Γράφει ο Γ. Μαντζουράνης
Η ΝΔ παραμένει συνεπής στις πρακτικές των παραδοσιακών κομμάτων της ελληνικής Δεξιάς, που με εμμονή από τη δεκαετία του ’80 επιχειρούσε να «χρεώσει» τα εγκλήματα της 17Ν στον τότε κύριο πολιτικό αντίπαλό της, το ΠΑΣΟΚ. Και σήμερα απλώς άλλαξε το στόχο και συκοφαντεί με τα ίδια μέσα, χωρίς κανένα ηθικό φραγμό, και εν γνώσει του ψεύδους, τον ΣΥΡΙΖΑ
Η ΝΔ κέρδισε τις εκλογές το 2019 με κεντρικό σύνθημα «Ανάπτυξη με λιγότερους Φόρους και Επενδύσεις, Αξιοκρατία και Ασφάλεια».
Από τη μέχρι σήμερα αποτίμηση των πεπραγμένων της Κυβέρνησης είναι ολοφάνερη η παταγώδης αποτυχία εκπλήρωσης των δύο πρώτων υποσχέσεων, και γι’ αυτό ο Κ. Μητσοτάκης επενδύει πλέον στην Ασφάλεια, που είναι προνομιακό πεδίο για κάθε συντηρητική – αυταρχική πολιτική δύναμη.
Ειδικά στην Ελλάδα από τη μετεμφυλιακή περίοδο αλλά και μετά τη μεταπολίτευση η ελληνική Δεξιά σε όλες τις εκδοχές της εκμεταλλεύεται την έμφυτη ανάγκη των ανθρώπων για ασφάλεια και σπεκουλάρει στο δόγμα «Νόμος και Τάξη».
Αντίθετα η ελληνική Αριστερά, η προοδευτική παράταξη, αντιμετωπίζει αμήχανη την πολιτική διαχείριση της Δεξιάς σε αυτό το ζήτημα, μολονότι η Ασφάλεια είναι λαϊκό δικαίωμα απόλυτα συνυφασμένο με την Ελευθερία, αφού κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ασφαλής, εάν δεν είναι ελεύθερος και ελεύθερος εάν δεν είναι ασφαλής.
Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί να εξηγηθεί η κυβερνητική πολιτική για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, τη μόνιμη παρουσία αστυνομικών στα ΑΕΙ, τη σκληρή καταστολή διαδηλώσεων, την εξευτελιστική μεταχείριση διαδηλωτριών από εξαγριωμένους αστυνομικούς, την βάρβαρη κακοποίηση του ανύποπτου σκηνοθέτη Ινδαρέ και των γιων του μέσα στο σπίτι τους και άλλα ων ουκ έστι αριθμός.
Στο ίδιο πλαίσιο αυταρχισμού εντάσσεται η στάση της Κυβέρνησης στην υπόθεση Δ. Κουφοντίνα, όπου με πρωτοφανή αδιαλλαξία αρνείται να εφαρμόσει το Ν. 4760/2020, που η ίδια ψήφισε, ενώ παράλληλα ενοχοποιεί όσους απαιτούν τήρηση της νομιμότητας ως αλληλέγγυους της τρομοκρατίας και των εγκλημάτων του Δ. Κουφοντίνα, με βασικό στόχο τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα, που είναι ο πλέον επικίνδυνος για την μακροημέρευσή της στην εξουσία πολιτικός ηγέτης.
Η πολιτική αντιπαράθεση για την απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα οξύνεται συνειδητά από την κυβέρνηση, που επιδιώκει και προκαλεί μια τοξική κατάσταση διχασμού, που και άλλες φορές στο παρελθόν υπήρξε σημαία ευκαιρίας για την ελληνική Δεξιά.
Εξάλλου, η πρωτοφανής κυριαρχία της Κυβέρνησης στα συστημικά ΜΜΕ διευκολύνει τη διάχυση του διχαστικού κλίματος, με προφανή σκοπό να επιβληθεί η ατζέντα που τη βολεύει.
Έτσι, η πανδημία που απλώνεται αντί να περιορίζεται, η οικονομική κρίση που καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις και νοικοκυριά, οι εξόφθαλμες κυβερνητικές αδυναμίες στη διαχείριση μιας 24ωρης χιονόπτωσης, που άφησε χιλιάδες νοικοκυριά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και νερό για 4-6 ημέρες, η προκλητική «ανεμελιά» του αυτοθαυμαζόμενουπρωθυπουργού και βέβαια η αποκρουστική υπόθεσηΛιγνάδη-Μενδώνη επιχειρείται να κρυφτούν πίσω από την υπόθεση Κουφοντίνα.
Η πολιτική και προσωπική ιδιοτέλεια του Κ. Μητσοτάκη, ο κυνισμός της εξουσίας του, αποκαλύπτονται εδώ σε όλο το βάθος τους.
Ενώ όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πλην της Ελληνική Λύσης, σχεδόν όλοι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδας, ο Συνήγορος του Πολίτη, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, χιλιάδες δικηγόροι, πολλές οργανώσεις και μεμονωμένοι πολίτες διακηρύσσουν ότι η ανθρώπινη ζωή ως υπέρτατη αξία προστατεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα και διεθνείς συμβάσεις και όλοι οι κρατούμενοι έχουν τα ίδια δικαιώματα ανεξάρτητα από τα εγκλήματα, που διέπραξαν σύμφωνα με τον ισχύοντα Σωφρονιστικό Κώδικα, η Κυβέρνηση επιχειρεί να μεταθέσει το δημόσιο διάλογο από τον απεργό πείνας κρατούμενο και τα δικαιώματά του στο ναρκοθετημένο πεδίο της τρομοκρατίας.
Αποφεύγει να απαντά γιατί άραγε αρνείται να εφαρμόσει τον νόμο που η ίδια ψήφισε- και μάλιστα φωτογραφικά για τον Δ. Κουφοντίνα. Απευθύνει την ύβρη του «υποστηρικτή ή συνοδοιπόρου τρομοκρατών» σε όποιον τολμήσει να συνταχθεί δημόσια υπέρ της προσήλωσης στη νομιμότητα και τη διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου».
Τα κυβερνητικά στελέχη επιδίδονται σε εμφυλιοπολεμικές δηλώσεις και καταλογίζουν στους πολιτικούς αντιπάλους «συμπάθεια» προς τις αξιόποινες πράξεις του συγκεκριμένου κρατουμένου, μολονότι όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου προ πολλών ετών έχουν ταχθεί ξεκάθαρα και αποφασιστικά κατά της τρομοκρατίας και των τρομοκρατών.
Μάλιστα η Αριστερά έχει καταγγείλει από τη δεκαετία του ΄70 αυτού του είδους τη «δράση» ως εχθρική στη δημοκρατία, στο λαϊκό κίνημα, και στην κοινωνική πρόοδο.
Παρ΄ όλα αυτά, όμως, η ΝΔ παραμένει συνεπής στις πρακτικές των παραδοσιακών κομμάτων της ελληνικής Δεξιάς, που με εμμονή από τη δεκαετία του ’80 επιχειρούσε να «χρεώσει» τα εγκλήματα της 17Ν στον τότε κύριο πολιτικό αντίπαλό της, το ΠΑΣΟΚ.
Και σήμερα απλώς άλλαξε το στόχο και συκοφαντεί με τα ίδια μέσα, χωρίς κανένα ηθικό φραγμό, και εν γνώσει του ψεύδους, τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η αδίστακτηεκστρατεία κορυφώνεται με τη χυδαία εκμετάλλευση μιας δήλωσης του Θ. Δρίτσα, που χαρακτηρίσθηκε ως ατυχής και από το Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τον ίδιο.
Είτε 1980, είτε 2000, είτε 2021 η ΝΔ επιδίδεται στο «άθλημα» της αποπροσανατολιστικής πόλωσης, γιατί εδώ και χρόνια βρίσκει εκλογικά προσοδοφόρα τη θωπεία των ταπεινότερων ενστίκτων του πολιτικού ακροατηρίου της μέσα από την τεχνητή αναπαραγωγή ενός τοξικού διχασμού όπου, η ίδια εμφανίζεται ως η φωτεινή δύναμη του Καλού και οι αριστεροί και δημοκρατικοί αντίπαλοί της, ως συνοδοιπόροι δολοφόνων.
Με άλλα λόγια, η Κυβέρνηση αποφεύγει να τοποθετηθεί για το προκείμενο ζήτημα, δηλαδή τα δικαιώματα και την ίση μεταχείριση των κρατουμένων, απεκδύεται των αρμοδιοτήτων της, αλλάζει χυδαία τους όρους της δημόσιας συζήτησης και υπενθυμίζει τα εγκλήματα του Δημήτρη Κουφοντίνα, για τα οποία ήδη έχει κριθεί και καταδικασθεί, τόσο από τη δικαιοσύνη, όσο και από την κοινωνία. Άλλως, με ποδοσφαιρική γλώσσα, «πετάει τη μπάλα στην εξέδρα».
Η δημοκρατική προοδευτική παράταξη οφείλει να μην παρασυρθεί στην εξέδρα της προσχηματικής ρητορικής, αλλά να παραμείνει στο γήπεδο της ουσιαστικής ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης. Να αντισταθεί σθεναρά στην επιχείρηση αλλαγής της πολιτικής ατζέντας και αποπροσανατολισμού από τα μεγάλα προβλήματα που προκαλεί η κυβερνητική πολιτική.
Να παραμείνει αταλάντευτα στην αδιαπραγμάτευτη θέση αρχής της ότι στις δημοκρατίες οι ιδέες αντιμετωπίζονται με ιδέες και μαζικούς αγώνες και όχι με το οπλισμένο χέρι οποιουδήποτε επιλέγει- κατά την αυθαίρετη κρίση του- τα θύματα, που δολοφονεί εν ονόματι της κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας ή οποιασδήποτε άλλης αξίας και αρχής ταλανίζει το μυαλό του.
Ταυτόχρονα αποτελεί χρέος κάθε ενεργού πολίτη η υπεράσπιση μιας δημοκρατίας, όχι κατεψυγμένης και σε «μερίδες», που διανέμει ανάλογα με τις πολιτικές ορέξεις της η κυβέρνηση, αλλά ακέραιας, ζωντανής και συμπεριληπτικής των αξιών του ανθρωπισμού και του κράτους δικαίου.