Η τελευταία συλλογική εθνική ανοησία ονομάζεται Σοφία Μπεκατώρου. Είναι μια από τις πολλές συλλογικές ανοησίες των τελευταίων μηνών, του πρώτου lockdown συμπεριλαμβανομένου, το οποίο επιβλήθηκε αλλά και υποστηρίχθηκε από το... σύνολο του Ελληνικού λαού για 50 κρούσματα ημερησίως.
Κι άλλες πολλές συλλογικές ανοησίες (πχ την υπόθεση ροζ βίντεο τηλεπερσόνων) που αναδύονται για να ξεχαστούν.
Αλλά ας μείνουμε στην υπόθεση Μπεκατώρου.
Αλλά ας μείνουμε στην υπόθεση Μπεκατώρου.
Θα ήταν εύκολο να κατηγορήσω τον Ελληνικό λαό για συλλογική βλακεία. Ωστόσο πρόκειται για ένα άλλο φαινόμενο, πολύ βαθύτερο και πολύ πιο επικίνδυνο.
Ένα φαινόμενο που εμφανίζεται συχνά στην κρατική ζωή, όχι μόνο την Ελληνική, που έχει αρχίσει να μελετάται πλέον από σοβαρούς επιστήμονες. Το φαινόμενο της ψευδούς ιστορικού αφηγήματος.
Ας δούμε λίγο τι συμβαίνει.
Μια ολυμπιονίκης, ιστιοπλοΐας νομίζω, (δεν παρακολουθώ ολυμπιακούς αγώνες κι αποφεύγω γενικώς να παρακολουθώ αθλητισμό για λόγους που θα γίνουν καθαροί παρακάτω) σε μια τηλεοπτική συνέντευξη καταγγέλει βιασμό από αθλητικό παράγοντα πριν 20 χρόνια.
Ωσάν συγχρονισμένη, ολόκληρη η Ελληνική κοινωνία, συμπολίτευση, αντιπολίτευση, φεμινίστριες, συγγραφείς, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ξεσηκώνονται για τη σπίλωση της αθώας κοπέλας που μας έκανε περήφανους.
Η συλλογική αυτή υστερία, που μου θύμισε, επιμένω, τη συλλογική υστερία του 1ου lockdown, το οποίο επιβλήθηκε χωρίς κανένα λόγο, ωστόσο το σύνολο του πληθυσμού το υποστήριξε, προπηλακίζοντας τους διαφωνούντες, με οδήγησε να κάνω κάτι που δεν με ενδιέφερε καθόλου.
Να διαβάσω προσεκτικά την αφήγηση της αθλήτριας. Δεν χρειαζόταν να τη διαβάσω και πολύ προσεκτικά.
Λέγει λοιπόν η αθλήτρια, ότι όταν ήταν 21 ετών και λίγο πριν γίνει ολυμπιονίκης, σε κάποιες προπονήσεις όπου είχαν πάει με κρατική επιδότηση, 6 άτομα έτρωγαν σε εστιατόριο, μεταξύ των οποίων και ένας παράγοντας, ο οποίος για να μην αφήνει αμφιβολία για το ποιόν του, παραποιούσε το επώνυμό του ως «Ο Αδάμ με τον πούλο».
Με αυτόν λοιπόν τον παράγοντα επέστρεψαν οι δυο τους με ταξί στο ξενοδοχείο (γιατί οι δυό τους αφού ήταν έξι στο τραπέζι;) και στη διαδρομή εκείνος τη φίλησε χωρίς εκείνη να το επιθυμεί. Όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο, της πρότεινε να πάνε στο δωμάτιό του για να συζητήσουν κι εκείνη πήγε.
Όταν άρχισε να ασελγεί επάνω της, εκείνη του έλεγε ότι δεν θέλει, εκείνος όμως δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν έφτασε σε οργασμό και σηκώθηκε από πάνω της.
Δεν αναφέρει η αθλήτρια ούτε ότι φώναξε ούτε ότι ζήτησε βοήθεια ούτε ότι απλώς άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Φυσικά δεν αναφέρει ότι δέχτηκε χτυπήματα, βία, ούτε εκείνη προσπάθησε να αντιδράσει με βίαιο τρόπο.
Οι δικαιολογίες περί του γιατί δεν είπε τίποτα μετά είναι γελοίες και δεν αξίζει να αναφερθεί κανείς.
Το ότι η καταγγελία έγινε μετά από 20 χρόνια τηλεοπτικά, είναι πολύ ύποπτο.
Παρ’ όλα αυτά, σύσσωμος ο Ελληνικός λαός δεν λαμβάνει υπόψη τίποτε από αυτά τα λογικά δεδομένα και εμμένει στην υπεράσπιση της αθώας γυναίκας. Γιατί άραγε;
Δεν σπεύδει να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από την υπόθεση. Ότι δηλαδή το να γίνει κάποιος πρωταθλητής δεν εξαρτάται από τις αθλητικές του ικανότητες αλλά από τις δημόσιες σχέσεις και τους παράγοντες.
Αθώα. Και ολυμπιονίκης. Ίσως οι λέξεις κλειδιά της συλλογικής υστερίας.
Αθώα. Ίσως. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι οι αθλητές, ειδικά σε αυτές τις κατηγορίες, παίρνουν αναβολικά από τα 14 χρόνια τους με υπογραφή των γονιών τους. Είμαι σίγουρος ότι η Σοφία Μπεκατώρου δεν πήρε ποτέ τέτοια πράγματα.
Άλλες όμως, οι περισσότερες, παίρνουν. Είναι αθώο ένα κορίτσι 21 ετών όταν επί 7 και πλέον χρόνια λαμβάνει παράνομες ουσίες προκειμένου να αναδειχτεί πρωταθλήτρια;
Υπό αυτή την οπτική, το λιγότερο κακό που μπορεί να της συμβεί, είναι να κάνει σεξ με έναν ηλικιωμένο παράγοντα με στόχο την ανάδειξή της.
Τα υπόλοιπα που οφείλει να κάνει είναι κατά πολύ χειρότερα. Και δεν είναι και σίγουρο ότι θα τα κάνει όλα αυτά και θα αναδειχθεί ολυμπιονίκης.
Μπορεί να κάνει κάτι η αθώα κοπέλα για να αντιμετωπίσει την σεξουαλική κακοποίηση; Μπορεί. Φυσικά. Μπορεί να πει, Δεν θέλω να γίνω Ολυμπιονίκης.
Δεν θέλω να γίνω πρωταθλήτρια. Προτιμώ να είμαι ένα απλό κορίτσι παρά να με αγγίζει κάθε ανώμαλος και να παίρνω και παράνομα φάρμακα.
Υπογραμμίζω ότι δεν μιλάω για την άξια αθλήτρια Σοφία Μπεκατώρου.
Μιλάω για άλλες αθλήτριες. Γενικώς.
Πολλές κοπέλες το λένε αυτό το Αι στο διάολο κι εσείς κι οι εξουσίες σας. Μερικές όμως δεν το λένε.
Πολλές κοπέλες το λένε αυτό το Αι στο διάολο κι εσείς κι οι εξουσίες σας. Μερικές όμως δεν το λένε.
Ούτε οι γονείς το λένε, που έχουν φιλοδοξία να δουν το παιδί τους στο βάθρο των μεταλλίων.
Φταίει λοιπόν ο κ. Αδαμόπουλος ή ο κάθε παράγοντας; Βεβαίως φταίει και πολύ, γιατί εκμεταλλεύεται τη θέση του. Φταίει όμως και φταίει πολύ και η αθλήτρια.
Η οποία αντί να πει όχι στις προτάσεις του, λέει ναι, με την ελπίδα ότι θα πάρει μετάλλιο, ότι θα γίνει ολυμπιονίκης. Για την τυχαία αθλήτρια μιλάμε. Όχι, σε καμία περίπτωση, για την άξια Σοφία.
Όμως ο κόσμος;
Όμως ο κόσμος;
Οι άνθρωποι; Οι δημοσιογράφοι; Η πρόεδρος της δημοκρατίας; Γιατί σπεύδουν να υιοθετήσουν απόψεις ίσως επικίνδυνες; Γιατί ύποπτες πράξεις γίνονται τόσο εύκολα σημαίες και τυγχάνουν γενικής αποδοχής;
Μα, γιατί, αν κλονίσουμε την εμπιστοσύνη μας στα σύμβολά μας, αν γκρεμίσουμε τους θεούς μας, τις άγιες εικόνες μας, τότε τι θα έχουμε;
Αν παραδεχτούμε ότι ο πρωταθλητισμός είναι πρωταθλητισμός παράνομων φαρμάκων και δημόσιων σχέσεων παραγόντων και αθλητών, τότε θα πάψουμε να παρακολουθούμε αθλητισμό.
Κι αν παραδεχτούμε ότι το ίδιο γίνεται και αλλού, τότε θα χάσουμε όλους τους ήρωες. Όλα τα ινδάλματα.
Τότε θα έχουμε μόνο τον εαυτό μας. Μόνο την πραγματικότητα. Μπορούμε να την αντέξουμε; Ή θέλουμε σώνει και καλά ήρωες; Σώνει και ντε εν ζωή θεούς κι εικονίσματα;
Αν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια μας, τότε, με αφορμή την ας πούμε περίεργη ιστορία της Σοφίας Μπεκατώρου, ας προχωρήσουμε ένα βήμα κι ας υπονομεύσουμε την ίδια μας την αυτοεξαπάτηση.