Μια «επέτειος» πέρασε μάλλον απαρατήρητη φέτος εν μέσω άλλων προβλημάτων στην εποχή της πανδημίας και του κορονοϊού. Την Πέμπτη συμπληρώθηκαν κιόλας 11 χρόνια από τις 23 Απριλίου 2010, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου ως πρωθυπουργός με εκείνο το περίφημο διάγγελμα οδηγούσε και τυπικά την Ελλάδα στο τούνελ των μνημονίων και στα σαγόνια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Μια ημερομηνία από την οποία -λόγω και όσων ακολούθησαν- η χώρα μας δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει και πάλι ενώ ακόμη και σήμερα οι προοπτικές εξόδου από την σκοτεινή σήραγγα παραμένουν στην πραγματικότητα άγνωστες.
Για πάνω από μια δεκαετία, οι Έλληνες πότε με την μια αφορμή και πότε με την άλλη καλούνται να υποβληθούν σε θυσίες που είναι μεν για το «καλό τους», αλλά με κάποιο περίεργο τρόπο στο τέλος τους προκαλούν περισσότερη ζημιά. Για πάνω από μια δεκαετία οι ελπίδες ότι «βγαίνουμε σύντομα στο ξέφωτο», όπως έλεγαν στην αρχή, ή ότι «επανερχόμαστε στην κανονικότητα», όπως διαβεβαίωναν στη συνέχεια ανανεώνονταν κάθε τρεις και λίγο στα λόγια αλλά, κατά έναν περίεργο τρόπο, καταλήγουν έως τώρα συνεχώς φρούδες.
Στην αρχή η οικονομική κρίση και τώρα η υγειονομική έχουν, περισσότερο από κάθε τι άλλο, ένα κοινό σημείο: Μετέτρεψαν τους Έλληνες σε πειραματόζωα. Είτε από σκοπιμότητα, όπως υποστηρίζει η μία πλευρά, είτε από συγκυρία όπως προτιμά να λέει η άλλη. Κι ενώ, όπως τότε με τα μνημόνια έτσι και τώρα, το κυρίαρχο αφήγημα είναι ότι «δεν υπάρχει άλλη λύση», εκ των υστέρων οι πρωταγωνιστές της πρώτης τουλάχιστον καταστροφής -όπως ο Π. Τόμσον και η Κ. Λαγκάρντ- αναγνώρισαν «λάθη» που έκαναν σε βάρος της Ελλάδας και άλλες «συνταγές» που δεν δοκίμασαν. Το πόσο συνδέονται μάλιστα, έστω και εκ των πραγμάτων, αυτές οι δύο φάσεις φάνηκε από την «πρόβλεψη» φιλομνημονιακού παράγοντα στην πρώτη φάση της πανδημίας πριν από έναν χρόνο. Όπως είχε πει, οι Έλληνες «ατσαλώθηκαν» στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης για να αντέξουν τις νέες δυσκολίες. Κι αν λάβει κανείς υπόψη ότι στη χώρα μας επιβλήθηκε τους τελευταίους μήνες ένα από τα πιο σκληρά και μεγαλύτερα σε διάρκεια lockdown, διεθνώς, η εκτίμηση αυτή δείχνει τουλάχιστον έως τώρα να επιβεβαιώθηκε.
Η εντεκαετία αυτή μπορεί σε γενικές γραμμές να κατατμηθεί σε τρεις βασικές υποπεριόδους. Η πρώτη ξεκινά από την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γ. Παπανδρέου που σηματοδοτεί και τον πρώτο κύκλο των «σκληρών» μνημονιακών κυβερνήσεων. Η περίοδος αυτή διήρκεσε έως και τα τέλη του 2014 οπότε προκηρύχθηκαν, λόγω της τυπικής αδυναμίας εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, οι εθνικές εκλογές. Η δεύτερη περίοδος συμπίπτει με τις δύο φάσεις της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή από το πρώτο καταστροφικό εξάμηνο που κατέληξε στο δημοψήφισμα, τη μετατροπή του όχι σε ναι, τις δεύτερες εκλογές του 2015 και τη φάση της μνημονιακής μετάλλαξης του κ. Τσίπρα και της κυβέρνησής του. Η τυπική (και όχι ουσιαστική) έξοδος από τα μνημόνια τρία χρόνια αργότερα, δεν απέτρεψε την έναρξη μιας νέας πολιτικής περιόδου με την συντριπτική εκλογική επικράτηση της ΝΔ και του Κ. Μητσοτάκη στα μέσα του 2019. Η εκδήλωση της πανδημίας ύστερα από μερικούς μήνες δεν άφησε περιθώρια να δοκιμαστεί η μεταμνημονιακή διαχείριση υπό τις νέες πολιτικές συνθήκες και η χώρα διανύει ήδη το δεύτερο χρόνο της καινούργιας, πολύπλευρης, δοκιμασίας. Αρκεί να σημειώσει κανείς, εκτός των άλλων μεγεθών, ότι σήμερα το δημόσιο χρέος της χώρας έχει διαμορφωθεί στο 222% του ΑΕΠ όταν μπήκαμε στα μνημόνια το 2010 με το επιχείρημα ότι επειδή βρισκόταν στο 120% του ΑΕΠ «δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί». Περιττό να σημειωθεί ότι στη διάρκεια όλων αυτών των ετών, παρά τις κάποιες μικρές διακυμάνσεις, η πορεία του ήταν συνεχώς ανοδική, ακόμη κι όταν οι εκάστοτε κυβερνήσεις ανήγγελναν μονότονα ότι «σωθήκαμε». Επίσης, περαιτέρω αύξηση του προβλέπεται επισήμως για τα επόμενα χρόνια ενώ οι έως τώρα -και μάλλον αισιόδοξες- εκτιμήσεις αναφέρουν ότι το επίπεδο χρέους και των δύο χωρών δεν πρόκειται να επανέλθει στα επίπεδα του 2019 πριν από το 2024, κάτι που σημαίνει ότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος είναι τέτοιος που οδηγεί κι άλλο προς τα πίσω την εξυγίανση και την ανάπτυξη. Κατ' αναλογία, δεν αναμένεται κάποια σημαντική βελτίωση έως τώρα και στην ήδη πολύ υψηλή ανεργία με ο,τι αυτό συνεπάγεται για την περαιτέρω εξαθλίωση και φτωχοποίηση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων ακόμη και από την ψυχορραγούσα τώρα «μεσαία τάξη».
Στα έντεκα αυτά χρόνια η χώρα άλλαξε αναλογικά περισσότερες κυβερνήσεις από όλη την προηγούμενη περίοδο της μεταπολίτευσης. Οι κυβερνητικοί κύκλοι περιορίστηκαν κατά κύριο λόγο στην διετία. Ο Γ. Παπανδρέου που είχε εκλεγεί θριαμβευτικά με το «λεφτά υπάρχουν» το 2009, οδηγήθηκε στην έξοδο δύο χρόνια αργότερα και αντικαταστάθηκε από τον Λ. Παπαδήμο. Λίγους μήνες αργότερα και με εμβόλιμο τον υπηρεσιακό Π. Πικραμμένο, έγινε πρωθυπουργός το 2012 ο Αντ. Σαμαράς και του οποίου η θητεία δεν άντεξε περισσότερο από 2,5 χρόνια. Ο Αλ. Τσίπρας που ακολούθησε, χρειάστηκε να «ανανεώσει» την εντολή τον Σεπτέμβριο του 2015 για να αντέξει έως το 2019 αν και βρισκόταν υπό διαρκή υποχώρηση μέχρι την τριπλή εκλογική ήττα. Και τώρα ο Κ. Μητσοτάκης συμπληρώνει διετία υπό συνθήκες έντονων αναταράξεων και μεγάλων αδιεξόδων.
Στα έντεκα αυτά χρόνια εκτός από την πολιτική γεωγραφία άλλαξαν και πολλές από τις κοινωνικές συμπεριφορές ενώ εκδηλώθηκε κι ένα πολύ μεγάλο κύμα φυγής κυρίως νέων ανθρώπων και επιστημόνων από τη χώρα. Περισσότεροι από μισό εκατομμύριο είναι όσοι μετανάστευσαν δίχως -και παρά τα προβλήματα διεθνώς – να διαφαίνεται κάποια σοβαρή τάση ταχείας επιστροφής τους στην πατρίδα. Αναδείχθηκαν επίσης νέα διακυβεύματα, σε εθνικό και κοινωνικό επίπεδο, διαπερνώντας οριζόντια την κοινή γνώμη και το πολιτικό σύστημα αλλά τώρα όλα δείχνουν ότι η χώρα βρίσκεται και πάλι σε μια καμπή. Αν και οι δημοσκοπήσεις, με όση αξία έχουν, δείχνουν την πρόθεση ψήφου υπέρ της ΝΔ, τα ποιοτικά στοιχεία διαρκώς επιδεινώνονται επιβεβαιώνοντας ότι το κοινωνικό καζάνι βράζει. Αυτό που έντεκα χρόνια μετά διαφοροποιεί, επί του παρόντος, τα πράγματα είναι ότι ενώ όλες τις προηγούμενες φορές υπήρχε εναλλακτική λύση για να υποδεχτεί και να απορροφήσει την κοινωνική δυσφορία έως οργή και αγανάκτηση, τώρα φαίνεται να βρισκόμαστε μπροστά σε αχαρτογράφητα νερά...
Ανδρέας Καψαμπέλης