HOLGER SCHMIEDING*  

Ως απόρροια της σοβαρότατης λόγω πανδημίας ύφεσης, το ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ έχει σημειώσει άνοδο στις περισσότερες προηγμένες χώρες, ενώ την ίδια στιγμή οι κεντρικές τράπεζες συντηρούν αυτήν την αύξηση μέσω της αγοράς περιουσιακών στοιχείων. Και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως ορισμένοι σχολιαστές και μεσαία στελέχη κυβερνήσεων των χωρών της Νότιας Ευρώπης έχουν αρχίσει να εξετάζουν μία φαινομενικά ενδιαφέρουσα ιδέα, δηλαδή το να μειωθεί το άχθος του χρέους στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Αυτό σημαίνει πως η ΕKT θα πρέπει απλώς να ακυρώσει όλα τα ομόλογα που έχει αγοράσει ή, αν μη τι άλλο, μεγάλο αριθμό από αυτά. Εφόσον απαλλαγούν από το βάρος αυτό η Ιταλία, η Γαλλία και άλλες υπερχρεωμένες χώρες θα έχουν ένα μέλλον πιο φωτεινό. Η ΕΚΤ μπορεί απλώς να τυπώσει όσο χρήμα χρειάζεται για να κάνει ίδια ανακεφαλαιοποίηση. Εως τα τέλη του έτους, η Τράπεζα ίσως να έχει αγοράσει κρατικά ομόλογα σχεδόν 2,9 τρισ. ευρώ, που ισοδυναμούν με το 26% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.

Η οποιαδήποτε απόπειρα να υλοποιηθεί η παραγραφή δεν έχει οικονομική βάση και θα θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των υπερχρεωμένων χωρών, αλλά και τη συνοχή στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. εν συνόλω. Αρχικά, ας σκεφθούμε την εκάστοτε κεντρική τράπεζα, η οποία αποτελεί μέρος του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το επιχείρημα ότι δεν θα προκληθεί ζημία με την παραγραφή χρέους που έχει στα χέρια της, διότι θα πρόκειται απλώς για ανακατανομή των ισολογισμών εντός του δημοσίου τομέα, επιδέχεται και άλλων αναγνώσεων.

Το υπουργείο Οικονομικών δεν θα κερδίσει κάτι, εκείνο πληρώνει τον τόκο επί των ομολόγων στην κεντρική τράπεζα, η οποία με τη σειρά της τα επιστρέφει, όταν διανείμει τα κέρδη της, στον ιδιοκτήτη τους, δηλαδή, το κράτος. Η παραγραφή, συνεπώς, δεν θα καταστήσει λιγότερη δυσβάσταχτη την εξόφληση του δημοσίου χρέους. Αναφορικά με την ΕΚΤ, αυτή όντως στη θεωρία μπορεί να επινοήσει κάποιον τρόπο να καλύψει ζημίες προερχόμενες από την ακύρωση περιουσιακών της στοιχείων εκπεφρασμένων στο δικό της νόμισμα.

Εντούτοις, το 80% του ρίσκου που συνδέεται με τα κρατικά ομόλογα, τα οποία αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, αφορά τις εθνικές τράπεζες. Λόγου χάριν στην Ιταλία, η Banca d’ Ιtalia στη Ρώμη θα επωμιστεί το μεγαλύτερο πλήγμα από την ακύρωση ομολόγων κι εκείνη δεν μπορεί να τυπώσει χρήμα. Τέλος, μία παραγραφή μπορεί να αποδειχθεί μπούμερανγκ. Δεν θα ωφελήσει ουσιωδώς τις κυβερνήσεις και ίσως οι επενδυτές σκεφθούν πως επίκειται ευρύτερη αναδιοργάνωση χρέους εις βάρος τους. Τα ασφάλιστρα κινδύνου επί ομολόγων υπερχρεωμένων χωρών θα εκτιναχθούν, δυσκολεύοντας το δημόσιο, τα νοικοκυριά και τις εταιρείες στις αντίστοιχες χώρες να χρηματοδοτηθούν. Αντί για ελάφρυνση χρέους, ίσως προκληθεί κρίση.

* Ο κ. Holger Schmieding είναι οικονομολόγος της επενδυτικής τράπεζας Berenberg.
 
Top