Στις 15 Ιουλίου 2020 δημοσιεύτηκε στο Jama Internal Medicine από τους Gupta και συνεργάτες επιστημονικό άρθρο (doi:10.1001/jamainternmed.2020.3596) σχετικά με τους παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένη θνητότητα σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς με COVID-19 στις ΗΠΑ. Μολονότι, οι ΗΠΑ αποτελούν ένα από τα βασικότερα επίκεντρα της επιδημίας, εντούτοις τα στοιχεία από εθνικές βάσεις δεδομένων παραμένουν περιορισμένα.
Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου καιΘάνος Δημόπουλος, καθηγητής Θεραπευτικής και Πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης. Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να εντοπίσει τα χαρακτηριστικά, την έκβαση και τους παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένη θνητότητα σε νοσηλευόμενους ασθενείς με σοβαρή νόσο. Μελετήθηκαν 2215 ενήλικες ασθενείς με επιβεβαιωμένη διάγνωση COVID-19 που εισήχθησαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας σε 65 νοσοκομεία σε διαφορετικές πολιτείες από τις 4 Μαρτίου έως τις 4 Απριλίου 2020. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν η θνητότητα στις 28 ημέρες από την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Σύνθετες τεχνικές στατιστικής ανάλυσης χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των μελετώμενων παραγόντων.
Από τους 2215 ασθενείς, διάμεσης ηλικίας 60.5 έτη, οι 1436 ήταν άνδρες και οι 1738 είχαν τουλάχιστον 1 συννοσηρότητα. Στις 28 ημέρες μετά την εισαγωγή στη ΜΕΘ 784 ασθενείς κατέληξαν, 824 έλαβαν εξιτήριο και 607 παρέμειναν νοσηλευόμενοι. Οι κυριότεροι παράγοντες που συσχετίστηκαν με αυξημένη θνητότητα ήταν η μεγαλύτερη ηλικία (ιδιαίτερα άνω των 80 ετών), το ανδρικό φύλο, η παχυσαρκία, η στεφανιαία νόσος, οι ενεργείς κακοήθειες, η οξεία πολυοργανική ανεπάρκεια, η παρουσία υποξαιμίας, η ηπατική δυσλειτουργία, η νεφρική ανεπάρκεια και η εισαγωγή σε νοσοκομεία με περιορισμένο αριθμό κλινών στις μονάδες εντατικής θεραπείας.
Η μελέτη εξήγαγε το συμπέρασμα πως τα δημογραφικά και κλινικά στοιχεία των ασθενών αλλά και παράγοντες που αφορούν στη δομή και στη λειτουργία των νοσοκομείων μπορούν να αξιοποιηθούν για τη βελτίωση της έκβασης των αρρώστων και να ενισχύσουν την προσπάθεια για ανεύρεση αποτελεσματικής θεραπείας. Ανάμεσα στα νοσοκομεία που μελετήθηκαν υπήρχαν σημαντικές διακυμάνσεις στον αριθμό των ασθενών που κατέληξαν, αλλά και στο είδος της υποστηρικτικής και θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη μελέτη εντόπισε τους δημογραφικούς, κλινικούς και άλλους παράγοντες κινδύνου που συσχετίστηκαν με αυξημένο αριθμό θανάτων σε βαρέως πάσχοντες και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια πιο οργανωμένη στρατηγική σε διαγνωστικό και θεραπευτικό επίπεδο στον αγώνα έναντι του νέου κορονοϊού.
Στη Λομβαρδία της Ιταλίας
Σε πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό JAMA Internal Medicine (G. Grasselli et al. JAMA Intern Med 15 Jul 2020 doi:10.1001/jamainternmed.2020.3539) οι Grasselli και συνεργάτες διερεύνησαν την παρουσία ανεξάρτητων παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με θνησιμότητα των ασθενών με COVID-19.
Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος, Καθηγητής Θεραπευτικής και Πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης. Οι ασθενείς ήταν βαρέως πάσχοντες και νοσηλεύονταν σε μονάδα εντατικής θεραπείας στη Λομβαρδία της Ιταλίας. Πρόκειται για μια αναδρομική μελέτη που συμπεριέλαβε δεδομένα από 3988 διαδοχικούς βαρέως πάσχοντες ασθενείς με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη διάγνωση COVID-19 (PCR σε ρινοφαρυγγικά επιχρίσματα) που νοσηλεύτηκαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας από τις 20 Φεβρουαρίου έως τις 22 Απριλίου 2020. 3988 ασθενείς με μέση ηλικία τα 63 έτη συμπεριελήφθησαν στη μελέτη. 3188 (79,9%) ήταν άνδρες και 1998 (60,5%) είχαν τουλάχιστον μία συννοσηρότητα. Κατά την εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας, 2929 ασθενείς (87,3%) χρειάστηκαν επεμβατικό μηχανικό αερισμό.
Η μέση παρακολούθηση ήταν 44 ημέρες, ενώ ο διάμεσος χρόνος από την έναρξη των συμπτωμάτων έως την εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας ήταν 10 ημέρες. Η μέση διάρκεια παραμονής στη μονάδα εντατικής θεραπείας ήταν 12 ημέρες και η μέση διάρκεια της παραμονής σε επεμβατικό μηχανικό αερισμό ήταν 10 ημέρες. Η στατιστική ανάλυση ανέδειξε ως ανεξάρτητους προγνωστικούς παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με αυξημένη θνησιμότητα τη μεγαλύτερη ηλικία, το άρρεν φύλο, την ανάγκη για υψηλές ροές οξυγόνου (Fio2) και για υψηλή θετική τελο-εκπνευστική πίεση, τις χαμηλές τιμές του δείκτη Pao2:Fio2 κατά την εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας, καθώς και το ατομικό ιστορικό χρόνιας αποφρακτικής πνευμονικής νόσου, υπερχοληστερολαιμίας και διαβήτη τύπου 2.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κανένα φάρμακο, συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου και των αποκλειστών υποδοχέων της αγγειοτενσίνης, δε συσχετίστηκε ανεξάρτητα με τη θνησιμότητα. Συμπερασματικά, σε αυτή την αναδρομική μελέτη που συμπεριέλαβε βαρέως πάσχοντες ασθενείς με COVID-19 που νοσηλεύτηκαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας στη Λομβαρδία της Ιταλίας, οι περισσότεροι χρειάστηκαν μηχανική αναπνευστική υποστήριξη, ενώ το ποσοστό θνησιμότητας ήταν υψηλό. Η έγκαιρη αναγνώριση παραγόντων κινδύνου για αρνητική έκβαση της λοίμωξης είναι απαραίτητη για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ασθενών αυτών.
Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου καιΘάνος Δημόπουλος, καθηγητής Θεραπευτικής και Πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης. Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να εντοπίσει τα χαρακτηριστικά, την έκβαση και τους παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένη θνητότητα σε νοσηλευόμενους ασθενείς με σοβαρή νόσο. Μελετήθηκαν 2215 ενήλικες ασθενείς με επιβεβαιωμένη διάγνωση COVID-19 που εισήχθησαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας σε 65 νοσοκομεία σε διαφορετικές πολιτείες από τις 4 Μαρτίου έως τις 4 Απριλίου 2020. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν η θνητότητα στις 28 ημέρες από την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Σύνθετες τεχνικές στατιστικής ανάλυσης χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των μελετώμενων παραγόντων.
Από τους 2215 ασθενείς, διάμεσης ηλικίας 60.5 έτη, οι 1436 ήταν άνδρες και οι 1738 είχαν τουλάχιστον 1 συννοσηρότητα. Στις 28 ημέρες μετά την εισαγωγή στη ΜΕΘ 784 ασθενείς κατέληξαν, 824 έλαβαν εξιτήριο και 607 παρέμειναν νοσηλευόμενοι. Οι κυριότεροι παράγοντες που συσχετίστηκαν με αυξημένη θνητότητα ήταν η μεγαλύτερη ηλικία (ιδιαίτερα άνω των 80 ετών), το ανδρικό φύλο, η παχυσαρκία, η στεφανιαία νόσος, οι ενεργείς κακοήθειες, η οξεία πολυοργανική ανεπάρκεια, η παρουσία υποξαιμίας, η ηπατική δυσλειτουργία, η νεφρική ανεπάρκεια και η εισαγωγή σε νοσοκομεία με περιορισμένο αριθμό κλινών στις μονάδες εντατικής θεραπείας.
Η μελέτη εξήγαγε το συμπέρασμα πως τα δημογραφικά και κλινικά στοιχεία των ασθενών αλλά και παράγοντες που αφορούν στη δομή και στη λειτουργία των νοσοκομείων μπορούν να αξιοποιηθούν για τη βελτίωση της έκβασης των αρρώστων και να ενισχύσουν την προσπάθεια για ανεύρεση αποτελεσματικής θεραπείας. Ανάμεσα στα νοσοκομεία που μελετήθηκαν υπήρχαν σημαντικές διακυμάνσεις στον αριθμό των ασθενών που κατέληξαν, αλλά και στο είδος της υποστηρικτικής και θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη μελέτη εντόπισε τους δημογραφικούς, κλινικούς και άλλους παράγοντες κινδύνου που συσχετίστηκαν με αυξημένο αριθμό θανάτων σε βαρέως πάσχοντες και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια πιο οργανωμένη στρατηγική σε διαγνωστικό και θεραπευτικό επίπεδο στον αγώνα έναντι του νέου κορονοϊού.
Στη Λομβαρδία της Ιταλίας
Σε πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό JAMA Internal Medicine (G. Grasselli et al. JAMA Intern Med 15 Jul 2020 doi:10.1001/jamainternmed.2020.3539) οι Grasselli και συνεργάτες διερεύνησαν την παρουσία ανεξάρτητων παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με θνησιμότητα των ασθενών με COVID-19.
Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος, Καθηγητής Θεραπευτικής και Πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης. Οι ασθενείς ήταν βαρέως πάσχοντες και νοσηλεύονταν σε μονάδα εντατικής θεραπείας στη Λομβαρδία της Ιταλίας. Πρόκειται για μια αναδρομική μελέτη που συμπεριέλαβε δεδομένα από 3988 διαδοχικούς βαρέως πάσχοντες ασθενείς με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη διάγνωση COVID-19 (PCR σε ρινοφαρυγγικά επιχρίσματα) που νοσηλεύτηκαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας από τις 20 Φεβρουαρίου έως τις 22 Απριλίου 2020. 3988 ασθενείς με μέση ηλικία τα 63 έτη συμπεριελήφθησαν στη μελέτη. 3188 (79,9%) ήταν άνδρες και 1998 (60,5%) είχαν τουλάχιστον μία συννοσηρότητα. Κατά την εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας, 2929 ασθενείς (87,3%) χρειάστηκαν επεμβατικό μηχανικό αερισμό.
Η μέση παρακολούθηση ήταν 44 ημέρες, ενώ ο διάμεσος χρόνος από την έναρξη των συμπτωμάτων έως την εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας ήταν 10 ημέρες. Η μέση διάρκεια παραμονής στη μονάδα εντατικής θεραπείας ήταν 12 ημέρες και η μέση διάρκεια της παραμονής σε επεμβατικό μηχανικό αερισμό ήταν 10 ημέρες. Η στατιστική ανάλυση ανέδειξε ως ανεξάρτητους προγνωστικούς παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με αυξημένη θνησιμότητα τη μεγαλύτερη ηλικία, το άρρεν φύλο, την ανάγκη για υψηλές ροές οξυγόνου (Fio2) και για υψηλή θετική τελο-εκπνευστική πίεση, τις χαμηλές τιμές του δείκτη Pao2:Fio2 κατά την εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας, καθώς και το ατομικό ιστορικό χρόνιας αποφρακτικής πνευμονικής νόσου, υπερχοληστερολαιμίας και διαβήτη τύπου 2.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κανένα φάρμακο, συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου και των αποκλειστών υποδοχέων της αγγειοτενσίνης, δε συσχετίστηκε ανεξάρτητα με τη θνησιμότητα. Συμπερασματικά, σε αυτή την αναδρομική μελέτη που συμπεριέλαβε βαρέως πάσχοντες ασθενείς με COVID-19 που νοσηλεύτηκαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας στη Λομβαρδία της Ιταλίας, οι περισσότεροι χρειάστηκαν μηχανική αναπνευστική υποστήριξη, ενώ το ποσοστό θνησιμότητας ήταν υψηλό. Η έγκαιρη αναγνώριση παραγόντων κινδύνου για αρνητική έκβαση της λοίμωξης είναι απαραίτητη για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ασθενών αυτών.