Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, στον εσπερινό της κάθε ημέρας διαβάζεται ο όρθρος της επομένης. Στον εσπερινό της Μεγάλης Τρίτης ακούγεται ένα από τα ωραιότερα τροπάρια της εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Το τροπάριο της Κασσιανής. Όπως λέει και το όνομα του, υμνογράφος του τροπαρίου αυτού είναι η Κασσιανή.
Η Κασσιανή ή Κασ(σ)ία, ή Εικασία, ή Ικασία (μεταξύ 805 και 810 - πριν το 865) ήταν βυζαντινή ηγουμένη, ποιήτρια, συνθέτρια, και υμνογράφος στην οποία και αποδίδεται το ψαλλόμενο την Μεγάλη Τρίτη τροπάριο που αρχίζει με τις λέξεις: «Κύριε η εν πoλλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή...» Η ζωή και το έργο της καλύπτονται από μια ασάφεια, ξεκινώντας από το όνομά της, το οποίο απαντάται στις πηγές με τις τέσσερις παραπάνω παραλλαγές.
Γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος φεουδαρχικής οικογένειας. Στον πατέρα της Κασσιανής, επιφανές μέλος αυτής της οικογένειας, φαίνεται πως είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιδάτου στην αυλή της Βασιλεύουσας.Όταν μεγάλωσε συνδύαζε εξαιρετική σωματική ομορφιά και εξυπνάδα. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη. Σε αυτή, που τοποθετείται χρονικά το 821 ή το 830, ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντάς της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ὡς ἂρα διά γυναικός ἐρρύη τὰ φαῦλα» («Από τη γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]»), αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Ἀλλά καὶ διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω» («Αλλά και από τη γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]»), αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Με βάση την παράδοση, ο ακριβής διάλογος ήταν:
-Εκ γυναικός τα χείρω.
-Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.
Λέγεται ότι ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του. Ωστόσο, ο διάλογος αυτός δεν είναι πρωτότυπος ενώ και η σκηνή πιστεύεται ότι είναι μύθος. Ο διάλογος ευρίσκεται σε λόγο Εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου που αποδίδεται στον Χρυσόστομο ή τον Γρηγόριο τον Θαυματουργό (Patrologia Graeca, 50, 795A), αλλά μάλλον προέρχεται από τον Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως (434-446). Κατ' άλλους οι διηγήσεις του επεισοδίου εμφανίζονται 100 περίπου χρόνια αφού έζησε ο Θεόφιλος, ενώ το διήγημα περιέχει μοτίβα από την περιοχή του μύθου και της μεταγενέστερης δημώδους παράδοσης η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στους εικονολατρικούς κύκλους ως αντίδραση ενάντια στο μεροληπτικό εγκώμιο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Δεν σώζονται άλλες πληροφορίες για την Κασσιανή μέχρι το 843, οπότε και μαθαίνουμε ότι ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη.
Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή.
Στη συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο. Καμία βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική, δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες. Ωστόσο, σύμφωνα με μία ανεπιβεβαίωτη παράδοση, η Κασσιανή ταξίδεψε στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας και αργότερα εγκαταστάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής της στην Κάσο, όπου και απεβίωσε μεταξύ του 867 και του 890.Με βάση την παράδοση, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να τη δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το τροπάριό της όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως τον μισοτελειωμένο ύμνο πάνω στο τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.
Με πληροφορίες από τη Βικιπαίδεια