Φώτης Καρύδας
Η εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Στη σημερινή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έτυχε μάλιστα ο κλήρος να διαχειριστεί, ειδικά στον τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θέματα τεράστιας στρατηγικής ακόμη και υπαρξιακής σημασίας για τη χώρα μας.
Επί δεκαετίες πολλά από τα προβλήματα έμεναν κρυμμένα κάτω από το χαλί. Αυτή ήταν μια βολική, εξ αντικειμένου, κατάσταση γιατί δεν επέβαλε την ανάγκη να ληφθούν αποφάσεις. Δεν υποχρέωνε στο σπάσιμο αυγών. Αυτό στο οποίο –η αλήθεια είναι- βοηθούσε ήταν να επικρατούν σε γενικές γραμμές ήρεμα νερά και να μην υπάρχουν σοβαρές αναταράξεις.
Επίσης είναι γεγονός ότι αυτή η ηρεμία βοήθησε, με την πάροδο του χρόνου, στη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής αποδεκτής από την πλειονότητα του κομματικού φάσματος.
Οι συνθήκες στον διεθνή περίγυρο τα τελευταία χρόνια άλλαξαν επηρεάζοντας άμεσα και τη δική μας περιοχή. Είτε θέλοντας είτε μη, η άνεση του παρελθόντος έδωσε τη θέση της στις αυξημένες δυσκολίες του παρόντος και –προοπτικά- στις ακόμη μεγαλύτερες αβεβαιότητες του μέλλοντος.
Ιδιαίτερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος (εντός εισαγωγικών, κατά πολλούς) του 2016, ο εξ Ανατολών γείτονάς μας έγινε πιο νευρικός και πιο απρόβλεπτος. Ταυτόχρονα η αλλαγή των γεωπολιτικών ισορροπιών και ο ενεργειακός «πόλεμος» εκτός από την παγκόσμια οικονομία έχουν άμεσο αντίκτυπο και στις δικές μας επιλογές και προτεραιότητες.
Ο Ερντογάν του σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τον Ερντογάν του χθες. Η διαχείριση της τουρκικής προκλητικότητας απαιτεί άλλες, διαφορετικές, προσεγγίσεις. Η διασφάλιση του εθνικού συμφέροντος έχει πλέον, εκ των πραγμάτων, υψηλότερο βαθμό δυσκολίας.
Αυτό στο οποίο θα πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι είναι ότι ο στόχος είναι κοινός. Στην ίδια πατρίδα ζούμε όλοι, τον ίδιο αέρα αναπνέουμε, την ίδια γη πατάμε. Το ζητούμενο είναι με ποιους τρόπους και μέσα θα πετύχουμε το στόχο.
Στα σχεδόν δύο τελευταία χρόνια η σημερινή κυβέρνηση κατάφερε -εν μέσω της πρωτοφανούς πανδημίας του κορονοϊού που πλήττει ολόκληρο τον πλανήτη- όχι μόνο να μην χάσει τον έλεγχο στα άλλα πεδία αλλά και να αντιμετωπίσει επιτυχώς την πολύ δύσκολη εξίσωση στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών. Αποτρέποντας αποτελεσματικά την επιθετικότητα των γειτόνων, έδειξε ταυτόχρονα ότι παραμένει η σοβαρή και υπεύθυνη δύναμη που θέλει -και μπορεί να επιβάλει- την ειρήνη για το καλό και την ευημερία των δύο λαών και χωρών.
Η κατάσταση που κληρονόμησε η κυβέρνηση της ΝΔ το καλοκαίρι του 2019 στον τομέα αυτό δεν ήταν ομολογουμένως ο,τι καλύτερο. Δεν χρειάζεται να θυμηθούμε το θράσος που είχε αποκτήσει ο κ. Ερντογάν και του επέτρεπε να κάνει επί ελληνικού εδάφους δηλώσεις για «τέσσερις βουλευτές μας» και να αξιώνει εντός του προεδρικού μεγάρου την αλλαγή της Συνθήκης της Λωζάννης. Ούτε να στενοχωρηθούμε, ενθυμούμενοι τις «κρύες» σχέσεις με τις ΗΠΑ σε αντιδιαστολή με τον άξονα των ένθερμων σχέσεων Ουάσιγκτον – Άγκυρας. Και πάντως δεν ξεχνάμε τα διπλωματικά αυτογκόλ με τις δηλώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών ότι «δεν πρέπει να είμαστε μοναχοφάηδες» απέναντι στην Τουρκία.
Αποτελεί κοινό μυστικό ότι κάποιοι, λειτουργώντας ως σύγχρονοι Αλκιβιάδηδες και θέτοντας τις προσωπικές τους ιδιοτέλειες υπεράνω του γενικού καλού, θα ήθελαν η κυβέρνηση που διαδέχτηκε τον ΣΥΡΙΖΑ να γλιστρήσει στις κακοτοπιές. Η αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετώπισε -ευθύς εξ αρχής- την προσπάθεια εισβολής στον Έβρο όμως έστειλε ένα μήνυμα όχι στιγμιαίο αλλά διαρκές. Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων μας Δυνάμεων ήρθε ύστερα από μια πολυετή χαλάρωση. Η συνεπής διπλωματική δράση και η αυξημένη αξιοπιστία έναντι των εταίρων άνοιξαν το δρόμο για να βρεθεί η Τουρκία προ της απειλής σοβαρών και επώδυνων για την ίδια κυρώσεων και να καταλάβει ότι η πολιτική του «τσαμπουκά» δεν είναι πλέον χωρίς κόστος. Και το κυριότερο ίσως εργαλείο, δεν είναι άλλο από την προσωπική και άμεση σχέση που διατηρεί ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ο οποίος είχε επισκεφθεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο γραφείο του στην Αθήνα από το 2017 ως αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι δύο ηγέτες έχουν εγκαινιάσει ήδη ανοικτή γραμμή ενώ ο κ. Ερντογάν αναμένει ακόμη στο ακουστικό του…
Η εύκολη κριτική είναι ξεπερασμένη όπως και η ανέξοδη ρητορική. Στις εποχές της στασιμότητας αυτά μπορεί να είχαν κάποιο νόημα, για να να χαϊδεύουν οι δημαγωγοί αυτιά. Τώρα προκαλούν βαρηκοΐα. Η επανάγνωση της Ιστορίας άλλωστε δείχνει ότι ακόμη και σε «ηρωικές» εποχές, όπως η δεκαετία του 1980, έγιναν αν μη τι άλλο σοβαρά λάθη. Σήμερα κάποιοι μπορεί να επιδιώκουν να οδηγήσουν σε παγίδες και σε αψυχολόγητες ακρότητες την κυβέρνηση γιατί δεν βλέπουν άλλη οδό για τη δική τους πολιτική επιβίωση και παλινόρθωση. Άλλοι ίσως μένουν σε μια σχολή σκέψης που η διεθνής πραγματικότητα έχει αφήσει πίσω. Αν στην παρούσα ιστορικοπολιτική συγκυρία δεν προχωρήσουμε, κινδυνεύουμε να χάσουμε και ό,τι έχουμε κερδίσει. Κι αυτή είναι η πραγματική παγίδα. Όσοι μεμψιμοιρούν και διεκδικούν ρόλο Κασσάνδρας, δεν πρέπει να ξεχνούν ότι τόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος όσο και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, οι μόνοι που κατεγράφησαν ως Εθνάρχες, έκαναν όπου χρειάστηκε τους αναγκαίους ελιγμούς για να πετύχουν τους τελικούς και μεγάλους εθνικούς στόχους. Κι αν οι μεμψίμοιροι στην Ελλάδα του 2021 «βλέπουν» υποχωρήσεις, ας αλλάξουν γυαλιά για να δουν ότι πριν από δέκα μήνες η Ελλάδα μας, για πρώτη φορά ύστερα από 70 και πλέον χρόνια, με τη συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες με την Ιταλία μεγάλωσε την επικράτεια της. Κι αυτή ήταν μόνο η αρχή…
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
* Ο Φώτης Καρύδας είναι δημοσιογράφος
Home
»
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΤΩΡΑ
»
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
»
NEWS
» «Τι "αγνοούν" όσοι μεμψιμοιρούν για την εξωτερική πολιτική...»