθούν και να ελεγχθούν μέσα από κατηγορητήριο ή σε συγκεκριμένη ακροαματική διαδικασία.
Ο πατέρας του Παπαμάλη ήταν ναυτικός όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς του. Ήλθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του τη δεκαετία του '60 και υπηρέτησε στη Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών αποκτώντας έτσι εξαιρετικές γνώσεις στην κατασκευή και τη χρήση εκρηκτικών υλών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσαν οι αστυνομικοί, μια παρέα από «βατράχια» των ΜΥΚ, που είχε ως άτυπο αρχηγό τον Παπαμάλη, αποτέλεσε κυρίως τη δεκαετία του '90 την ομάδα κρούσης των νονών της νύχτας διεκπεραιώνοντας σχεδόν όλες τις βομβιστικές επιθέσεις του οργανωμένου εγκλήματος.
Στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο Θεμιστοκλής Παπαμάλης γνώρισε έναν μπράβο με το ψευδώνυμο «Αρκούδος». Μέσω αυτού ο Παπαμάλης ήλθε σε επαφή με τους γνωστούς νονούς Γ. Φραγκογιάννη και Θ. Καλαποθαράκο, οι οποίοι είχαν πάρει, από τις αρχές της δεκαετίας του '90, τα σκήπτρα στα κυκλώματα προστασίας και θεωρούνταν οι «άρχοντες της παραλίας».
Παράλληλα, σύμφωνα με δικογραφία που σχηματίσθηκε το 1996, οι Καλαποθαράκος και Φραγκογιάννης εμφανίσθηκαν ως αρχηγοί του επονομαζόμενου «συνδικάτου των εκτελεστών» που έδρασε την περίοδο 1989 -1995 και ευθύνεται για οκτώ δολοφονίες. Οι Καλαποθαράκος και Φραγκογιάννης έβλεπαν στο πρόσωπο του Παπαμάλη έναν στενό συνεργάτη - παντελώς άγνωστο στην Αστυνομία - ο οποίος μπορούσε να αναλάβει τη διεκπεραίωση βομβιστικών επιθέσεων. Όπως λένε σήμερα άνθρωποι που γνώρισαν τον Παπαμάλη, «ήταν άσος στην κατασκευή όλων των τύπων βομβών.
Πρώην συνεργάτες του Παπαμάλη μιλούν στο edolio5για έναν ευγενικό, λιγομίλητο άνθρωπο με έντονη όμως την επίδραση της στρατιωτικής εκπαίδευσης στη ζωή του. Θυμούνται χαρακτηριστικά ότι «ορισμένες φορές ανέβαινε με μια σκηνή στην Πάρνηθα ή στην Πεντέλη και έμενε εκεί για ημέρες χωρίς προμήθειες τροφίμων και ζούσε τρώγοντας καρπούς από τα δέντρα. Μας έλεγε ότι έτσι ηρεμούσε και ανανεωνόταν...». Ο Παπαμάλης συνελήφθη μόνο μία φορά από την Αστυνομία τον Φεβρουάριο του 1995 για κατοχή μικρής ποσότητας όπλων και εκρηκτικών, και καταδικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σε πολύμηνη φυλάκιση με αναστολή .
Στις 5 Ιουλίου 1996 ο 27χρονος αστυνομικός Ηρακλής Νικολόπουλος πυροβολεί εν ψυχρώ, ύστερα από μια αστεία παρεξήγηση, και σκοτώνει τον Γιώργο Φραγκογιάννη και τραυματίζει τον Θέμη Καλαποθαράκο σε ένα παραλιακό μαγαζί που διαχειριζόντουσαν οι Μπολέτσης - Παναγόπουλος και Κακέτσης .
Ακόμη και σήμερα η ΕΛ.ΑΣ. συγκεντρώνει στοιχεία εκ των υστέρων, όταν ήταν αδύνατον να διασταυρωθούν και να ελεγχθούν μέσα από κατηγορητήριο ή σε συγκεκριμένη ακροαματική διαδικασία.
Ο πατέρας του Παπαμάλη ήταν ναυτικός όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς του. Ήλθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του τη δεκαετία του '60 και υπηρέτησε στη Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών αποκτώντας έτσι εξαιρετικές γνώσεις στην κατασκευή και τη χρήση εκρηκτικών υλών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσαν οι αστυνομικοί, μια παρέα από «βατράχια» των ΜΥΚ, που είχε ως άτυπο αρχηγό τον Παπαμάλη, αποτέλεσε κυρίως τη δεκαετία του '90 την ομάδα κρούσης των νονών της νύχτας διεκπεραιώνοντας σχεδόν όλες τις βομβιστικές επιθέσεις του οργανωμένου εγκλήματος.
Στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο Θεμιστοκλής Παπαμάλης γνώρισε έναν μπράβο με το ψευδώνυμο «Αρκούδος». Μέσω αυτού ο Παπαμάλης ήλθε σε επαφή με τους γνωστούς νονούς Γ. Φραγκογιάννη και Θ. Καλαποθαράκο, οι οποίοι είχαν πάρει, από τις αρχές της δεκαετίας του '90, τα σκήπτρα στα κυκλώματα προστασίας και θεωρούνταν οι «άρχοντες της παραλίας».
Παράλληλα, σύμφωνα με δικογραφία που σχηματίσθηκε το 1996, οι Καλαποθαράκος και Φραγκογιάννης εμφανίσθηκαν ως αρχηγοί του επονομαζόμενου «συνδικάτου των εκτελεστών» που έδρασε την περίοδο 1989 -1995 και ευθύνεται για οκτώ δολοφονίες. Οι Καλαποθαράκος και Φραγκογιάννης έβλεπαν στο πρόσωπο του Παπαμάλη έναν στενό συνεργάτη - παντελώς άγνωστο στην Αστυνομία - ο οποίος μπορούσε να αναλάβει τη διεκπεραίωση βομβιστικών επιθέσεων. Όπως λένε σήμερα άνθρωποι που γνώρισαν τον Παπαμάλη, «ήταν άσος στην κατασκευή όλων των τύπων βομβών.
Πρώην συνεργάτες του Παπαμάλη μιλούν στο edolio5για έναν ευγενικό, λιγομίλητο άνθρωπο με έντονη όμως την επίδραση της στρατιωτικής εκπαίδευσης στη ζωή του. Θυμούνται χαρακτηριστικά ότι «ορισμένες φορές ανέβαινε με μια σκηνή στην Πάρνηθα ή στην Πεντέλη και έμενε εκεί για ημέρες χωρίς προμήθειες τροφίμων και ζούσε τρώγοντας καρπούς από τα δέντρα. Μας έλεγε ότι έτσι ηρεμούσε και ανανεωνόταν...». Ο Παπαμάλης συνελήφθη μόνο μία φορά από την Αστυνομία τον Φεβρουάριο του 1995 για κατοχή μικρής ποσότητας όπλων και εκρηκτικών, και καταδικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σε πολύμηνη φυλάκιση με αναστολή .
Στις 5 Ιουλίου 1996 ο 27χρονος αστυνομικός Ηρακλής Νικολόπουλος πυροβολεί εν ψυχρώ, ύστερα από μια αστεία παρεξήγηση, και σκοτώνει τον Γιώργο Φραγκογιάννη και τραυματίζει τον Θέμη Καλαποθαράκο σε ένα παραλιακό μαγαζί που διαχειριζόντουσαν οι Μπολέτσης - Παναγόπουλος και Κακέτσης .
Στις 4 Δεκεμβρίου 1997 ακολουθεί το ανταποδοτικό χτύπημα της μαφίας. Στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας της οδού Τριπόλεως 22 στον Κολωνό, όπου διαμένει ο απόστρατος συνταγματάρχης του Στρατού Νίκος Νικολόπουλος - πατέρας του αστυνομικού - σημειώνεται ισχυρότατη έκρηξη με αποτέλεσμα τον θάνατο του αξιωματικού. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των αστυνομικών το παγιδευμένο δέμα αποδίδεται σε έμπνευση και κατασκευή του Παπαμάλη.
Ωστόσο, σύμφωνα με εκτιμήσεις αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., εκείνη την περίοδο - το 1997- ο Παπαμάλης άρχισε να συνεργάζεται και με άλλες συμμορίες της Αθήνας προσφέροντας τεχνογνωσία κατασκευής βομβών. Αυτό ίσως απετέλεσε και το μοιραίο λάθος του. . Εκείνη την περίοδο ο πρώην άνδρας των ΜΥΚ άρχισε να συνεργάζεται και με άλλη συμμορία που δραστηριοποιούνταν στα δυτικά προάστια της Αθήνας και στον Πειραιά. Στην ομάδα αυτή αρχηγός εμφανιζόταν ο 40χρονος Αρης Λακιώτης που ουσιαστικά προστάτευε τα συμφέροντα του Βασίλη Στεφανάκου.
Μέλη αυτής της ομάδας δραστηριοποιούνταν στο λαθρεμπόριο πετρελαίου και είχαν έλθει σε σύγκρουση και αντιδικία με τον ιδιοκτήτη μικρών δεξαμενοπλοίων, Δημ Γκανά. Σε ορισμένα δεξαμενόπλοια πραγματοποιούσε εργασίες καθαρισμού των υφάλων ομάδα δυτών από το Πέραμα, ορισμένοι από τους οποίους είχαν προϋπηρεσία στη ΜΥΚ και διατηρούσαν συνεργασία με τον Παπαμάλη.
Σύμφωνα με τρεις καταθέσεις που έδωσε τον Ιούνιο του 2003 στον 11ο τακτικό ανακριτή της Αθήνας ένας συνεργάτης της μαφίας των δυτικών προαστίων, «άνθρωπος της συμμορίας που ασχολείτο με το λαθρεμπόριο πετρελαίου είπε σε έναν άνδρα των ΜΥΚ ότι ήθελε να ανατινάξει τα πλοία του Γκανά. Ο άνδρας των ΜΥΚ και ο Παπαμάλης βούτηξαν και τοποθέτησαν σε δύο πλοία από το κάτω μέρος τους εκρηκτικά και τα βύθισαν».
Σημειώνεται ότι άλλοι 7 πρώην άνδρες της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών έχουν εντοπισθεί την περίοδο 1998-2003 να συνεργάζονται με συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος. Ανάμεσα τους και υψηλόβαθμος αξιωματικός!
Στα τέλη όμως της δεκαετίας του '90 άρχισε η ρήξη του Παπαμάλη με τον Θέμη Καλαποθαράκο. Ο Καλαποθαράκος ζητούσε από τον Παπαμάλη να μη συνεχίσει τη συνεργασία του με άλλες συμμορίες. Σύμφωνα με αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ., «ο Καλαποθαράκος φαίνεται να εξοργίσθηκε όταν ο Παπαμάλης τοποθέτησε βόμβα στο τζιπ ενός φίλου του, επιμελητή μουσικού προγράμματος σε νυχτερινό κέντρο της Παραλιακής. Επιπλέον άρχισε να φοβάται ότι ίσως ο Παπαμάλης στρεφόταν εναντίον του. Από την άλλη πλευρά, ο Παπαμάλης ήταν εξοργισμένος με τον Καλαποθαράκο γιατί σκότωσε έναν φίλο του».
Στις 14 Φεβρουαρίου 2000 δύο εκτελεστές που μέχρι σήμερα δεν έχουν τακτοποιηθεί έστησαν δολοφονική ενέδρα έξω από το σπίτι του Παπαμάλη στην οδό Αριστείδου στην Πετρούπολη, όπου διέμενε. Ο Παπαμάλης πυροβολήθηκε 20 φορές και μεταφέρθηκε βαριά τραυματισμένος στο νοσοκομείο όπου εξέπνευσε ύστερα από μερικές ημέρες.
Στις 25 Ιουλίου 2000 δολοφονήθηκε με όμοιο τρόπο ο Θέμης Καλαποθαράκος στην οδό Ποσειδώνος στον Σχινιά. Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και μαρτυρικές καταθέσεις εμπλεκομένων στην υπόθεση, δράστες της δολοφονικής επίθεσης ήταν μέλη της μαφίας των δυτικών προαστίων, οι οποίοι ανέφεραν μετά ότι «πήραμε πίσω το αίμα του Παπαμάλη». Μάλιστα τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν τη βάση σχετικών διώξεων. Οι εκτελεστές του Καλοπεθεράκου είναι γνωστοί... αλλά εξαφανισμένοι. Η ασφάλεια θεωρεί ότι εκτελέστηκαν από αυτούς που τους έδωσαν την εντολή.
Η συνεργασία Θέμη Καλαποθαράκου με τον Θέμη Παπαμάλη απέκτησε «διεθνείς» διαστάσεις με τη συμμετοχή του Έλληνα βομβιστή στον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το ξεκίνημα της ειδικής αποστολής του Παπαμάλη στον πόλεμο της Βοσνίας βρίσκεται στην προγενέστερη γνωριμία του Θέμη Καλαποθαράκου με τον διαβόητο σέρβο παραστρατιωτικό Ζέλικο Ρασνάτοβιτς, γνωστότερο με το ψευδώνυμο Αρκάν (δολοφονήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2000).
Ωστόσο, σύμφωνα με εκτιμήσεις αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., εκείνη την περίοδο - το 1997- ο Παπαμάλης άρχισε να συνεργάζεται και με άλλες συμμορίες της Αθήνας προσφέροντας τεχνογνωσία κατασκευής βομβών. Αυτό ίσως απετέλεσε και το μοιραίο λάθος του. . Εκείνη την περίοδο ο πρώην άνδρας των ΜΥΚ άρχισε να συνεργάζεται και με άλλη συμμορία που δραστηριοποιούνταν στα δυτικά προάστια της Αθήνας και στον Πειραιά. Στην ομάδα αυτή αρχηγός εμφανιζόταν ο 40χρονος Αρης Λακιώτης που ουσιαστικά προστάτευε τα συμφέροντα του Βασίλη Στεφανάκου.
Μέλη αυτής της ομάδας δραστηριοποιούνταν στο λαθρεμπόριο πετρελαίου και είχαν έλθει σε σύγκρουση και αντιδικία με τον ιδιοκτήτη μικρών δεξαμενοπλοίων, Δημ Γκανά. Σε ορισμένα δεξαμενόπλοια πραγματοποιούσε εργασίες καθαρισμού των υφάλων ομάδα δυτών από το Πέραμα, ορισμένοι από τους οποίους είχαν προϋπηρεσία στη ΜΥΚ και διατηρούσαν συνεργασία με τον Παπαμάλη.
Σύμφωνα με τρεις καταθέσεις που έδωσε τον Ιούνιο του 2003 στον 11ο τακτικό ανακριτή της Αθήνας ένας συνεργάτης της μαφίας των δυτικών προαστίων, «άνθρωπος της συμμορίας που ασχολείτο με το λαθρεμπόριο πετρελαίου είπε σε έναν άνδρα των ΜΥΚ ότι ήθελε να ανατινάξει τα πλοία του Γκανά. Ο άνδρας των ΜΥΚ και ο Παπαμάλης βούτηξαν και τοποθέτησαν σε δύο πλοία από το κάτω μέρος τους εκρηκτικά και τα βύθισαν».
Σημειώνεται ότι άλλοι 7 πρώην άνδρες της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών έχουν εντοπισθεί την περίοδο 1998-2003 να συνεργάζονται με συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος. Ανάμεσα τους και υψηλόβαθμος αξιωματικός!
Στα τέλη όμως της δεκαετίας του '90 άρχισε η ρήξη του Παπαμάλη με τον Θέμη Καλαποθαράκο. Ο Καλαποθαράκος ζητούσε από τον Παπαμάλη να μη συνεχίσει τη συνεργασία του με άλλες συμμορίες. Σύμφωνα με αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ., «ο Καλαποθαράκος φαίνεται να εξοργίσθηκε όταν ο Παπαμάλης τοποθέτησε βόμβα στο τζιπ ενός φίλου του, επιμελητή μουσικού προγράμματος σε νυχτερινό κέντρο της Παραλιακής. Επιπλέον άρχισε να φοβάται ότι ίσως ο Παπαμάλης στρεφόταν εναντίον του. Από την άλλη πλευρά, ο Παπαμάλης ήταν εξοργισμένος με τον Καλαποθαράκο γιατί σκότωσε έναν φίλο του».
Στις 14 Φεβρουαρίου 2000 δύο εκτελεστές που μέχρι σήμερα δεν έχουν τακτοποιηθεί έστησαν δολοφονική ενέδρα έξω από το σπίτι του Παπαμάλη στην οδό Αριστείδου στην Πετρούπολη, όπου διέμενε. Ο Παπαμάλης πυροβολήθηκε 20 φορές και μεταφέρθηκε βαριά τραυματισμένος στο νοσοκομείο όπου εξέπνευσε ύστερα από μερικές ημέρες.
Στις 25 Ιουλίου 2000 δολοφονήθηκε με όμοιο τρόπο ο Θέμης Καλαποθαράκος στην οδό Ποσειδώνος στον Σχινιά. Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και μαρτυρικές καταθέσεις εμπλεκομένων στην υπόθεση, δράστες της δολοφονικής επίθεσης ήταν μέλη της μαφίας των δυτικών προαστίων, οι οποίοι ανέφεραν μετά ότι «πήραμε πίσω το αίμα του Παπαμάλη». Μάλιστα τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν τη βάση σχετικών διώξεων. Οι εκτελεστές του Καλοπεθεράκου είναι γνωστοί... αλλά εξαφανισμένοι. Η ασφάλεια θεωρεί ότι εκτελέστηκαν από αυτούς που τους έδωσαν την εντολή.
Η συνεργασία Θέμη Καλαποθαράκου με τον Θέμη Παπαμάλη απέκτησε «διεθνείς» διαστάσεις με τη συμμετοχή του Έλληνα βομβιστή στον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το ξεκίνημα της ειδικής αποστολής του Παπαμάλη στον πόλεμο της Βοσνίας βρίσκεται στην προγενέστερη γνωριμία του Θέμη Καλαποθαράκου με τον διαβόητο σέρβο παραστρατιωτικό Ζέλικο Ρασνάτοβιτς, γνωστότερο με το ψευδώνυμο Αρκάν (δολοφονήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2000).
Η γνωριμία του Αρκάν με τον Καλαποθαράκο χρονολογείται από το 1991, όταν ο 28χρονος τότε Καλαποθαράκος είχε αναχωρήσει εσπευσμένα για τη Γερμανία, προκειμένου να αποφύγει τις αντιδράσεις άλλων Ελλήνων κακοποιών για τη δολοφονία, στις 2 Αυγούστου 1991, στη Σαρωνίδα, του 36χρονου «αντιπάλου» του Θόδωρου Καλλιμώρου. Το ίδιο χρονικό διάστημα στη Γερμανία βρισκόταν και ο Αρκαν.
Ο Αρκάν φέρεται να ήλεγχε σειρά νυκτερινών κέντρων στο Μόναχο, τη Φρανκφούρτη και τη Στουτγάρδη, ενώ τον καταζητούσε και η Ιντερπόλ για ένοπλη ληστεία. Παράλληλα ο Θέμης Καλαποθαράκος εκείνο το διάστημα είχε έλθει σε επαφή με γνωστό Έλληνα στρατιωτικό, ο οποίος διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην ΕΥΠ και στο πολιτικό παρασκήνιο δίπλα σε Έλληνα πρωθυπουργό. Ο άνθρωπος αυτός ζήτησε από τον Καλαποθαράκο να λάβει μέρος σε μυστικές «επιχειρήσεις» στην Αλβανία, στη Βοσνία και αλλού για να προωθήσει τα ελληνικά συμφέροντα. Αυτοί που γνωρίζουν λένε ότι ο Καλαποθαράκος πήρε 80 εκατομμύρια δραχμές για αυτές τις δουλειές.
Μάλιστα οι ειδικές αυτές αποστολές της ομάδας Καλαποθαράκου ήταν σε γνώση υψηλόβαθμων αξιωματικών της Αστυνομίας που υπηρετούν ακόμη και σήμερα στην ΕΛ.ΑΣ. και μιλούν με... κολακευτικά λόγια για τον «εθνικό ρόλο της ομάδας του Καλαποθαράκου»!
Έτσι λοιπόν ο Θέμης φρόντισε να στείλει μερικούς δικούς του ανθρώπους στο πλευρό του Αρκάν και ανάμεσα σε αυτούς τον Παπαμάλη, ο οποίος απέκτησε στον κόσμο της ελληνικής νύχτας το παρατσούκλι «ο Βόσνιος».
Ο Παπαμάλης, σύμφωνα με άλλους έλληνες εθελοντές στον πόλεμο της Βοσνίας, είχε σημαντικό ρόλο σε επιχειρήσεις των «Τίγρεων» του Αρκάν. Σε μία από τις επιχειρήσεις τραυματίστηκε στο μάτι του, γεγονός που του δημιούργησε σχετικό πρόβλημα όρασης. Όταν επέστρεψε συνέχισε να συνεργάζεται με τον Καλαποθαράκο αλλά και με άλλες ομάδες στην Αττική, οι οποίες έβλεπαν στο πρόσωπό του τον «ιδανικό, εχέμυθο, κατασκευαστή βομβών». Δυστυχώς για εκείνον πατούσε πολλές βάρκες και είχε πολλά αφεντικά που μεταξύ τους είχαν ανελέητο πόλεμο!
Μάλιστα οι ειδικές αυτές αποστολές της ομάδας Καλαποθαράκου ήταν σε γνώση υψηλόβαθμων αξιωματικών της Αστυνομίας που υπηρετούν ακόμη και σήμερα στην ΕΛ.ΑΣ. και μιλούν με... κολακευτικά λόγια για τον «εθνικό ρόλο της ομάδας του Καλαποθαράκου»!
Έτσι λοιπόν ο Θέμης φρόντισε να στείλει μερικούς δικούς του ανθρώπους στο πλευρό του Αρκάν και ανάμεσα σε αυτούς τον Παπαμάλη, ο οποίος απέκτησε στον κόσμο της ελληνικής νύχτας το παρατσούκλι «ο Βόσνιος».
Ο Παπαμάλης, σύμφωνα με άλλους έλληνες εθελοντές στον πόλεμο της Βοσνίας, είχε σημαντικό ρόλο σε επιχειρήσεις των «Τίγρεων» του Αρκάν. Σε μία από τις επιχειρήσεις τραυματίστηκε στο μάτι του, γεγονός που του δημιούργησε σχετικό πρόβλημα όρασης. Όταν επέστρεψε συνέχισε να συνεργάζεται με τον Καλαποθαράκο αλλά και με άλλες ομάδες στην Αττική, οι οποίες έβλεπαν στο πρόσωπό του τον «ιδανικό, εχέμυθο, κατασκευαστή βομβών». Δυστυχώς για εκείνον πατούσε πολλές βάρκες και είχε πολλά αφεντικά που μεταξύ τους είχαν ανελέητο πόλεμο!