Ο Arnault έχει ανέβει εδώ και πολλά χρόνια στην κορυφή της βιομηχανίας της μόδας, και δεν φαίνεται να μπορεί κανείς να τον κουνήσει από τη θέση του, παρόλο που πρόκειται για έναν κλάδο με έντονη κινητικότητα. Η μόδα είναι μια παγκόσμια βιομηχανία 2,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει καταστήσει τους κορυφαίους παίκτες της, είτε σχεδιαστές, είτε CEOs, είτε ιδρυτές, εξαιρετικά πλούσιους.
Στην πορεία του προς την κορυφή τον συνόδευσε η Louis Vuitton Moët Hennessy (LVMH), η μεγαλύτερη εταιρεία πολυτελών προϊόντων στον κόσμο, στην οποία είναι CEO. Στο χαρτοφυλάκιο της ανήκουν περισσότερα από 70 ηχηρά ονόματα, όπως οι Louis Vuitton, Fendi, Christian Dior και η Tiffany & Co.
Η περιουσία του Arnault σημείωσε άνοδο άνω των 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα σε ένα χρόνο, καθώς από τα 76 δισεκατομμύρια ανέβηκε στα 186,3 δισεκατομμύρια δολάρια, χάρη στην απόδοση της LVMH, που αψήφησε την πανδημία.
Η μετοχή της LVMH αυξήθηκε κατά 0,4% την περασμένη Δευτέρα, θέτοντας το ανώτατο όριο της αγοράς της στα 320 δισεκατομμύρια δολάρια και εκτόξευσε το μερίδιο του Arnault στα 600 εκατομμύρια δολάρια.
Ανέτρεψε τα δεδομένα στη λίστα του Forbes
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η τάση να κυριαρχούν στην κορυφή της λίστας δισεκατομμυριούχων του Forbes Αμερικάνοι. Στην πρώτη θέση είναι σταθερά ‘βολεμένοι’ οι Bezos, Musk, Gates και Buffett, με μόνη διακοπή του σερί από τον Μεξικάνο Carlos Slim.
Για αρκετά χρόνια, οι πλουσιότεροι Ευρωπαίοι ήταν οι ιδρυτές της παγκόσμιας αλυσίδας σούπερ-μάρκετ, Aldi, Theo και Karl Albrecht. Τα αδέρφια έφτασαν πολλές φορές στην πηγή αλλά δεν ήπιαν νερό, καθώς δεν κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στην πρώτη θέση. Μέχρι που τον Μάϊο του 2021 ο Arnault τους ‘έβαλε τα γυαλιά’, αγγίζοντας την κορυφή.
Η πορεία του Arnault στην σκάλα των δισεκατομμυρίων του Forbes είναι αργή αλλά σταθερή. Έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη δεκάδα στα μέσα του 2005, με περιουσία 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2018, ανέβηκε στην πέμπτη θέση και κατάφερε να γίνει το τρίτο πλουσιότερο άτομο στον κόσμο το 2019, με περιουσία 76 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μάλιστα, πήρε μια μικρή γεύση της πρωτιάς στις 16 Δεκεμβρίου 2019, αλλά η μετοχή της Amazon ‘έκλεισε’ τελικά υψηλότερα, υποβιβάζοντας τον Γάλλο μεγιστάνα πίσω στο Νο.2.
Η ‘πολυτελής’ καραντίνα της Ευρώπης
«Γιατί είναι τόσο επιτυχημένες μάρκες όπως η Louis Vuitton και η Dior; Γιατί έχουν δυο αντιφατικές πτυχές: είναι διαχρονικές και αποπνέουν μοντερνισμό… Είναι σαν φωτιά και νερό», έχει δηλώσει ο Arnault.
Όπως αποδείχθηκε, η ‘μαγική’ συνταγή ήταν αρκετή για να βγάλει τους πολυτελείς οίκους μόδας ασπροπρόσωπους και αναλλοίωτους από την πανδημία. Ενώ η καραντίνα δημιούργησε μαύρες τρύπες στον ισολογισμό πολλών εταιρειών ένδυσης ανά τον κόσμο, η αγορά πολυτελών ειδών βγήκε για ακόμα μια φορά κερδισμένη από τη δοκιμασία της πανδημίας.
Η LVMH αντιπροσωπεύει επάξια την αξιοσημείωτη άνοδο των πολυτελών οίκων μόδας της Ευρώπης κατά την περίοδο της καραντίνας. Με την ώθηση της «δυναμικής» των αγοραστών στην Κίνα, σύμφωνα με τον αναλυτή της Jefferies, Flavio Cereda, η LVMH κατέγραψε έσοδα 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων το πρώτο τρίμηνο του 2021, σημειώνοντας αύξηση 32% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2020.
Την περίοδο από τις 18 Μαρτίου 2020 έως και την περασμένη Δευτέρα, η περιουσία του μεγάλου ανταγωνιστή της LVMH, François Pinault, ο οποίος μέσω του Kering Group κατέχει πολυτελείς μάρκες όπως η Saint Laurent, ο Alexander McQueen και η Gucci, αυξήθηκε από 27 δισεκατομμύρια δολάρια σε 55,1 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στη Chanel, οι αδελφοί Alain Wertheimer και Gerard Wertheimer, εγγονοί του ιδρυτή Pierre Wertheimer, αξίζουν σήμερα 35 δισεκατομμύρια δολάρια, έχοντας υπερδιπλασιάσει την περιουσία τους που ανερχόταν το 2020 στα 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ακόμη και η Francoise Bettencourt Meyers, εγγονή του ιδρυτή της L’Oréal, εκτόξευσε τον τελευταίο χρόνο την αξία της στα 87,8 δισεκατομμύρια δολάρια.
«Γιατί είναι τόσο επιτυχημένες μάρκες όπως η Louis Vuitton και η Dior; Γιατί έχουν δυο αντιφατικές πτυχές: είναι διαχρονικές και αποπνέουν μοντερνισμό… Είναι σαν φωτιά και νερό», έχει δηλώσει ο Arnault.
Όπως αποδείχθηκε, η ‘μαγική’ συνταγή ήταν αρκετή για να βγάλει τους πολυτελείς οίκους μόδας ασπροπρόσωπους και αναλλοίωτους από την πανδημία. Ενώ η καραντίνα δημιούργησε μαύρες τρύπες στον ισολογισμό πολλών εταιρειών ένδυσης ανά τον κόσμο, η αγορά πολυτελών ειδών βγήκε για ακόμα μια φορά κερδισμένη από τη δοκιμασία της πανδημίας.
Η LVMH αντιπροσωπεύει επάξια την αξιοσημείωτη άνοδο των πολυτελών οίκων μόδας της Ευρώπης κατά την περίοδο της καραντίνας. Με την ώθηση της «δυναμικής» των αγοραστών στην Κίνα, σύμφωνα με τον αναλυτή της Jefferies, Flavio Cereda, η LVMH κατέγραψε έσοδα 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων το πρώτο τρίμηνο του 2021, σημειώνοντας αύξηση 32% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2020.
Την περίοδο από τις 18 Μαρτίου 2020 έως και την περασμένη Δευτέρα, η περιουσία του μεγάλου ανταγωνιστή της LVMH, François Pinault, ο οποίος μέσω του Kering Group κατέχει πολυτελείς μάρκες όπως η Saint Laurent, ο Alexander McQueen και η Gucci, αυξήθηκε από 27 δισεκατομμύρια δολάρια σε 55,1 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στη Chanel, οι αδελφοί Alain Wertheimer και Gerard Wertheimer, εγγονοί του ιδρυτή Pierre Wertheimer, αξίζουν σήμερα 35 δισεκατομμύρια δολάρια, έχοντας υπερδιπλασιάσει την περιουσία τους που ανερχόταν το 2020 στα 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ακόμη και η Francoise Bettencourt Meyers, εγγονή του ιδρυτή της L’Oréal, εκτόξευσε τον τελευταίο χρόνο την αξία της στα 87,8 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το success story του πολυσχιδούς «λύκου»
Ενώ ο Μπέζος οφείλει την περιουσία του στο μεγαλύτερο διαδικτυακό «πολυκατάστημα», ο Arnault έχτισε το όνομά του και τη φήμη μέσα από τα προϊόντα πολυτελείας.
Ο Γάλλος δισεκατομμυριούχος είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση που δικαιώνει την έκφραση του Μακιαβέλι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Εργασιομανής, λάτρης της κλασσικής μουσικής και των έργων τέχνης, και αποφασισμένος να πετύχει το στόχο του με κάθε τίμημα.
Όπως σε κάθε επιτυχημένο success story, το ξεκίνημα του Arnault δεν θυμίζει σε καμία περίπτωση τη χλιδή του σήμερα. Ως έφηβος, η μεγάλη του αγάπη ήταν η μουσική, αλλά δεν είχε το απαραίτητο ταλέντο να σταδιοδρομήσει ως πιανίστας συναυλιών, μια πρώτη αποτυχία που αναμφισβήτητα του βγήκε σε καλό. Αντί αυτού, αφού αποφοίτησε από μια ελίτ γαλλική σχολή μηχανικών το 1971, εντάχθηκε στην κατασκευαστική εταιρεία του πατέρα του, Ferret-Savine.
Το 1981, ο Arnault μετακόμισε στις ΗΠΑ, κυνηγώντας το αμερικάνικο όνειρο, και προσπάθησε να φτιάξει ένα παράρτημα της οικογενειακής επιχείρησης εκεί. Αλλά το όραμά του του ήταν πολύ μεγαλύτερο από την διοίκηση μιας κατασκευής εταιρείας. Ονειρευόταν μια επιχείρηση με προοπτική και διεθνή εμβέλεια.
Το μόνο που έμενε ήταν να γίνει η αρχή και να τεθεί ο στόχος. Μέχρι που μια συζήτηση με έναν οδηγό ταξί έμελλε να το αλλάξει τη ζωή και του φύτεψε έναν σπόρο που αργότερα θα καλλιεργούσε την LVMH. Ο Arnault όταν ρώτησε τον οδηγό ταξί αν γνώριζε τον τότε πρόεδρο της Γαλλίας, Georges Pompidou, δεν περίμενε την απάντηση που θα ακολουθούσε. «Όχι», απάντησε ο οδηγός, «αλλά ξέρω τον Christian Dior».
Αυτό ήταν το έναυσμα για μια επιτυχημένη πορεία στη μόδα. Ο στόχος για την κατάκτηση της κορυφής είχε τεθεί και ο Arnault ήταν αποφασισμένος να τον πετύχει με κάθε τίμημα.
Το 1984, όταν έμαθε ότι η Dior βγήκε προς πώληση, αναθάρρησε. Η μητρική της, μια εταιρεία κλωστοϋφαντουργικών, που ονομάζεται Boussac, είχε χρεοκοπήσει και η γαλλική κυβέρνηση έψαχνε νέο αγοραστή. Ο Arnault άρπαξε την ευκαιρία και αποφάσισε να διαθέσει το ποσό των 13 εκατομμυρίων δολαρίων από την οικογενειακή του περιουσία. Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με αναφορές, αν και δεσμεύτηκε να αναβιώσει την επιχείρηση και να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας, απέλυσε 9.000 εργαζόμενους και έβγαλε 500 εκατομμύρια δολάρια πουλώντας το μεγαλύτερο μέρος της επιχείρησης.
Επόμενο θήραμα του Arnault αποτέλεσε το τμήμα αρωμάτων της Dior, το οποίο άνηκε στην LVMH. Μια διαμάχη μεταξύ των επικεφαλής της LVMH του έδωσε την δυνατότητα να αγοράσει μερίδιο στην εταιρεία, χρονικό σημείο – ορόσημο για την μετέπειτα πορεία του. Αλλά ούτε αυτό κατεύνασε τη μεγαλομανία του Γάλλου επιχειρηματία. Ο Arnault βοήθησε τον επικεφαλής της LVMH να ανατρέψει τον Διεθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας, για να ‘ξεφορτωθεί’ αργότερα και τον ίδιο, κάνοντας το όνειρό του πραγματικότητα. Το 1990 ανέλαβε τα ηνία της LVMH.
Μετά την κατάκτηση της LVMH, ο Arnault ξόδεψε δισεκατομμύρια για να αποκτήσει κορυφαίες ευρωπαϊκές εταιρείες μόδας, αρωμάτων, κοσμημάτων και ρολογιών, καθώς και εκλεκτών κρασιών και ποτών. Το 2011 πλήρωσε σχεδόν 5 δισεκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει την πασίγνωστη εταιρεία κοσμημάτων Bulgari, ενώ λίγα χρόνια η LVMH εξαγόρασε έναντι 3,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον ξενοδοχειακό όμιλο Belmond, στον οποίο ανήκουν το ξενοδοχείο Cipriani στη Βενετία και η πολυτελής σιδηροδρομική γραμμή Orient Express. Η πιο πρόσφατη εξαγορά της Arnault ολοκληρώθηκε στις αρχές του έτους, με την εξαγορά του πάλαι ποτέ κραταιού κοσμηματοπωλείου που είχε δοξάσει η Όντρεϊ Χέπμπουρν, Tiffany & Co.
Παρ’ ότι δεν του αρέσει να βρίσκεται στη δεύτερη θέση, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, δύο χαμένες μάχες επισκιάζουν το κατά τα άλλα λαμπρό μονοπάτι αυτού του επιχειρηματία. Το 2001, η προσπάθειά του να εξαγοράσει την Gucci δεν ευδοκίμησε, καθώς έχασε από τον ορκισμένο αντίπαλό του στον κύκλο προϊόντων πολυτελείας, François Pinault. Μία δεκαετία αργότερα, τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του ματαιώθηκαν για ακόμη μια φορά όταν ο Arnault, αφού απέσπασε ποσοστό στην Hermes, επιδίωξε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του ιστορικού οίκου της Birkin Bag. Η κίνηση αυτή οδήγησε στη μακροχρόνια δικαστική διαμάχη με την οικογένεια Ντουμάς, με τον Arnault να αναγκάζεται τελικά να πουλήσει το μερίδιο του στην εταιρεία.
“Ο Bernard Arnault είναι αρπακτικό, όχι δημιουργός”, δήλωσε τραπεζίτης που παρακολούθησε εκ των έσω τη διαδρομή του.
Αναμφισβήτητα, οι ελιγμοί του επιχειρηματία στην πολυτάραχη πορεία του προς την κορυφή, που του απέδωσαν το ψευδώνυμο «ο λύκος με το κασμιρένιο παλτό», τον βοήθησαν να φτάσει πιο γρήγορα στο στόχο του και τον έκαναν «νούμερο 1».
Ενώ ο Μπέζος οφείλει την περιουσία του στο μεγαλύτερο διαδικτυακό «πολυκατάστημα», ο Arnault έχτισε το όνομά του και τη φήμη μέσα από τα προϊόντα πολυτελείας.
Ο Γάλλος δισεκατομμυριούχος είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση που δικαιώνει την έκφραση του Μακιαβέλι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Εργασιομανής, λάτρης της κλασσικής μουσικής και των έργων τέχνης, και αποφασισμένος να πετύχει το στόχο του με κάθε τίμημα.
Όπως σε κάθε επιτυχημένο success story, το ξεκίνημα του Arnault δεν θυμίζει σε καμία περίπτωση τη χλιδή του σήμερα. Ως έφηβος, η μεγάλη του αγάπη ήταν η μουσική, αλλά δεν είχε το απαραίτητο ταλέντο να σταδιοδρομήσει ως πιανίστας συναυλιών, μια πρώτη αποτυχία που αναμφισβήτητα του βγήκε σε καλό. Αντί αυτού, αφού αποφοίτησε από μια ελίτ γαλλική σχολή μηχανικών το 1971, εντάχθηκε στην κατασκευαστική εταιρεία του πατέρα του, Ferret-Savine.
Το 1981, ο Arnault μετακόμισε στις ΗΠΑ, κυνηγώντας το αμερικάνικο όνειρο, και προσπάθησε να φτιάξει ένα παράρτημα της οικογενειακής επιχείρησης εκεί. Αλλά το όραμά του του ήταν πολύ μεγαλύτερο από την διοίκηση μιας κατασκευής εταιρείας. Ονειρευόταν μια επιχείρηση με προοπτική και διεθνή εμβέλεια.
Το μόνο που έμενε ήταν να γίνει η αρχή και να τεθεί ο στόχος. Μέχρι που μια συζήτηση με έναν οδηγό ταξί έμελλε να το αλλάξει τη ζωή και του φύτεψε έναν σπόρο που αργότερα θα καλλιεργούσε την LVMH. Ο Arnault όταν ρώτησε τον οδηγό ταξί αν γνώριζε τον τότε πρόεδρο της Γαλλίας, Georges Pompidou, δεν περίμενε την απάντηση που θα ακολουθούσε. «Όχι», απάντησε ο οδηγός, «αλλά ξέρω τον Christian Dior».
Αυτό ήταν το έναυσμα για μια επιτυχημένη πορεία στη μόδα. Ο στόχος για την κατάκτηση της κορυφής είχε τεθεί και ο Arnault ήταν αποφασισμένος να τον πετύχει με κάθε τίμημα.
Το 1984, όταν έμαθε ότι η Dior βγήκε προς πώληση, αναθάρρησε. Η μητρική της, μια εταιρεία κλωστοϋφαντουργικών, που ονομάζεται Boussac, είχε χρεοκοπήσει και η γαλλική κυβέρνηση έψαχνε νέο αγοραστή. Ο Arnault άρπαξε την ευκαιρία και αποφάσισε να διαθέσει το ποσό των 13 εκατομμυρίων δολαρίων από την οικογενειακή του περιουσία. Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με αναφορές, αν και δεσμεύτηκε να αναβιώσει την επιχείρηση και να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας, απέλυσε 9.000 εργαζόμενους και έβγαλε 500 εκατομμύρια δολάρια πουλώντας το μεγαλύτερο μέρος της επιχείρησης.
Επόμενο θήραμα του Arnault αποτέλεσε το τμήμα αρωμάτων της Dior, το οποίο άνηκε στην LVMH. Μια διαμάχη μεταξύ των επικεφαλής της LVMH του έδωσε την δυνατότητα να αγοράσει μερίδιο στην εταιρεία, χρονικό σημείο – ορόσημο για την μετέπειτα πορεία του. Αλλά ούτε αυτό κατεύνασε τη μεγαλομανία του Γάλλου επιχειρηματία. Ο Arnault βοήθησε τον επικεφαλής της LVMH να ανατρέψει τον Διεθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας, για να ‘ξεφορτωθεί’ αργότερα και τον ίδιο, κάνοντας το όνειρό του πραγματικότητα. Το 1990 ανέλαβε τα ηνία της LVMH.
Μετά την κατάκτηση της LVMH, ο Arnault ξόδεψε δισεκατομμύρια για να αποκτήσει κορυφαίες ευρωπαϊκές εταιρείες μόδας, αρωμάτων, κοσμημάτων και ρολογιών, καθώς και εκλεκτών κρασιών και ποτών. Το 2011 πλήρωσε σχεδόν 5 δισεκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει την πασίγνωστη εταιρεία κοσμημάτων Bulgari, ενώ λίγα χρόνια η LVMH εξαγόρασε έναντι 3,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον ξενοδοχειακό όμιλο Belmond, στον οποίο ανήκουν το ξενοδοχείο Cipriani στη Βενετία και η πολυτελής σιδηροδρομική γραμμή Orient Express. Η πιο πρόσφατη εξαγορά της Arnault ολοκληρώθηκε στις αρχές του έτους, με την εξαγορά του πάλαι ποτέ κραταιού κοσμηματοπωλείου που είχε δοξάσει η Όντρεϊ Χέπμπουρν, Tiffany & Co.
Παρ’ ότι δεν του αρέσει να βρίσκεται στη δεύτερη θέση, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, δύο χαμένες μάχες επισκιάζουν το κατά τα άλλα λαμπρό μονοπάτι αυτού του επιχειρηματία. Το 2001, η προσπάθειά του να εξαγοράσει την Gucci δεν ευδοκίμησε, καθώς έχασε από τον ορκισμένο αντίπαλό του στον κύκλο προϊόντων πολυτελείας, François Pinault. Μία δεκαετία αργότερα, τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του ματαιώθηκαν για ακόμη μια φορά όταν ο Arnault, αφού απέσπασε ποσοστό στην Hermes, επιδίωξε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του ιστορικού οίκου της Birkin Bag. Η κίνηση αυτή οδήγησε στη μακροχρόνια δικαστική διαμάχη με την οικογένεια Ντουμάς, με τον Arnault να αναγκάζεται τελικά να πουλήσει το μερίδιο του στην εταιρεία.
“Ο Bernard Arnault είναι αρπακτικό, όχι δημιουργός”, δήλωσε τραπεζίτης που παρακολούθησε εκ των έσω τη διαδρομή του.
Αναμφισβήτητα, οι ελιγμοί του επιχειρηματία στην πολυτάραχη πορεία του προς την κορυφή, που του απέδωσαν το ψευδώνυμο «ο λύκος με το κασμιρένιο παλτό», τον βοήθησαν να φτάσει πιο γρήγορα στο στόχο του και τον έκαναν «νούμερο 1».