Τα φαρμακεία CVS, η πετρελαϊκή εταιρεία Chevron, η Disney ή η τράπεζα Goldman Sachs επιβάλλουν από την αρχή της εβδομάδας σε όλους ή σε μέρος των εργαζομένων τους να παρουσιάζουν απόδειξη ότι έχουν πράγματι εμβολιαστεί.
Από τον Ιούνιο και τις ανακοινώσεις της τράπεζας Morgan Stanley και της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων BlackRock, μερικοί μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι είχαν ήδη τολμήσει να αλλάξουν στάση, περνώντας από τη σύσταση στην υποχρέωση. Οι Google και Facebook και μετά η Uber είχαν έτσι απαγορεύσει επισήμως την έλευση στα γραφεία τους εργαζομένων που δεν έχουν εμβολιαστεί πλήρως.
Όμως η χωρίς προϋποθέσεις έγκριση του εμβολίου των εργαστηρίων Pfizer και BioNTech, που επισημοποιήθηκε τη Δευτέρα, μοιάζει να έχει ανοίξει τον δρόμο.
Σημαντικός αριθμός ανθρώπων, που ήταν απρόθυμοι να εμβολιαστούν, απέδιδε έτσι τις επιφυλάξεις του εν μέρει στο γεγονός ότι τα εμβόλια των Pfizer, Moderna ή Johnson & Johnson δεν είχαν ακόμη παρά μόνο επείγουσα έγκριση χρήσης στις ΗΠΑ.
«Κάντε αυτό που έκανα τον περασμένο μήνα: ζητήστε από τους εργαζομένους σας να εμβολιαστούν ή διαφορετικά θα πρέπει να συμμορφωθούν με αυστηρά υποχρεωτικά μέτρα», δήλωσε τη Δευτέρα ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν. Στα τέλη Ιουλίου, ο αρχηγός του κράτους είχε έτσι προσφέρει στους εργαζομένους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης την επιλογή ανάμεσα στον εμβολιασμό ή την υποχρέωση να τηρούν ένα βαρύ υγειονομικό πρωτόκολλο με τακτικά τεστ.
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι χρήστες κατηγορούν τις επιχειρήσεις, που τόλμησαν να καταστήσουν υποχρεωτικό τον εμβολιασμό, ότι παραβιάζουν βαθιά τις ατομικές ελευθερίες σε μια χώρα που τις θεωρεί θεμελιώδη αξία. Ένας βουλευτής της πολιτειακής βουλής της Φλόριντα, ο ρεπουμπλικανός Άντονι Σαμπατίνι, κατέθεσε μάλιστα νομοσχέδιο για να απαγορευτεί μια τέτοια διάταξη.
Ωστόσο καμιά προσωπικότητα πρώτης γραμμής δεν έχει καταφερθεί άμεσα εναντίον κάποιας επιχείρησης ή γενικότερα εναντίον του επιχειρηματικού κόσμου των ΗΠΑ.
«Η απουσία επικρίσεων σε βάρος αυτών των επιχειρήσεων οφείλεται στο γεγονός ότι οι περισσότερες ενήργησαν με τρόπο υπεύθυνο στη διαχείριση της πανδημίας», κυρίως ευνοώντας μαζικά την τηλεργασία, εκτιμά ο Μαρκ Χας, καθηγητής επικοινωνίας στο πολιτειακό πανεπιστήμιο της Αριζόνα.
Περιορισμένος ο νομικός κίνδυνος
Πολλοί ωστόσο δεν έχουν κάνει ακόμη καμιά κίνηση. Η American Airlines «ενθαρρύνει έντονα» τους εργαζομένους της να κάνουν εμβόλιο, όμως αρνείται προς το παρόν να τους υποχρεώσει. Η αεροπορική εταιρεία προσφέρει μία ημέρα επιπλέον άδειας και 50 δολάρια σε όποιον εργαζόμενό της εμβολιαστεί.
Την Τρίτη, η ανταγωνίστριά της Delta Air Lines ανακοίνωσε πως επιβάλλει επιπλέον ασφάλιστρο υγείας 200 δολαρίων το μήνα στους μη εμβολιασμένους εργαζομένους της, για να αντισταθμίσει «τον οικονομικό κίνδυνο που δημιουργεί για την επιχείρηση η απόφαση μη εμβολιασμού», σύμφωνα με εσωτερικό υπόμνημα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου Εντ Μπάστιαν.
Από τους μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας, οι Amazon, Home Depot, FedEx, UPS ή Target δεν έχουν ακόμα μιλήσει για υποχρέωση εμβολιασμού. Ακόμη και η Walmart δεν έχει επιβάλει τον εμβολιασμό παρά μόνο στους εργαζομένους στην έδρα της και όχι στους υπαλλήλους των καταστημάτων και των αποθηκών της.
Η γενική πεποίθηση είναι εντούτοις πως ο νομικός κίνδυνος, που συνδέεται με τον ενδεχόμενο υποχρεωτικό χαρακτήρα του μέτρου, είναι ελάχιστος, ακόμη κι αν υπάρξει απόλυση.
Το Μάιο, η αμερικανική ομοσπονδιακή υπηρεσία, που είναι αρμόδια για το σεβασμό των νόμων κατά των διακρίσεων στην εργασία (EEOC), ανακοίνωσε πως η υποχρέωση ενός εργαζομένου να παρουσιάζει απόδειξη εμβολιασμού δεν αντιβαίνει στο δικαίωμα στην εργασια.
Στα μέσα Ιουνίου, ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο του Χιούστον απέρριψε προσφυγή εργαζομένων στο Νοσοκομείο Μεθοδιστών του Χιούστον κατά της αρχής του υποχρεωτικού χαρακτήρα του εμβολιασμού.
Τον Αύγουστο, η δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ αρνήθηκε να παραπέμψει στο δικαστήριο μια παρόμοια υπόθεση. «Από την αρχή Ιουλίου, έχουμε την πεποίθηση πως τα μέτρα υποχρεωτικού εμβολιασμού είναι δυνατά από νομική άποψη, από τη στιγμή που προβλέπεις εξαιρέσεις για λόγους υγείας ή θρησκευτικών πεποιθήσεων», εξηγεί ο Μαρκ Γκόλντσταϊν, ειδικός στα εργατικά δικαιώματα στο νομικό γραφείο Reed Smith.
«Είμαι σίγουρος πως θα υπάρξουν προσφυγές, όμως τα δικαστήρια και η κυβέρνηση δεν φαίνεται ότι θα τις κάνουν δεκτές», λέει ο δικηγόρος. Και «διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες ότι κάποια από τις υποθέσεις αυτές θα φτάσει μια μέρα στο Ανώτατο Δικαστήριο».