Η πόλη της Δράμας παρά το μικρό της μέγεθος έχει γίνει μητέρα πολλών αστικών θρύλων. Παρακάτω περιγράφουμε τους πιο σημαντικούς από αυτούς.

Τα στοιχειωμένα σπίτια

Το παλιό αρχοντικό, το Μέγαρο Τζήμου, το οποίο βρίσκεται στη ταξιαρχία, πολλοί λένε ότι είναι στοιχειωμένο. Η ιστορία λέει ότι το είχαν υποτάξει οι Βούλγαροι κατακτητές κατά τη διάρκεια της τρίτης βουλγαρικής κατοχής. Στο υπόγειο του κτηρίου  βασάνιζαν αντιστασιακούς. Ακόμα και σήμερα όσοι περνάν από εκεί το βράδυ υποστηρίζουν ότι ακούν θορύβους και κτυπήματα των πνευμάτων αυτών που βασανίστηκαν εκεί κατά τη διάρκεια της κατοχής.


Η ίδια ιστορία ακούγεται και για πολλά άλλα κτήρια στη περιοχή της Αγίας Βαρβάρας αλλά και για το σπίτι του Δημήτριου Δράμαλη, ο οποίος για την ιστορία υπήρξε ήρωας του 1821.

Το δέντρο με το ανθρώπινο πρόσωπο





Ένας ακόμα αστικός θρύλος, λέει πως το δέντρο το οποίο βρίσκεται απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας είναι καταραμένο. Λένε ότι κατά τη διάρκεια της Β' βουλγαρικής κατοχής, κάποιος Βούλγαρος στρατιώτης προσπάθησε να κλέψει μια εικόνα από την εκκλησία, αυτό που είδε μετά ήταν τόσο τρομερό που δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να μιλήσει. Όμως η όψη του έμεινε για πάντα πάνω στο δέντρο για να σκέφτονται ξανά όσοι θελήσουν να γίνουν ιερόσυλοι και να κλέψουν εκκλησία.

Ο βιασμός στο σιδηροδρομικό
Ο πιο γνωστός αστικός θρύλος, στη πόλη της Δράμας είναι μια ιστορία που λέει ότι είχε γίνει κάποτε ένας βιασμός στο σιδηροδρομικό σταθμό. Πάνω στη γέφυρα υπάρχει χαραγμένη μια μορφή η οποία, θυμίζει γυναίκα, λένε λοιπόν πως την έφτιαξε το αγόρι της κοπέλας με τον πατέρα της μερικές μέρες μετά το βιασμό.

Ο θρύλος του καπνολογικού
Λίγο πιο έξω από την Δράμα υπάρχει ένα μεγάλο κτήμα, εκεί που σήμερα στεγάζεται το καπνολογικό ινστιτούτο, εκεί κάποτε έμενε μια οικογένεια που η ιστορία της έμελλε να στοιχειώσει την μικρή πόλη της Δράμας για πάντα.


Η οικογένεια είχε δύο παιδιά, ο μεγάλος ήταν ο πολύ "άντρας " ο μικρότερος αδερφός του όμως αδερφός δεν έμοιαζε καθόλου, ήταν θηλυπρεπής, και πολλοί λένε και κρυφό ομοφυλόφιλος, ο μεγάλος του αδερφός δεν του άρεσε που ο μικρότερος αδερφός του ήταν έτσι και δεν το δεχόταν αυτό, και προσπαθούσε να τον κάνει άντρα δίνοντας του να κάνει τις πιο βαριές δουλειές της βιοτεχνίας, όταν πέθαναν οι γονείς τους τα πράγματα οξύνθηκαν, ο μεγάλος αδερφός έψαχνε τρόπους να φάει την μισή περιουσία του μικρού.

Του πρόσφερε χρήματα για να του παραχωρήσει την μισή περιουσία του και να φύγει, αλλά ο μικρός δεν τα δέχτηκε, και έτσι ο μεγάλος αδερφός άρχισε να του κάνει την ζωή Πολύ δύσκολη , λένε μάλιστα ότι τον χτυπούσε αυτό κράτησε για 4 χρόνια περίπου, με αυτά όμως που τράβαγε ο μικρός του αδερφός αρρώστησε και μετά απο καιρό δεν άντεξε και απεβίωσε. τα πράγματα για τον μεγάλο αδερφό στην αρχή ήταν όπως τα περίμενε, όλη η περιουσία δική του όμως λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.

Σιγά, σιγά το ευχάριστο κλίμα στο κτήμα άρχισε να χάνεται, το γκαζόν άρχισε να ξεραίνεται, όσο και να το πότιζαν δεν γινόταν πάλι πράσινο, τα τρία αυτοκίνητα που είχε η βιοτεχνία άρχισαν να χαλάνε ένα μετά το άλλο, τα μηχανήματα της βιοτεχνίας και αυτά κατά κάποιο περίεργο τρόπο σταματούσανε να δουλεύουνε, οι δουλειές πέσανε κατακόρυφα, και οι πελάτες διαμαρτύρονταν για ελαττωματικά προϊόντα, χρεώθηκε για να πάρει καινούρια μηχανήματα αλλά και αυτά χαλάγανε απο την πρώτη στιγμή, τίποτα δεν δούλευε.

Το δωμάτιο που πέθανε ο μικρότερος αδερφός το κρατούσε για αποθήκη, όμως στο δωμάτιο αυτό αρχίσανε να εμφανίζονται περίεργες μορφές, συρσίματα και ελαφροί γδούποι, στην αρχή ο μεγάλος αδερφός τα θεωρούσε φυσικά αίτια, κάνα ποντίκι καμιά γάτα, όμως ήρθε μία μέρα που άκουσε κάτι που του έκοψε τα πόδια, όταν ό δύστυχος μικρός αδερφός πέθαινε, έβγαζε έναν επιθανάτιο σφυριχτό ήχο προσπαθώντας να αναπνεύσει, αυτόν τον ήχο τον άκουσε μια κρύα νύχτα του χειμώνα λίγο πριν πέσει να κοιμηθεί, προερχόταν απο ψηλά, και σίγουρα απο το δωμάτιο που είχε πεθάνει, η τρομάρα που πήρε ο μεγάλος αδερφός ήταν πολύ μεγάλη, και για πολύ ώρα η ανάσα δεν έλεγε να σταματήσει.

Με κανέναν τρόπο δεν θα ανέβαινε βράδυ επάνω για να διαπιστώσει εάν τα περνούσε αυτά λόγω ενοχών, ή αν υπήρχε κάτι αληθινό. Μα ούτε μέρα τόλμησε, ώσπου με την συνοδεία ενός παπά ανέβηκαν μια φορά, για να κάνει ένα ευχέλαιο υπέρ της αναπαύσεως της ψυχής του και να ραντίσει το χώρο με αγιασμό.




Με τον καιρό ο μεγάλος αδερφός έκανε οικογένεια και παιδιά, όμως ο παράξενος ήχος συνεχιζόταν και τώρα τον ακούγανε και τα παιδιά, ο μεγάλος αδερφός μη έχοντας τι άλλο να κάνει για να διώξει αυτόν τον ανατριχιαστικό ήχο, πήγε σε ένα γνωστό μέντιουμ, το μέντιουμ ήρθε σε επαφή με το πνεύμα του μικρού, και τους είπε πως ο μικρός αδερφός παίρνει τώρα την εκδίκηση του και ότι δεν επρόκειτο να τους συγχωρέσει όσες ενέργειες και συγνώμες και αν του πρόσφεραν.

Το μέντιουμ τούς είπε να φύγουν από αυτό το μέρος, πούλησαν τα πάντα σε εξευτελιστική τιμή, η οποία δεν τους έφτασε για να πληρώσουν ούτε τα χρέη τους. Κατέληξαν σε κάποιους πρώην πελάτες ως υπάλληλοι, όμως η κακή τύχη δεν σταμάτησε να τους κυνηγά.

πηγές:



 
Top