Η συγκλονιστική μάχη για την επιβίωση και η τραγικότητα της αποτυπώνεται στην αφήγηση ενός απο τους τυχερούς διασωθέντες της Uruguayan Air Force 571.Της πτήσης που ακόμα και σήμερα η τραγωδία συγκινεί.
Συγκινεί και τρομάζει συνάμα στο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος οταν αντιμετωπίζει την πείνα. «Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι»....
είχε γράψει ο μεγάλος Μενέλαος Λουντεμης για τους πολιτικούς κρατούμενους της Μακρονήσου και τα βασανιστήρια των και μπορεί να μη ταιριάζει απόλυτα στο γεγονός αλλά ταιριάζει απόλυτα στην δύσκολη απόφαση για την επιβίωση του ανθρώπου σε ακραίες συνθήκες όμως δείχνει την σύγκρουση των συναισθημάτων και της ηθικής απέναντι στο φάσμα του του αργού από την πείνα θανάτου. Και ο άνθρωπος μπόρεσε. Κάτι που δεν κάνουν οι λύκοι. Τον κανιβαλισμό για να σωθούν
Έζησαν 72 ημέρες στο χιόνι. Χωρίς εφόδια, χωρίς κανείς να γνωρίζει τα ίχνη τους. Θα θεωρούσαν τον εαυτό τους αναφανδόν τυχερό που είχαν καταφέρει να είναι οι μοναδικοί επιζήσαντες μιας αεροπορικής τραγωδίας, αν δεν έπρεπε να κάνουν κάτι φρικιαστικό για να ζήσουν: Να φάνε τα πτώματα των νεκρών φίλων τους.
Η εξωπραγματική ιστορία της αεροπορικής τραγωδίας των Άνδεων, το 1972, αναβιώνει 49 χρόνια μετά, με έναν από τους επιζώντες να ανακαλεί μπροστά στην κάμερα τι βίωσε όταν χρειάστηκε να καταφύγει στον κανιβαλισμό που φάνταζε ως ο μόνος τρόπος επιβίωσης σε ακραία άγριες συνθήκες και υψόμετρο 3.600 μέτρων.
«Έπρεπε να καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια τόσο σωματικά όσο και πνευματικά για να μπορέσω να τραφώ από τη σάρκα των φίλων μου» παραδέχεται ο ίδιος, αλλά ομολογεί πως δεν το φέρει βαρέως.
«Δεν υπήρχε άλλη λύση, αν θέλαμε να μείνουμε ζωντανοί. Συζητήσαμε μεταξύ μας, διαφωνώντας για το αν έπρεπε να το κάνουμε ή όχι. Το να μην το κάνουμε, σήμαινε θάνατο, οπότε όλοι συμφωνήσαμε να φάμε» θυμάται ο ίδιος.
«Όταν πας να πάρεις ένα κομμάτι σάρκας, το σώμα του φίλου του, το παγωμένο του σώμα, το χέρι σου δεν υπακούει. Πρέπει να κάνεις μεγάλη προσπάθεια με την ενέργεια και το μυαλό σου για να αναγκάσεις το χέρι του να υπακούσει. Αυτό γίνεται, αλλά όχι αμέσως» εξηγεί ο ίδιος, προσθέτοντας: «Το ίδιο συμβαίνει και με το στόμα σου που πρέπει να το ανοίξεις για να βάλεις μέσα το κρέας και να το μασήσεις».
Δώδεκα άντρες πέθαναν λόγω της πρόσκρουσης, άλλοι πέντε μέσα σε λίγες ώρες και ένας ακόμη μία εβδομάδα αργότερα. Μία νέα τραγωδία χτύπησε ξανά τη 17η ημέρα της δοκιμασίας τους όταν χιονοστιβάδα σκότωσε οκτώ ακόμη επιβάτες.
Οι επιζώντες είχαν λίγη τροφή και καμία πηγή θερμότητας στις δύσκολες συνθήκες σε υψόμετρο άνω των 3.600 μέτρων.
Αντιμέτωποι με τη λιμοκτονία και την κακή ψυχολογία όταν άκουσαν στο ραδιόφωνο ότι η αναζήτηση τους είχε εγκαταλειφθεί, όσοι επέζησαν τρέφονταν με τους νεκρούς συεπιβάτες τους που είχαν διατηρηθεί εξαιτίας του πάγου.
«Δεν υπήρχε άλλη επιλογή αν θέλατε να μείνετε ζωντανοί», είπε ο Coche. «Μαζευτήκαμε όλοι μαζί και συζητήσαμε αν θα το κάνουμε ή όχι. Το να μην το κάνουμε φάνηκε να σημαίνει ότι πεθαίνεις, έτσι όλοι αποφάσισαν να φάνε.
Όταν προσπαθείς να πέρεις ένα κομμάτι σάρκας από το σώμα του φίλου σας, το παγωμένο σώμα του, το χέρι δεν υπακούει και πρέπει να καταβάλεις μεγάλη προσπάθεια ενέργειας και νου για να κάνεις το χέρι σου να υπακούσει. Και υπακούει, αλλά όχι αμέσως.
Το ίδιο συνέβη και με το άνοιγμα στόματος για να φας γρήγορα και να καταπιείς» συμπλήρωσε με ψυχραιμία.
Η ομάδα σώθηκε όταν ο Canessa, ο Parrado και ο Vizint συνάντησαν κατά την κατάβαση τους από τα βουνά της Χιλής το βοσκό Sergio Catalán, ο οποίος τους έδωσε φαγητό και στη συνέχεια ειδοποίησε τις αρχές.
Στην ουρουγουανή πτήση 571 από το Σαντιάγο στο Μοντεβιδέο επέβαιναν 45 άτομα. Οι 12 από αυτούς σκοτώθηκαν ακαριαία, οι άλλοι πέντε μετά από μερικές ώρες κι ένας από αυτούς μία εβδομάδα αργότερα.
Το αεροπορικό δυστύχημα στις Άνδεις, το 1972
© AP Photo
Όμως, η τραγωδία δεν είχε τελειώσει. Τη 17η ημέρα μετά το δυστύχημα, μια χιονοστιβάδα σάρωσε την περιοχή, σκοτώνοντας άλλους οκτώ από τους επιζήσαντες.
Ερωτηθείς αν έχει συμβιβαστεί με τις αναμνήσεις, απαντά «όχι, η ιστορία δεν ζει μέσα μου».
«Ζω τη ζωή μου όπως τη φανταζόμουν τότε. Και όταν έχω προβλήματα, σκέφτομαι τις Άνδεις και τότε το πρόβλημα μοιάζει μικρό σε σχέση με άλλα, οπότε αυτό με βοηθά, αλλά δεν είναι μέρος της ζωής μου».
Διασώθηκαν 72 ημέρες μετά, καθώς οι επιζήσαντες δρ Ρομπέρτο Κανέσσα, Νάντο Παράντο και Αντόνιο Βιζίντ είχαν φύγει από την αρχή, περπατώντας για δέκα μέρα προς αναζήτηση βοήθειας. Οι τρεις τους έπεσαν πάνω σε ένα βοσκό που τους έδωσε φαγητό και ειδοποίησε τις αρχές να ξεκινήσουν εκ νέου τις έρευνες για τον εντοπισμό των διασωθέντων.
Η ιστορία των 16 αποτυπώθηκε στην ταινία τού 1993 Επιζήσαντες.
«Όταν πας να πάρεις ένα κομμάτι σάρκας, το σώμα του φίλου του, το παγωμένο του σώμα, το χέρι σου δεν υπακούει. Πρέπει να κάνεις μεγάλη προσπάθεια με την ενέργεια και το μυαλό σου για να αναγκάσεις το χέρι του να υπακούσει. Αυτό γίνεται, αλλά όχι αμέσως» εξηγεί ο ίδιος, προσθέτοντας: «Το ίδιο συμβαίνει και με το στόμα σου που πρέπει να το ανοίξεις για να βάλεις μέσα το κρέας και να το μασήσεις».
Δώδεκα άντρες πέθαναν λόγω της πρόσκρουσης, άλλοι πέντε μέσα σε λίγες ώρες και ένας ακόμη μία εβδομάδα αργότερα. Μία νέα τραγωδία χτύπησε ξανά τη 17η ημέρα της δοκιμασίας τους όταν χιονοστιβάδα σκότωσε οκτώ ακόμη επιβάτες.
Οι επιζώντες είχαν λίγη τροφή και καμία πηγή θερμότητας στις δύσκολες συνθήκες σε υψόμετρο άνω των 3.600 μέτρων.
Αντιμέτωποι με τη λιμοκτονία και την κακή ψυχολογία όταν άκουσαν στο ραδιόφωνο ότι η αναζήτηση τους είχε εγκαταλειφθεί, όσοι επέζησαν τρέφονταν με τους νεκρούς συεπιβάτες τους που είχαν διατηρηθεί εξαιτίας του πάγου.
«Δεν υπήρχε άλλη επιλογή αν θέλατε να μείνετε ζωντανοί», είπε ο Coche. «Μαζευτήκαμε όλοι μαζί και συζητήσαμε αν θα το κάνουμε ή όχι. Το να μην το κάνουμε φάνηκε να σημαίνει ότι πεθαίνεις, έτσι όλοι αποφάσισαν να φάνε.
Όταν προσπαθείς να πέρεις ένα κομμάτι σάρκας από το σώμα του φίλου σας, το παγωμένο σώμα του, το χέρι δεν υπακούει και πρέπει να καταβάλεις μεγάλη προσπάθεια ενέργειας και νου για να κάνεις το χέρι σου να υπακούσει. Και υπακούει, αλλά όχι αμέσως.
Το ίδιο συνέβη και με το άνοιγμα στόματος για να φας γρήγορα και να καταπιείς» συμπλήρωσε με ψυχραιμία.
Η ομάδα σώθηκε όταν ο Canessa, ο Parrado και ο Vizint συνάντησαν κατά την κατάβαση τους από τα βουνά της Χιλής το βοσκό Sergio Catalán, ο οποίος τους έδωσε φαγητό και στη συνέχεια ειδοποίησε τις αρχές.
Το αεροπορικό δυστύχημα στις Άνδεις, το 1972
© AP Photo
Όμως, η τραγωδία δεν είχε τελειώσει. Τη 17η ημέρα μετά το δυστύχημα, μια χιονοστιβάδα σάρωσε την περιοχή, σκοτώνοντας άλλους οκτώ από τους επιζήσαντες.
Ερωτηθείς αν έχει συμβιβαστεί με τις αναμνήσεις, απαντά «όχι, η ιστορία δεν ζει μέσα μου».
«Ζω τη ζωή μου όπως τη φανταζόμουν τότε. Και όταν έχω προβλήματα, σκέφτομαι τις Άνδεις και τότε το πρόβλημα μοιάζει μικρό σε σχέση με άλλα, οπότε αυτό με βοηθά, αλλά δεν είναι μέρος της ζωής μου».
Διασώθηκαν 72 ημέρες μετά, καθώς οι επιζήσαντες δρ Ρομπέρτο Κανέσσα, Νάντο Παράντο και Αντόνιο Βιζίντ είχαν φύγει από την αρχή, περπατώντας για δέκα μέρα προς αναζήτηση βοήθειας. Οι τρεις τους έπεσαν πάνω σε ένα βοσκό που τους έδωσε φαγητό και ειδοποίησε τις αρχές να ξεκινήσουν εκ νέου τις έρευνες για τον εντοπισμό των διασωθέντων.
Η ιστορία των 16 αποτυπώθηκε στην ταινία τού 1993 Επιζήσαντες.