ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΙ ΔΗΛΩΝΕΙ Ο ΝΟΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΜΠΟΣ ΚΟΥΡΟΥΝΤΗΣ...
Η επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας που ανακοινώθηκε σήμερα με το διάγγελμα του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στερείται συνταγματικού ερείσματος. Το εν λόγω μέτρο φαίνεται ότι θα εμφανιστεί νομικά ως υλοποίηση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που εκδόθηκε για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου όμως αποτελούν ουσιαστικούς νόμους, οι οποίοι δεν είναι δυνατό να παραβιάσουν το Σύνταγμα ανατρέποντας την ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Η ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης στην ελληνική επικράτεια, δηλαδή η λεγόμενη stricto sensu προσωπική ελευθερία, κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Ως τέτοια, πρόκειται για μια ελευθερία που δεν είναι δυνατό να ανασταλεί ούτε κατά την κήρυξη πολιορκίας σύμφωνα με το άρθρο 48 του Συντάγματος, η οποία βέβαια προβλέπεται ούτως ή άλλως με την κήρυξή της από τη Βουλή μόνο σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης ή εκδήλωσης ένοπλου κινήματος για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Εάν είχε κηρυχθεί κατάσταση πολιορκίας θα αιρόταν απλώς η απαγόρευση λήψης ατομικών διοικητικών μέτρων περιορισμού της εν λόγω ελευθερίας με βάση το άρθρο 5 παρ. 4.
Στο διάγγελμά του, ο πρωθυπουργός αιτιολόγησε το μέτρο με βάση την ανάγκη κρατικής παρέμβασης «όταν η άσκηση της ατομικής ελευθερίας υπερβαίνει τον συνταγματικό της σκοπό και απειλεί την κοινωνία». Η άποψη αυτή δεν ανταποκρίνεται στις συνταγματικές προβλέψεις, καθώς η συγκεκριμένη ελευθερία δεν έχει ορισμένο συνταγματικό σκοπό όπως άλλα συνταγματικά δικαιώματα, πχ το δικαίωμα της απεργίας. Η φρασεολογία που χρησιμοποίησε ο Κ. Μητσοτάκης παραπέμπει στην καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, η οποία όμως δεν μπορεί σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα να επιβάλλεται μέσω μιας προληπτικής συνολικής απαγόρευσης οποιουδήποτε δικαιώματος.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η ελευθερία κίνησης είναι απεριόριστη; Όχι βέβαια, όπως και κανένα από τα συνταγματικά αναγνωρισμένα δικαιώματα. Οι περιορισμοί τους όμως οφείλουν να μην πλήττουν τον πυρήνα τους. Και τούτο ακριβώς είναι που συμβαίνει στην περίπτωσή μας: ενώ η ελευθερία ήταν ο κανόνας και ο περιορισμός η εξαίρεση, πλέον η ελευθερία γίνεται η εξαίρεση και ο περιορισμός ο κανόνας. Επιπλέον, μέσω της καθολικής απαγόρευσης κυκλοφορίας θίγονται βεβαίως και άλλα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως η συνδικαλιστική ελευθερία, η ελευθερία της συνάθροισης (που μπορεί να περιοριστεί με συνταγματικά θεμιτό με βάση τις προβλέψεις του άρθρου 11 παρ. 2) και πολλά άλλα των οποίων η άσκηση προϋποθέτει την κυκλοφορία των ανθρώπων. Σημειωτέον μάλιστα ότι το άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος ανήκει στον σκληρό πυρήνα των μη αναθεωρήσιμων διατάξεων με βάση το άρθρο 110 του Συντάγματος.
Όλα αυτά ίσως φαίνονται υπερβολικά τυπολατρικά και τετριμμένα απέναντι σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση φονικής πανδημίας. Ίσως αυτό ήθελε να υπογραμμίσει ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνοντας σχεδόν αυτολεξεί τη διατύπωση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία («το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών», αρ. 21 παρ. 3 του Συντάγματος). Όμως η επίκληση ενός συνταγματικού δικαιώματος δεν αρκεί για να θίξει τον πυρήνα ενός άλλου. Από την άλλη πλευρά, η επίκληση καθ’ εαυτή είναι σημαντική στο επίπεδο της ουσιαστικής νομιμοποίησης αυτού του τόσο δραστικού μέτρου. Σ’ αυτό το σημείο, η επιλογή του Κ. Μητσοτάκη όχι απλώς δεν καλύπτεται αλλά φαίνεται ακόμα πιο έωλη, καθώς οι κυβερνητικές επιλογές ως τώρα δεν δικαιολογούν ένα μέτρο τόσο «ριζοσπαστικό».
Εάν είναι πρόσφορο, κατάλληλο και αναγκαίο μέτρο για την καταπολέμηση της πανδημίας η καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας, τότε πώς την ίδια στιγμή η κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει στην επίταξη των ιδιωτικών κλινικών, στη διαμόρφωση επιπλέον κλινών ΜΕΘ και σε άμεσες μαζικές προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού, σε μέτρα δηλαδή που αφορούν άμεσα τη μάχη κατά του κορωνοϊού;
Οι πολίτες καλούνται να παραμείνουν στο σπίτι υποχρεωτικά, αλλά δεν έχει ληφθεί καμία μέριμνα για την αναστολή των λογαριασμών τηλεφώνου, ρεύματος και νερού ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν αξιοπρεπώς οι οικονομικά ασθενέστεροι. Επιπλέον, δεν λαμβάνεται κανένα μέτρο για χώρους όπου δεκάδες και εκατοντάδες άνθρωποι στοιβάζονται χωρίς κανένα μέτρο, όπως τα camps των προσφύγων ή οι φυλακές.
Με αυτά τα δεδομένα, η επιβολή συνολικής απαγόρευσης κυκλοφορίας εκτός από συνταγματικής νομιμότητας στερείται και ουσιαστικής νομιμοποίησης. Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν προφανώς την αναγκαιότητα περιορισμού των μετακινήσεών μας ώστε να καθυστερήσουμε τη διασπορά του ιού. Όμως αυτό, όπως αναφέρθηκε και στο πρωθυπουργικό διάγγελμα, «τηρείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών». Αυτή η συντριπτική πλειοψηφία έχει κάθε δικαίωμα λοιπόν, να ζητά από τον πρωθυπουργό δραστικά μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας και να αντιμετωπίζει με μεγάλη επιφύλαξη τον αντισυνταγματικό περιορισμό των δικαιωμάτων της.
Με αίσθημα ευθύνης,
Χαράλαμπος Κουρουνδής, Διδάκτορας Νομικής ΑΠΘ, μέλος ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της Επιτροπής δημοκρατικών θεσμών και λειτουργίας του πολιτεύματος ΔΣΘ
https://www.facebook.com/babiskouroundis/
Η επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας που ανακοινώθηκε σήμερα με το διάγγελμα του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στερείται συνταγματικού ερείσματος. Το εν λόγω μέτρο φαίνεται ότι θα εμφανιστεί νομικά ως υλοποίηση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που εκδόθηκε για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου όμως αποτελούν ουσιαστικούς νόμους, οι οποίοι δεν είναι δυνατό να παραβιάσουν το Σύνταγμα ανατρέποντας την ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Η ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης στην ελληνική επικράτεια, δηλαδή η λεγόμενη stricto sensu προσωπική ελευθερία, κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Ως τέτοια, πρόκειται για μια ελευθερία που δεν είναι δυνατό να ανασταλεί ούτε κατά την κήρυξη πολιορκίας σύμφωνα με το άρθρο 48 του Συντάγματος, η οποία βέβαια προβλέπεται ούτως ή άλλως με την κήρυξή της από τη Βουλή μόνο σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης ή εκδήλωσης ένοπλου κινήματος για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Εάν είχε κηρυχθεί κατάσταση πολιορκίας θα αιρόταν απλώς η απαγόρευση λήψης ατομικών διοικητικών μέτρων περιορισμού της εν λόγω ελευθερίας με βάση το άρθρο 5 παρ. 4.
Στο διάγγελμά του, ο πρωθυπουργός αιτιολόγησε το μέτρο με βάση την ανάγκη κρατικής παρέμβασης «όταν η άσκηση της ατομικής ελευθερίας υπερβαίνει τον συνταγματικό της σκοπό και απειλεί την κοινωνία». Η άποψη αυτή δεν ανταποκρίνεται στις συνταγματικές προβλέψεις, καθώς η συγκεκριμένη ελευθερία δεν έχει ορισμένο συνταγματικό σκοπό όπως άλλα συνταγματικά δικαιώματα, πχ το δικαίωμα της απεργίας. Η φρασεολογία που χρησιμοποίησε ο Κ. Μητσοτάκης παραπέμπει στην καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, η οποία όμως δεν μπορεί σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα να επιβάλλεται μέσω μιας προληπτικής συνολικής απαγόρευσης οποιουδήποτε δικαιώματος.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η ελευθερία κίνησης είναι απεριόριστη; Όχι βέβαια, όπως και κανένα από τα συνταγματικά αναγνωρισμένα δικαιώματα. Οι περιορισμοί τους όμως οφείλουν να μην πλήττουν τον πυρήνα τους. Και τούτο ακριβώς είναι που συμβαίνει στην περίπτωσή μας: ενώ η ελευθερία ήταν ο κανόνας και ο περιορισμός η εξαίρεση, πλέον η ελευθερία γίνεται η εξαίρεση και ο περιορισμός ο κανόνας. Επιπλέον, μέσω της καθολικής απαγόρευσης κυκλοφορίας θίγονται βεβαίως και άλλα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως η συνδικαλιστική ελευθερία, η ελευθερία της συνάθροισης (που μπορεί να περιοριστεί με συνταγματικά θεμιτό με βάση τις προβλέψεις του άρθρου 11 παρ. 2) και πολλά άλλα των οποίων η άσκηση προϋποθέτει την κυκλοφορία των ανθρώπων. Σημειωτέον μάλιστα ότι το άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος ανήκει στον σκληρό πυρήνα των μη αναθεωρήσιμων διατάξεων με βάση το άρθρο 110 του Συντάγματος.
Όλα αυτά ίσως φαίνονται υπερβολικά τυπολατρικά και τετριμμένα απέναντι σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση φονικής πανδημίας. Ίσως αυτό ήθελε να υπογραμμίσει ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνοντας σχεδόν αυτολεξεί τη διατύπωση του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία («το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών», αρ. 21 παρ. 3 του Συντάγματος). Όμως η επίκληση ενός συνταγματικού δικαιώματος δεν αρκεί για να θίξει τον πυρήνα ενός άλλου. Από την άλλη πλευρά, η επίκληση καθ’ εαυτή είναι σημαντική στο επίπεδο της ουσιαστικής νομιμοποίησης αυτού του τόσο δραστικού μέτρου. Σ’ αυτό το σημείο, η επιλογή του Κ. Μητσοτάκη όχι απλώς δεν καλύπτεται αλλά φαίνεται ακόμα πιο έωλη, καθώς οι κυβερνητικές επιλογές ως τώρα δεν δικαιολογούν ένα μέτρο τόσο «ριζοσπαστικό».
Εάν είναι πρόσφορο, κατάλληλο και αναγκαίο μέτρο για την καταπολέμηση της πανδημίας η καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας, τότε πώς την ίδια στιγμή η κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει στην επίταξη των ιδιωτικών κλινικών, στη διαμόρφωση επιπλέον κλινών ΜΕΘ και σε άμεσες μαζικές προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού, σε μέτρα δηλαδή που αφορούν άμεσα τη μάχη κατά του κορωνοϊού;
Οι πολίτες καλούνται να παραμείνουν στο σπίτι υποχρεωτικά, αλλά δεν έχει ληφθεί καμία μέριμνα για την αναστολή των λογαριασμών τηλεφώνου, ρεύματος και νερού ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν αξιοπρεπώς οι οικονομικά ασθενέστεροι. Επιπλέον, δεν λαμβάνεται κανένα μέτρο για χώρους όπου δεκάδες και εκατοντάδες άνθρωποι στοιβάζονται χωρίς κανένα μέτρο, όπως τα camps των προσφύγων ή οι φυλακές.
Με αυτά τα δεδομένα, η επιβολή συνολικής απαγόρευσης κυκλοφορίας εκτός από συνταγματικής νομιμότητας στερείται και ουσιαστικής νομιμοποίησης. Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν προφανώς την αναγκαιότητα περιορισμού των μετακινήσεών μας ώστε να καθυστερήσουμε τη διασπορά του ιού. Όμως αυτό, όπως αναφέρθηκε και στο πρωθυπουργικό διάγγελμα, «τηρείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών». Αυτή η συντριπτική πλειοψηφία έχει κάθε δικαίωμα λοιπόν, να ζητά από τον πρωθυπουργό δραστικά μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας και να αντιμετωπίζει με μεγάλη επιφύλαξη τον αντισυνταγματικό περιορισμό των δικαιωμάτων της.
Με αίσθημα ευθύνης,
Χαράλαμπος Κουρουνδής, Διδάκτορας Νομικής ΑΠΘ, μέλος ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της Επιτροπής δημοκρατικών θεσμών και λειτουργίας του πολιτεύματος ΔΣΘ
https://www.facebook.com/babiskouroundis/