Ο χρόνος επαναλειτουργίας των σχολείων, η θέση της χώρας σήμερα απέναντι στον κορονοϊό, αλλά και τα ελληνοτουρκικά (εξοπλιστικό πρόγραμμα, διάλογος υπό προϋποθέσεις κ.α.) βρέθηκαν στο επίκεντρο της εφ' όλης της ύλης συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ.
Παραπέμποντας στις ανακοινώσεις, αργότερα μέσα στη μέρα, για το άνοιγμα των σχολείων, ο υπουργός Επικρατείας μπορεί να μην απάντησε ευθέως στο ερώτημα, 7 ή 14 Σεπτεμβρίου, διευκρίνισε ωστόσο πως «η λογική του πράγματος είναι τα παιδιά που επέστρεψαν από τις διακοπές τους να βρεθούν σε ένα μικρό καθεστώς ηρεμίας, να μπορέσουν δηλαδή λιγάκι να απομονωθούν, ώστε να καταλαγιάσει η όποια ένταση από την όποια σώρευση ιικού φορτίου».
Εξάλλου, διαβεβαίωσε, «η λογική του να πάμε μία εβδομάδα αργότερα δεν έχει να κάνει ούτε με το ζήτημα της προετοιμασίας για την έναρξη, ούτε με το ζήτημα της επιμήκυνσης των διακοπών, όπως ακούω δεξιά κι αριστερά. Έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με το να έχουμε μία εβδομάδα περιθώριο να μπορέσει να καταλαγιάσει ο ιός».
Στην αντιπολιτευτική μομφή ότι η κυβέρνηση ήταν ανέτοιμη, επέκρινε τους πολιτικούς αντιπάλους: «η αντιπολίτευση λειτουργεί χωρίς δεδομένα, έχει μια λογική εικονικής πραγματικότητας, και απλά εκείνο το οποίο κάνει, είναι να καθιστά την κινδυνολογία πολιτική πράξη και ρητορική. Εμείς -και με αυτή τη λογική θα συνεχίσουμε- υιοθετούμε τα δεδομένα και με βάση αυτά, προσαρμοζόμαστε», ανέφερε και πρόσθεσε: «Εκείνο το οποίο περισσότερο με ενοχλεί, είναι το πόσο εύκολα μπορούμε να αναπτύξουμε ρητορεία σε ζητήματα, τα οποία είναι πολύ υψηλής ευθύνης, π.χ. ζητήματα που έχουν να κάνουν με την υγεία, την εθνική άμυνα ή την παιδεία μας».
Στο ερώτημα αν είναι στα ενδεχόμενα ένα γενικευμένο lockdown, ο κ. Γεραπετρίτης απάντησε: «Με τα ισχύοντα επιδημιολογικά δεδομένα, αυτό είναι εκτός της συζήτησης. Φυσικά, αν όλα πάνε στραβά παγκοσμίως, θα πρέπει να προσαρμοσθούμε κι εμείς, αλλά η εκτίμηση και βαθύτατη πεποίθησή μας και των επιστημόνων μας, είναι ότι κάτι τέτοιο δεν θα χρειασθεί».
Ενισχυμένη η Ελλάδα έναντι του κορονοϊού
Σημείωσε δε, με έμφαση ότι «είμαστε σε πολύ καλύτερη μοίρα σε σχέση με αυτό που βρισκόμασταν στην πρώτη φάση της πανδημίας για τρεις λόγους: Πρώτον, έχουν ενισχυθεί πάρα πολύ οι υγειονομικές δομές, έτσι ώστε να μην υπάρχει μεγάλη πίεση στο υγειονομικό σύστημα που είναι και το βασικό μας ζητούμενο. Δεύτερον, έχει υπάρξει μεγάλη κατανόηση των πολιτών για τα μέτρα -υπήρξε, είναι αλήθεια, μια ύφεση σε σχέση με την προσήλωση που όλοι επιδείξαμε, λόγω θέρους- αλλά έχω τη βαθύτατη αίσθηση ότι θα προσαρμοσθούμε και πάλι στους κανόνες, και ιδίως στη χρήση της μάσκας που είναι το βασικό μας εργαλείο. Ενώ το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι αυτή τη στιγμή έχουμε ένα σύστημα testing που μας επιτρέπει να έχουμε πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Από τα 800 test το Μάρτιο, τώρα πλησιάζουμε τα 20.000». Συμπερασματικά, «η Ελλάδα είναι μέσα στην πρώτη πεντάδα στην Ευρώπη στα τεστ που διενεργούνται, η Ελλάδα είναι πολύ χαμηλά στα βασικά μεγέθη που είναι οι θάνατοι και οι διασωληνωμένοι».
Σε απόλυτη εγρήγορση για ελληνοτουρκικά
Η συνέντευξη έκλεισε με τα ελληνοτουρκικά, εκεί όπου ο Γ. Γεραπετρίτης διαβεβαίωσε, εισαγωγικά: «είμαστε σε απόλυτη εγρήγορση και εάν χρειαστεί, θα αναβαθμίσουμε το επίπεδο της επαγρύπνησής μας. Είμαστε απολύτως έτοιμοι να διαχειριστούμε το ο,τιδήποτε, αλλά δεν έχω την αίσθηση ότι υπάρχει εκ μέρους της Τουρκίας διάθεση για να υπάρξει μια πολεμική αναβάθμιση στα πράγματα».
Έκανε μάλιστα λόγο για δύο πυλώνες της ελληνικής στρατηγικής: «Επιχειρησιακή ετοιμότητα, κι εδώ οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν καταφέρει να αναπτύξουν ένα πολύ ισχυρό σχέδιο ανάσχεσης, το οποίο ξεκίνησε από την εμβληματική στιγμή του Έβρου. Και διπλωματική αναβάθμιση της χώρας, όπου τα αποτελέσματα είναι απτά. Αυτή τη στιγμή έχουμε καταφέρει, όχι μόνο περιφερειακά αλλά και οικουμενικά, να έχουμε απόλυτη διπλωματική στήριξη και ουσιαστικά να βρισκόμαστε σε ένα καθεστώς στο οποίο η πίεση να ασκείται μονομερώς προς την Τουρκία».
Κάλεσε δε, «να σκεφθούμε πού βρισκόμασταν έναν χρόνο πριν και πού σήμερα. Η Ελλάδα έχει πολύ πιο αναβαθμισμένη και ισχυρή θέση, και περιφερειακά και στην Ευρώπη και στον κόσμο. Η χώρα μας έχει καταφέρει να έχει όχι μόνο παράσταση επιχειρησιακής ικανότητας αλλά και πραγματική ισχύ, διότι πριν από 1-2 χρόνια βρισκόμασταν στο περιθώριο της διπλωματίας έχοντας διακόψει τους γύρους διαπραγματεύσεων με την Αίγυπτο, χωρίς συμφωνία με την Ιταλία και έχοντας τα μεγάλα προβλήματα, το επιχειρησιακό και το μεταναστευτικό. Σήμερα, έχουμε πολύ ισχυρή ανάσχεση και στο θαλάσσιο και στο χερσαίο μέτωπο, και πολύ ισχυρή διπλωματία στο εξωτερικό».
Εξάλλου, συμπλήρωσε ο κ. Γεραπετρίτης, «ο χρόνος που περνάει, καταδεικνύει την αποφασιστική, αλλά συνετή, στάση της Ελλάδας, και το πόσο πειρατική είναι η στάση της Τουρκίας. Βέβαιο είναι ότι αυτό μεσοπρόθεσμα θα λειτουργήσει υπέρ ημών στο διπλωματικό επίπεδο»..
Αναβάθμιση Ενόπλων Δυνάμεων
Στα εξοπλιστικά και -αφού διευκρίνισε πως δεν έχει υπάρξει συμφωνία με τη Γαλλία για τα αεροσκάφη τύπου «Ραφάλ»- υπογράμμισε τη βασική στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης «να πάμε σε μια αναβάθμιση των οπλικών μας συστημάτων και όχι μόνο. Θα υπάρξει μια αναβάθμιση και στον αριθμό και στην επιχειρησιακή ικανότητα του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι ένα σχέδιο που θα ανακοινωθεί σύντομα για την αναβάθμιση και σε προσωπικό και σε υποδομές. Επί τη βάσει των προτάσεων από το στράτευμα, ήδη την περίοδο που διανύουμε έχουμε ένα μενού επιλογών σε ό,τι αφορά την αναβάθμιση των υφιστάμενων οπλικών συστημάτων αλλά και την αγορά νέων, στο πλαίσιο του δημοσιονομικού χώρου που θα έχουμε».
Ερωτηθείς για το χρόνο αναβάθμισης, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε: «στο κατά το δυνατόν συντομότερο χρόνο». Ενώ συμπλήρωσε λέγοντας πως «είναι πολύ μεγάλες οι επιλογές που διαθέτει η χώρα μας, βρισκόμαστε σε διαπραγματεύσεις και συζητήσεις. Πρόθεσή μας επίσης είναι να αναβαθμίσουμε και την εγχώρια βιομηχανία».
Στο τελευταίο ερώτημα για το εάν είναι αναγκαίοι οι δίαυλοι με την άλλη πλευρά, ο υπουργός επεσήμανε πως «βεβαίως και πρέπει να υπάρξουν δίαυλοι επικοινωνίας με την Τουρκία, η Ελλάδα είναι χώρα που παραδοσιακά στηρίζεται στην καλή γειτονία και προς δυσμάς και προς ανατολάς. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο δίαυλος επικοινωνίας, για να είναι παραγωγικός και ωφέλιμος, προϋποθέτει πρώτα από όλα να υπάρχει μια καλή κατανόηση μεταξύ των μερών, και η καλή κατανόηση προϋποθέτει δύο πράγματα: Πρώτον, να υπάρχει οριοθετημένος διάλογος που θα κινείται στα επίμαχα και να μην γίνεται προσχηματικά, μόνο και μόνο για να διευρυνθεί ένας ατελείωτος κατάλογος. Δεύτερον, όταν συζητάς τα θέματα που βρίσκονται σε διαβούλευση, το πρώτο το οποίο είναι αναγκαίο, είναι να απέχεις από οποιαδήποτε πράξη που επιδεινώνει και προκαταλαμβάνει τη συζήτηση στα θέματα αυτά. Εμείς που πρόκειται και θέλουμε να συζητήσουμε με την Τουρκία για την οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, είναι αυτονόητο ότι σε αυτήν την περιοχή δεν θα πρέπει να υπάρχει η οποιαδήποτε επιβουλή».
«Άρα, ναι», κατέληξε, συμπεραίνοντας: «δίαυλοι επικοινωνίας με την Τουρκία είναι δική μας στρατηγική επιθυμία με αποφασιστικότητα και αυτοσυγκράτηση, και όχι υπό το καθεστώς πιέσεων».