Επιστολή προς την Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Πειραιά, την οποία κοινοποιεί στην ΠΟΑΣΥ, έστειλε η Νίνα Κασιμάτη. Η βουλευτής Β’ Πειραιά του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει σε αυτήν ότι «με έκπληξη διάβασα τη σημερινή ανακοίνωση της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Πειραιά, όπου με κατηγορείτε για μια γνωστή στερεοτυπική φράση, η οποία έχει καθιερωθεί στην ελληνική κοινωνία, και ειδικότερα στις νεότερες γενιές, για τις θλιβερές, αλλά υπαρκτές, εξαιρέσεις συναδέλφων σας που κάνουν παράνομη χρήση βίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους παραβιάζοντας το Σύνταγμα και τους Νόμους της Ελληνικής Δημοκρατίας».
Η κ. Κασιμάτη προσθέτει: «η έκπληξη έγκειται στο ότι, όπως και οι ίδιοι παραδέχεστε, αυτή τη φράση τη χρησιμοποίησα ως μέρος σκωπτικού σχολίου μου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, κατά τη διάρκεια άσχετου διαλόγου για άλλο ζήτημα, που προδήλως καμία σχέση δεν είχε ούτε καταφερόταν αντικειμενικά και υποκειμενικά στο αστυνομικό σώμα, όπως επίσης εσείς περιγράφετε, άρα και δεν συνιστά έκφραση της αντίληψής μου για την ΕΛ.ΑΣ. όπως την εκλάβατε, και γι’ αυτό λυπάμαι για τη χρήση της και την παρεπόμενη παρερμηνεία της».
Αναλυτικά όσα αναφέρει στην επιστολή της η κ. Κασιμάτη:
«Με έκπληξη διάβασα τη σημερινή ανακοίνωση της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Πειραιά, όπου με κατηγορείτε για μια γνωστή στερεοτυπική φράση, η οποία έχει καθιερωθεί στην ελληνική κοινωνία, και ειδικότερα στις νεότερες γενιές, για τις θλιβερές, αλλά υπαρκτές, εξαιρέσεις συναδέλφων σας που κάνουν παράνομη χρήση βίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους παραβιάζοντας το Σύνταγμα και τους Νόμους της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η έκπληξη έγκειται στο ότι, όπως και οι ίδιοι παραδέχεστε, αυτή τη φράση τη χρησιμοποίησα ως μέρος σκωπτικού σχολίου μου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, κατά τη διάρκεια άσχετου διαλόγου για άλλο ζήτημα, που προδήλως καμία σχέση δεν είχε ούτε καταφερόταν αντικειμενικά και υποκειμενικά στο αστυνομικό σώμα, όπως επίσης εσείς περιγράφετε, άρα και δεν συνιστά έκφραση της αντίληψής μου για την ΕΛ.ΑΣ. όπως την εκλάβατε, και γι’ αυτό λυπάμαι για τη χρήση της και την παρεπόμενη παρερμηνεία της.
Αυτό που όμως με λυπεί επίσης, είναι η δυσανάλογη και άδικη αντίδρασή σας εναντίον μου με ηθικοπλαστικούς όρους σχετικά με το επάγγελμά σας, η οποία μάλλον έχει πολιτικά ελατήρια, όταν θα πρέπει να γνωρίζετε από τη θέση σας πως έχω υπερασπιστεί εμπράκτως τα δίκαια των βιοπαλαιστών αστυνομικών, αφού έχει περάσει μόνον ενάμισης μήνας από τότε που υπέγραψα Αναφορά στη Βουλή προς το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, υιοθετώντας και καταθέτοντας δικό σας έγγραφο, το Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Πειραιά έτους 2019, με τα δίκαια συνδικαλιστικά αιτήματά σας. Σας το επισυνάπτω για υπενθύμιση, καθώς βρίσκομαι στο πλευρό σας για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας σας, όπως και κάθε εργαζομένου που διεκδικεί κεκτημένα δικαιώματα και επίλυση προβλημάτων, γιατί τιμώ το έργο σας και αναγνωρίζω τους κινδύνους που αντιμετωπίζετε καθημερινά. Σχετικά, θα ήθελα να σας θυμίσω επίσης, ότι επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε κανένας νεκρός από καμία πλευρά, πολίτης ή αστυνομικός, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν άλλων κυβερνήσεων, όπου 19 αστυνομικοί είχαν χάσει τη ζωή τους εν ώρα υπηρεσίας, όπως προκύπτει από τον επίσημο κατάλογο πεσόντων στον ιστότοπο της ΕΛ.ΑΣ. Πιστεύω ότι οι αριθμοί πείθουν άπαντες για την ειδοποιό διαφορά της δικής μας αντίληψης και πολιτικής περί πραγματικής ασφάλειας όλων και έμπρακτου σεβασμού στο αγαθό της ζωής.
Δυστυχώς όμως, η πολύ πρόσφατη επικαιρότητα, με τα φαινόμενα υπερβάλλουσας βίας εκ μέρους συναδέλφων σας εναντίον πολιτών, ακόμα και σήμερα εναντίον νοσοκομειακών γιατρών, δείχνει ότι η υπόθεση του εκδημοκρατισμού της Αστυνομίας δεν έχει τελειώσει ή μπορεί και να πηγαίνει πολλά βήματα πίσω. Όπως καλά γνωρίζετε, κάποτε, και μέχρι το ν.2265/1994 με τον οποίον θεσμοθετήθηκε ο συνδικαλισμός στην ΕΛ.ΑΣ, όσοι αστυνομικοί ζητούσαν τον εκδημοκρατισμό του Σώματος, διώκονταν ως απείθαρχοι και παραβατικοί. Από την πλευρά μου δηλώνω πως θα συνεχίσω να πρεσβεύω προοδευτικές και δημοκρατικές θέσεις προκειμένου εσείς, οι άντρες και γυναίκες της ΕΛ.ΑΣ., να μπορείτε να ασκείτε ελεύθερα τα συνδικαλιστικά σας δικαιώματα και καθήκοντα, γι’ αυτό και αναμένουμε από εσάς να αναδεικνύετε μέσα από τη συνδικαλιστική σας δράση τα φαινόμενα εκείνα που όντως εκθέτουν την Ελληνική Αστυνομία και θέτουν σε κίνδυνο – πλέον και εσωτερικά ανέλεγκτα – τη ζωή των πολιτών και τη δική σας.
Όλα τα υπόλοιπα, η δημοκρατική πορεία, ευαισθησία και διαδρομή του καθενός από εμάς, είναι γνωστά και κρινόμαστε καθημερινά από την ελληνική κοινωνία».
Η κ. Κασιμάτη προσθέτει: «η έκπληξη έγκειται στο ότι, όπως και οι ίδιοι παραδέχεστε, αυτή τη φράση τη χρησιμοποίησα ως μέρος σκωπτικού σχολίου μου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, κατά τη διάρκεια άσχετου διαλόγου για άλλο ζήτημα, που προδήλως καμία σχέση δεν είχε ούτε καταφερόταν αντικειμενικά και υποκειμενικά στο αστυνομικό σώμα, όπως επίσης εσείς περιγράφετε, άρα και δεν συνιστά έκφραση της αντίληψής μου για την ΕΛ.ΑΣ. όπως την εκλάβατε, και γι’ αυτό λυπάμαι για τη χρήση της και την παρεπόμενη παρερμηνεία της».
Αναλυτικά όσα αναφέρει στην επιστολή της η κ. Κασιμάτη:
«Με έκπληξη διάβασα τη σημερινή ανακοίνωση της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Πειραιά, όπου με κατηγορείτε για μια γνωστή στερεοτυπική φράση, η οποία έχει καθιερωθεί στην ελληνική κοινωνία, και ειδικότερα στις νεότερες γενιές, για τις θλιβερές, αλλά υπαρκτές, εξαιρέσεις συναδέλφων σας που κάνουν παράνομη χρήση βίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους παραβιάζοντας το Σύνταγμα και τους Νόμους της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η έκπληξη έγκειται στο ότι, όπως και οι ίδιοι παραδέχεστε, αυτή τη φράση τη χρησιμοποίησα ως μέρος σκωπτικού σχολίου μου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, κατά τη διάρκεια άσχετου διαλόγου για άλλο ζήτημα, που προδήλως καμία σχέση δεν είχε ούτε καταφερόταν αντικειμενικά και υποκειμενικά στο αστυνομικό σώμα, όπως επίσης εσείς περιγράφετε, άρα και δεν συνιστά έκφραση της αντίληψής μου για την ΕΛ.ΑΣ. όπως την εκλάβατε, και γι’ αυτό λυπάμαι για τη χρήση της και την παρεπόμενη παρερμηνεία της.
Αυτό που όμως με λυπεί επίσης, είναι η δυσανάλογη και άδικη αντίδρασή σας εναντίον μου με ηθικοπλαστικούς όρους σχετικά με το επάγγελμά σας, η οποία μάλλον έχει πολιτικά ελατήρια, όταν θα πρέπει να γνωρίζετε από τη θέση σας πως έχω υπερασπιστεί εμπράκτως τα δίκαια των βιοπαλαιστών αστυνομικών, αφού έχει περάσει μόνον ενάμισης μήνας από τότε που υπέγραψα Αναφορά στη Βουλή προς το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, υιοθετώντας και καταθέτοντας δικό σας έγγραφο, το Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Πειραιά έτους 2019, με τα δίκαια συνδικαλιστικά αιτήματά σας. Σας το επισυνάπτω για υπενθύμιση, καθώς βρίσκομαι στο πλευρό σας για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας σας, όπως και κάθε εργαζομένου που διεκδικεί κεκτημένα δικαιώματα και επίλυση προβλημάτων, γιατί τιμώ το έργο σας και αναγνωρίζω τους κινδύνους που αντιμετωπίζετε καθημερινά. Σχετικά, θα ήθελα να σας θυμίσω επίσης, ότι επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε κανένας νεκρός από καμία πλευρά, πολίτης ή αστυνομικός, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν άλλων κυβερνήσεων, όπου 19 αστυνομικοί είχαν χάσει τη ζωή τους εν ώρα υπηρεσίας, όπως προκύπτει από τον επίσημο κατάλογο πεσόντων στον ιστότοπο της ΕΛ.ΑΣ. Πιστεύω ότι οι αριθμοί πείθουν άπαντες για την ειδοποιό διαφορά της δικής μας αντίληψης και πολιτικής περί πραγματικής ασφάλειας όλων και έμπρακτου σεβασμού στο αγαθό της ζωής.
Δυστυχώς όμως, η πολύ πρόσφατη επικαιρότητα, με τα φαινόμενα υπερβάλλουσας βίας εκ μέρους συναδέλφων σας εναντίον πολιτών, ακόμα και σήμερα εναντίον νοσοκομειακών γιατρών, δείχνει ότι η υπόθεση του εκδημοκρατισμού της Αστυνομίας δεν έχει τελειώσει ή μπορεί και να πηγαίνει πολλά βήματα πίσω. Όπως καλά γνωρίζετε, κάποτε, και μέχρι το ν.2265/1994 με τον οποίον θεσμοθετήθηκε ο συνδικαλισμός στην ΕΛ.ΑΣ, όσοι αστυνομικοί ζητούσαν τον εκδημοκρατισμό του Σώματος, διώκονταν ως απείθαρχοι και παραβατικοί. Από την πλευρά μου δηλώνω πως θα συνεχίσω να πρεσβεύω προοδευτικές και δημοκρατικές θέσεις προκειμένου εσείς, οι άντρες και γυναίκες της ΕΛ.ΑΣ., να μπορείτε να ασκείτε ελεύθερα τα συνδικαλιστικά σας δικαιώματα και καθήκοντα, γι’ αυτό και αναμένουμε από εσάς να αναδεικνύετε μέσα από τη συνδικαλιστική σας δράση τα φαινόμενα εκείνα που όντως εκθέτουν την Ελληνική Αστυνομία και θέτουν σε κίνδυνο – πλέον και εσωτερικά ανέλεγκτα – τη ζωή των πολιτών και τη δική σας.
Όλα τα υπόλοιπα, η δημοκρατική πορεία, ευαισθησία και διαδρομή του καθενός από εμάς, είναι γνωστά και κρινόμαστε καθημερινά από την ελληνική κοινωνία».