Η προαναγγελία του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη για το κλείσιμο νοσοκομείων και μονάδων υγείας αιφνιδίασε αρκετούς αλλά όχι όλους και ιδιαίτερα τους παροικούντες τη ΝΔ από την περίοδο που βρισκόταν στην αντιπολίτευση...   

Η συγκυρία κατά την οποία ο κ. Μητσοτάκης προέβη σε αυτή τη δήλωση γέννησε ακόμη περισσότερες απορίες δεδομένου ότι η χώρα βρίσκεται ακόμη στη δίνη της πανδημίας -και μάλιστα ενώπιον του περίφημου «τέταρτου κύματος»- και ο ίδιος μέχρι πρότινος δεσμευόταν για την στήριξη και ενδυνάμωση του εθνικού συστήματος υγείας. Κατά το περσινό πρώτο κύμα όλα αυτά είχαν συνοδευτεί και από τα απαραίτητα χειροκροτήματα ευγνωμοσύνης προς τους «ήρωες υγειονομικούς».

Τώρα φαίνεται ότι παρά τους απειλητικούς τόνους των ημερών για τους εμβολιασμούς, η κυβέρνηση έχει εσωτερικά και την πιο ψύχραιμη εικόνα ότι ο ιός τείνει να γίνει ενδημικός και επομένως ο κύκλος αυτός μάλλον κλείνει. 'Έτσι θα μπορέσει να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό της και για τον τομέα της Υγείας που θα είχε δρομολογηθεί από το 2019 εάν δεν είχε προκύψει η πανδημία.

Υπό την έννοια αυτή δεν αποτελεί «είδηση» η αποστροφή του πρωθυπουργού στην πρόσφατη συνέντευξή του για «ριζική αναδιάρθρωση» του υγειονομικού χάρτη, με «αναθεώρηση» του ρόλου των περιφερειακών νοσοκομείων. Το σχετικό σχέδιο μάλιστα είχε επεξεργαστεί ειδική ομάδα της ΝΔ κατά το διάστημα 2015-2019 επιτελικό ρόλο στην οποία είχε ο νυν αναπληρωτής υπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης. Το σχέδιο αυτό βγαίνει τώρα από το συρτάρι και όπως αναφέρουν πληροφορίες της «κυριακάτικης δημοκρατίας» προβλέπει το κλείσιμο -ορισμένων και με τη μορφή της συγχώνευσης- έως και 60 από τα 134 νοσοκομεία που υπάρχουν σήμερα στην χώρα.

Από τον αριθμό και μόνο των νοσηλευτικών ιδρυμάτων που σχεδιάζεται να ...βγουν από την πρίζα λειτουργίας αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι πρόκειται για κίνηση υψηλού ρίσκου από κάθε άποψη. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει καθώς η κυβέρνηση αφενός δεν βρίσκεται στην αρχή της τετραετίας και αφετέρου, με δεδομένο τον καθοριστικό ρόλο και την καθολική αναγνώριση του ΕΣΥ στην αντιμετώπιση της πανδημίας, το πολιτικό και κοινωνικό κόστος προβλέπεται πολύ μεγάλο. Αυτός πάντως είναι και ένας από τους λόγους -αν όχι ο πιο βασικός- που η δρομολόγηση των αλλαγών θα γίνει μετά τον ανασχηματισμό προκειμένου να αναλάβει επικεφαλής στο υπουργείο Υγείας, όπως φέρεται να έχει συμφωνηθεί, ένα εξωκοινοβουλευτικό στέλεχος με επικρατέστερο αυτή τη στιγμή τον υφυπουργό Άκη Σκέρτσο. Εναλλακτικά ακούγεται το όνομα του κ. Κοντοζαμάνη.

Η υπόθεση της «αναδιάρθρωσης» του υγειονομικού χάρτη έχει άλλωστε παρελθόν. Έρχεται από το παρελθόν και τα πρώτα μνημονιακά χρόνια όταν η τρόικα είχε επιβάλει το κλείσιμο πολλών νοσοκομείων. Αυτό ξεκίνησε από την περίοδο του ΠΑΣΟΚ και συνεχίστηκε με την κυβέρνηση Σαμαρά, όταν μάλιστα ο Άδωνις Γεωργιάδης ως υπουργός Υγείας παραληρούσε ότι δεν ήθελε να του «κλέψει» ο Τόμσεν του ΔΝΤ τη δόξα των απολύσεων που θα γίνονταν. Υπό το βάρος των κοινωνικών αντιδράσεων τα βήματα που έγιναν τότε τελικά ήταν περιορισμένα και η «εκκρεμότητα» παρέμεινε. Ορισμένοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι με την αναγγελία για το κλείσιμο μονάδων υγείας ο κ. Μητσοτάκης θέλει κατά πάσα πιθανότητα να «προλάβει» τους (πάλαι ποτέ) δανειστές οι οποίοι με μπροστάρη πάλι τον κ. Σόιμπλε βιάζονται να σφίξουν ξανά τα δημοσιονομικά λουριά στη χώρα μας εν όψει της μετά πανδημίαν εποχής.

Ενδιαφέρον μάλιστα έχει ότι στο κυβερνητικό στρατόπεδο υπάρχει μια πιο «μετριοπαθής» τάση που θέλει στις περισσότερες περιπτώσεις να υπάρξει «αλλαγή χαρακτήρα» στη λειτουργία των νοσοκομείων για να περιοριστούν οι αντιδράσεις. Ωστόσο κυριαρχεί επί του παρόντος η «σκληρή» γραμμή, με βασικό υποστηρικτή τον κ. Σκέρτσο, για οριστικό λουκέτο.

Τα κριτήρια με τα οποία θα γίνει η επιλογή υποστηρίζεται ότι θα έχουν σχέση αφενός με τις γεωγραφικές αποστάσεις και αφετέρου με την πληρότητα σε συνδυασμό και με τις κλινικές. Υπάρχει μάλιστα και το συμπληρωματικό σχέδιο, για να χρυσωθεί το χάπι σε ορισμένες περιοχές, να παραμείνουν σε λειτουργία τα νοσοκομεία αλλά με λιγότερες κλινικές και προσωπικό. Δηλαδή να υπολειτουργούν χειρότερα από τώρα.

Αν το σχέδιο προχωρήσει ως έχει, η μεγάλη σφαγή θα ξεκινήσει από την Αττική καθώς από τα 35-37 δημόσια νοσοκομεία, προβλέπεται να μην μείνουν σε λειτουργία περισσότερα από τα 20. Σε πρώτη φάση, κινδυνεύουν αυτά που έχουν ενοποιηθεί ως νομικά πρόσωπα και έχουν κοινή διοίκηση. Είναι τα ίδια που είχαν μπει στο στόχαστρο και επί τρόικας. Στην «κόκκινη γραμμή» συγκεκριμένα βρίσκονται νοσοκομεία όπως το Αγία Βαρβάρα, το Αγία Ελένη -Σπηλιόπουλειο, το Έλενα Βενιζέλου, το Αμαλία Φλέμιγνκ, το Πατησίων, το Ελπίς, η Πολυκλινική που είναι ήδη «φάντασμα», η Παμμακάριστος αν και έχει ειδικό καθεστώς ενώ για το Ασκληπιείο Βούλας εξετάζονται διάφορα σενάρια στο πλαίσιο της προσπάθειας να «διατεθεί» το υπάρχον νοσοκομείο για το νέο οικισμό που θα γίνει με την επένδυση στο Ελληνικό. Χωριστή κατηγορία είναι τα νοσοκομεία παίδων της Αττικής και ο τρόπος αντιμετώπισής τους.

Στην Θεσσαλονίκη, σε πρώτο πλάνο για «αναδιάρθρωση» είναι τα ψυχιατρικά νοσοκομεία ενώ για την υπόλοιπη Ελλάδα ο κανόνας που στην πραγματικότητα πάει να εφαρμοστεί είναι σε κανέναν νομό να μην υπάρχει πάνω από ένα νοσοκομείο. Μάλιστα σε ορισμένους κοντινούς νομούς όπως η Φωκίδα με την Ευρυτανία μπορεί να μην ισχύσει ούτε αυτός ο κανόνας. Με βάση πάντως αυτή την πρόβλεψη, οι νομοί που θα χάσουν έναν τουλάχιστον από τα νοσοκομεία τους είναι αρκετοί όπως η Βοιωτία, η Εύβοια, το Κιλκίς, η Ημαθία, η Πέλλα, η Κοζάνη, η Λάρισα, η Αιτωλοακαρνανία, τα Ιωάννινα,η Θεσπρωτία, η Αχαΐα, η Ηλεία, η Αργολίδα, η Κεφαλονιά και το Λασίθι. Σοβαρό ζήτημα θα ανακύψει εάν προχωρήσουν οι σκέψεις να κλείσουν οι υπάρχουσες μονάδες υγείας σε ακριτικά νησιά όπως η Λήμνος και η Ικαρία. Εκτός πλάνου για κλείσιμο είναι το νοσοκομείου του ακριτικού Διδυμότειχου.

Κατά τα λοιπά, ήδη πριν ακόμη κλείσουν τα νοσοκομεία- μειώνονται και οι δαπάνες υγείας όπως προκύπτει από το νέο μεσοπρόθεσμο που ψηφίστηκε στην Βουλή για την περίοδο ως το 2025. Το το 2019 ήταν 4,041 δισ. ευρώ ενώ, το 2020, έτος που εκδηλώθηκε η πανδημία, εκτινάχθηκαν στα περίπου 4,8 δισ. ευρώ. Από το 2021 και μέχρι το 2025, ωστόσο, όπως αποτυπώνεται και στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, οι δαπάνες του Υπουργείου Υγείας θα κυμαίνονται χαμηλότερα περίπου στα 4,4-4,5 δισ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση οι δημόσιες δαπάνες υγείας στην Ελλάδα παραμένουν πολύ χαμηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

 Ανδρέας Καψαμπέλης
www.dimokratianews.gr 
 
Top