Έχει η Πάτρα στοιχειωμένα σπίτια και κτίρια; Η αλήθεια είναι πως η φαντασία των ανθρώπων πολλές φορές ξεπερνάει τις ταινίες τρόμου. Από την άλλη οι αστικοί θρύλοι γίνονται πραγματικότητα όταν τους πιστεύεις και όταν επηρεάζεσαι συνήθως από παππούδες και γιαγιάδες που μεταφέρουν μύθους για φαντάσματα και νεράϊδες. Όπως όλες οι πόλεις της Ελλάδας, έχει και η Πάτρα τέτοιους αστικούς μύθους που γράφτηκαν σαν παραμύθια και διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα. Πολλοί ακόμα και σήμερα μιλούν γι' αυτούς, ενώ κάποιοι τους «εμπλουτίζουν» με «βιώματα» και σκέψεις.
Με πηγή το βιβλίο του Νίκου Γ. Πολίτη ο οποίος ήταν καθηγητής Μυθολογίας και Ελληνικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, του οποίου διετέλεσε και Πρύτανης, την Δημοτική βιβλιοθήκη και το διαδίκτυο, συγκεντρώσαμε κάποιους από τους πιο γνωστούς αστικούς μύθους της Πάτρας.
Πνεύματα ανήσυχων αρρώστων στο παλιό σανατόριο.
Η ιστορία των σανατορίων στον Νομό Αχαΐας κινείται ταυτόχρονα με την αντίστοιχη των υπολοίπων σανατορίων στην Ελλάδα. «Χώρος περίθαλψης αλλά και εγκλεισμού, χώρος ίασης αλλά και απομόνωσης, εντός αλλά συνάμα εκτός ορίων της πόλης, του οικισμού, του χωριού». Στο παλιό Σανατόριο στην Ζάστοβα στην Πάτρα ο χρόνος έχει αφήσει τα σημάδια του. Οι τοίχοι στο εσωτερικό του «μαρτυρούν» τις φήμες για τελετουργίες σατανιστών.
Ονόματα δίπλα από πεντάλφα, χαραγμένα σύμβολα και ήχοι που τους ακούς στο απόλυτο σκοτάδι. Οι παλιότεροι κάνουν λόγο για φαντάσματα, πνεύματα ανήσυχα άρρωστων που υπέφεραν και δεν κατάφεραν να βρουν τη γαλήνη. Αν περπατήσετε μέσα στα ερείπια του παλιού σανατορίου θα νιώσετε την παγωμένη ατμόσφαιρα.
Ονόματα δίπλα από πεντάλφα, χαραγμένα σύμβολα και ήχοι που τους ακούς στο απόλυτο σκοτάδι. Οι παλιότεροι κάνουν λόγο για φαντάσματα, πνεύματα ανήσυχα άρρωστων που υπέφεραν και δεν κατάφεραν να βρουν τη γαλήνη. Αν περπατήσετε μέσα στα ερείπια του παλιού σανατορίου θα νιώσετε την παγωμένη ατμόσφαιρα.
Η Πατρινέλα βγαίνει τις νύχτες και πενθεί στο Κάστρο...
Η Πατρινέλα, γράφεται και Πατρινέλλα, είναι στην λαϊκή παράδοση το στοιχειό των Πατρών. Αποτελείται από τμήματα δύο αγαλμάτων, ο κορμός και το κεφάλι, ακρωτηριασμένου γενειοφόρου αντρός εντοιχισμένο σε κοίλωμα του κάστρου της Πάτρας.
Παλιότερα ήταν ορατό από όλη την πόλη και στην λαϊκή παράδοση έπαιρνε μορφή γυναίκας και προστάτευε την πόλη. Το άγαλμα, βρίσκεται ακόμα και σήμερα στο νότιο τείχος του κάστρου αλλά δεν είναι πλέον ορατό όπως παλαιότερα, λόγω δημοτικών κτιρίων που έχουν κτιστεί μπροστά του. Λένε πως επρόκειτο για ένα φάντασμα γένους θηλυκού το οποίο εμφανιζόταν όποτε υπήρχε κίνδυνος κάποιας ασθένειας ή όταν υπήρχε κίνδυνος επίθεσης από κάποιον εχθρό ή όταν πέθαινε κάποιο σημαντικό πρόσωπο της περιοχής. Θεωρούνταν προστάτης της πόλης που την φύλαγε από την χολέρα και την πανούκλα, ενώ άλλες φορές έβγαινε σέρνοντας αλυσίδες για να πενθήσει κάποιο σημαντικό Πατρινό που πέθανε.
Η Πέτρα του Κριτή
Τα παρακάτω «φαντάσματα» και οι μύθοι προέρχονται από τις «Παραδόσεις του Νικόλαου Πολίτη» και σχετίζονται με την περιοχή της Πάτρας! Όπως αναφέρεται στο βιβλίο: «Απ' όξω από την πόρτα της εκκλησιάς του Αϊ-Γιαννιού (πλησίον Ελ. Βενιζέλου σήμερα) είναι μία πέτρα, που όταν την τρίψεις μ' άλλη πέτρα βρωμά σαν θειάφι. Αυτή είναι η πέτρα που καθόταν ο κριτής όταν καταδίκασε τον Άγιο Αντρέα να σταυρωθεί, και από τότε έχει αυτήν την άσχημη μυρουδιά.»
Το στοιχειό της Οβρυάς
Σύμφωνα με τον μύθο στην περιοχή Οβρυά στην Πάτρα, υπάρχει ένα στοιχειό που μουγκρίζει!
«Σε μια συκιά, φαίνεται πως κάποιος εκάρφωσε ένα στοιχειό από άλλο μέρος, και τούτο είναι το στοιχειό της Οβρυάς. Εφανερωνότανε σα βόιδι, και το ακούγανε οι ανθρώποι που εμούγκριζε, αλλά δεν εβάρηγε. Το στοιχειό αυτό εχάθη τώρα» γράφει ο Νίκος Πολίτης.
Η Μανωλιά
Σύμφωνα με τον μύθο...
''Μισή ώρα μακριά από το ποτάμι της Λεύκας, είναι της Μανωλιάς το Λαγκάδι. Η Μανωλιά είναι γυναίκα με μακριά μαλλιά και κάθεται και χτενίζεται με χρυσό χτένι απάνου στη βρύση, που είναι κει που αρχίζει το λαγκάδι, λίγο παρακάτου, στου Μουσταφά εφέντη τη βρύση. Αν πάει κανείς το καταμεσήμερο ή τα μεσάνυχτα να πάρει νερό, τον βαρεί, και ή πεθαίνει ή τραβάει μακριά αρρώστια. Ένας μιά φορά θέλησε να την ιδεί, και για τούτο επήρε μαζί του έναν ζούδιαρη, που την έβλεπε. Αφού εζύγωσαν κοντά, του λέει ο ζούδιαρης να πάει μπροστά εκείνος, γιατί άμα τον έβλεπε τον ζούδιαρη η Λάμια θα έφευγε. Και εκείνος επήγε μπροστά και ετήραγε στη βρύση και δεν έβλεπε τίποτα. Τότε ο ζούδιαρης έβαλε το χέρι του απάνου του, και αμέσως είδε μια ωραία γυναίκα απάνου στη βρύση, που εχτένιζε τα μαλλιά της, που ήσαν μακριά και ξανθά. Η Μανωλιά γίνεται και ζαγάρι (σκυλί) και τέντα.
Μια φορά, επί Τουρκίας ακόμη, ο γέρο-Στάθης ο Οβριαΐτης και ο γέρο-Ρίτζης ήταν δραγάτες (αγροφύλακες) εις εκείνον τον τόπο. Ένα απόγιομα είδανε ένα καράβι στην ακροθαλασσιά και εκίνησαν να πάνε να ιδούνε μην είναι κοντραμπάντο (λαθρεμπορικό), για να τσιμπήσουν τίποτα. Στο δρόμο απαντήσανε ένα ζαγάρι, στης Μανωλιάς το λαγκάδι μέσα, εκεί που πέρναγε ο δρόμος και τους έκοβε τη στράτα, χωρίς να τους βαβίζει (γαυγίζει). Εκείνοι το νοήσανε πως ήτανε το στοιχειό, και δεν εμιλήσανε, αλλά ετράβηξαν το κουμπούρι με ζερβί χέρι και εχάθη το ζαγάρι. Αφού επήγανε παρακάτου και επερνάγανε πάλι μες στο λαγκάδι, ακούσανε αποπάνω από το κεφάλι τους παπ, παπ, παπ! Όπως κάνει η τέντα, όταν είναι τεντωμένη και τη φυσάει ο αγέρας και ετηράξανε και είδανε αληθινά μια τέντα από πάνω τους. Και τότε έκαναν το σταυρό τους και εχάθηκε η τέντα, και εγυρίσανε πίσω. Το στοιχειό τούτο έχει κάμποσο καιρό που εχάθη και δεν βαρεί πλιά. Και ο κόσμος πηγαίνει άφοβα στη βρύση του Μουσταφά εφέντη και παίρνει νερό. Μισή ώρα μακριά από το ποτάμι της Λεύκας, λίγο απάνου από το δρόμο των Καλαβρύτων, είναι της Μανωλιάς το Λαγκάδι. Η Μανωλιά είναι γυναίκα με μακριά μαλλιά και κάθεται και χτενίζεται με χρυσό χτένι απάνου στη βρύση, που είναι κει που αρχίζει το λαγκάδι, λίγο παρακάτου, στου Μουσταφά εφέντη τη βρύση. Αν πάει κανείς το καταμεσήμερο ή τα μεσάνυχτα να πάρει νερό, τον βαρεί, και ή πεθαίνει ή τραβάει μακριά αρρώστια. Ένας μιά φορά θέλησε ναν την ιδεί, και για τούτο επήρε μαζί του έναν ζούδιαρη, που την έβλεπε. Αφού εζύγωσαν κοντά, του λέει ο ζούδιαρης να πάει μπροστά εκείνος, γιατί άμα τον έβλεπε τον ζούδιαρη η Λάμια θα έφευγε. Και εκείνος επήγε μπροστά και ετήραγε στη βρύση και δεν έβλεπε τίποτα. Τότε ο ζούδιαρης έβαλε το χέρι του απάνου του, και αμέσως είδε μια ωραία γυναίκα απάνου στη βρύση, που εχτένιζε τα μαλλιά της, που ήσαν μακριά μακριά και ξανθά. Η Μανωλιά γίνεται και ζαγάρι (σκυλί) και τέντα. Μια φορά, επί Τουρκίας ακόμη, ο γέρο-Στάθης ο Οβριαΐτης και ο γέρο-Ρίτζης ήταν δραγάτες (αγροφύλακες) εις εκείνον τον τόπο. Ένα απόγιομα είδανε ένα καράβι στην ακροθαλασσιά και εκίνησαν να πάνε να ιδούνε μην είναι κοντραμπάντο (λαθρεμπορικό), για να τσιμπήσουν τίποτα. Στο δρόμο απαντήσανε ένα ζαγάρι, στης Μανωλιάς το λαγκάδι μέσα, εκεί που πέρναγε ο δρόμος και τους έκοβε τη στράτα, χωρίς να τους βαβίζει (γαυγίζει). Εκείνοι το νοήσανε πως ήτανε το στοιχειό, και δεν εμιλήσανε, αλλά ετράβηξαν το κουμπούρι με ζερβί χέρι και εχάθη το ζαγάρι. Αφού επήγανε παρακάτου και επερνάγανε πάλι μες στο λαγκάδι, ακούσανε αποπάνω από το κεφάλι τους παπ, παπ, παπ! Όπως κάνει η τέντα, όταν είναι τεντωμένη και τη φυσάει ο αγέρας και ετηράξανε και είδανε αληθινά μια τέντα από πάνω τους. Και τότε έκαναν το σταυρό τους και εχάθηκε η τέντα, και εγυρίσανε πίσω.
Μια φορά, επί Τουρκίας ακόμη, ο γέρο-Στάθης ο Οβριαΐτης και ο γέρο-Ρίτζης ήταν δραγάτες (αγροφύλακες) εις εκείνον τον τόπο. Ένα απόγιομα είδανε ένα καράβι στην ακροθαλασσιά και εκίνησαν να πάνε να ιδούνε μην είναι κοντραμπάντο (λαθρεμπορικό), για να τσιμπήσουν τίποτα. Στο δρόμο απαντήσανε ένα ζαγάρι, στης Μανωλιάς το λαγκάδι μέσα, εκεί που πέρναγε ο δρόμος και τους έκοβε τη στράτα, χωρίς να τους βαβίζει (γαυγίζει). Εκείνοι το νοήσανε πως ήτανε το στοιχειό, και δεν εμιλήσανε, αλλά ετράβηξαν το κουμπούρι με ζερβί χέρι και εχάθη το ζαγάρι. Αφού επήγανε παρακάτου και επερνάγανε πάλι μες στο λαγκάδι, ακούσανε αποπάνω από το κεφάλι τους παπ, παπ, παπ! Όπως κάνει η τέντα, όταν είναι τεντωμένη και τη φυσάει ο αγέρας και ετηράξανε και είδανε αληθινά μια τέντα από πάνω τους. Και τότε έκαναν το σταυρό τους και εχάθηκε η τέντα, και εγυρίσανε πίσω. Το στοιχειό τούτο έχει κάμποσο καιρό που εχάθη και δεν βαρεί πλιά. Και ο κόσμος πηγαίνει άφοβα στη βρύση του Μουσταφά εφέντη και παίρνει νερό. Μισή ώρα μακριά από το ποτάμι της Λεύκας, λίγο απάνου από το δρόμο των Καλαβρύτων, είναι της Μανωλιάς το Λαγκάδι. Η Μανωλιά είναι γυναίκα με μακριά μαλλιά και κάθεται και χτενίζεται με χρυσό χτένι απάνου στη βρύση, που είναι κει που αρχίζει το λαγκάδι, λίγο παρακάτου, στου Μουσταφά εφέντη τη βρύση. Αν πάει κανείς το καταμεσήμερο ή τα μεσάνυχτα να πάρει νερό, τον βαρεί, και ή πεθαίνει ή τραβάει μακριά αρρώστια. Ένας μιά φορά θέλησε ναν την ιδεί, και για τούτο επήρε μαζί του έναν ζούδιαρη, που την έβλεπε. Αφού εζύγωσαν κοντά, του λέει ο ζούδιαρης να πάει μπροστά εκείνος, γιατί άμα τον έβλεπε τον ζούδιαρη η Λάμια θα έφευγε. Και εκείνος επήγε μπροστά και ετήραγε στη βρύση και δεν έβλεπε τίποτα. Τότε ο ζούδιαρης έβαλε το χέρι του απάνου του, και αμέσως είδε μια ωραία γυναίκα απάνου στη βρύση, που εχτένιζε τα μαλλιά της, που ήσαν μακριά μακριά και ξανθά. Η Μανωλιά γίνεται και ζαγάρι (σκυλί) και τέντα. Μια φορά, επί Τουρκίας ακόμη, ο γέρο-Στάθης ο Οβριαΐτης και ο γέρο-Ρίτζης ήταν δραγάτες (αγροφύλακες) εις εκείνον τον τόπο. Ένα απόγιομα είδανε ένα καράβι στην ακροθαλασσιά και εκίνησαν να πάνε να ιδούνε μην είναι κοντραμπάντο (λαθρεμπορικό), για να τσιμπήσουν τίποτα. Στο δρόμο απαντήσανε ένα ζαγάρι, στης Μανωλιάς το λαγκάδι μέσα, εκεί που πέρναγε ο δρόμος και τους έκοβε τη στράτα, χωρίς να τους βαβίζει (γαυγίζει). Εκείνοι το νοήσανε πως ήτανε το στοιχειό, και δεν εμιλήσανε, αλλά ετράβηξαν το κουμπούρι με ζερβί χέρι και εχάθη το ζαγάρι. Αφού επήγανε παρακάτου και επερνάγανε πάλι μες στο λαγκάδι, ακούσανε αποπάνω από το κεφάλι τους παπ, παπ, παπ! Όπως κάνει η τέντα, όταν είναι τεντωμένη και τη φυσάει ο αγέρας και ετηράξανε και είδανε αληθινά μια τέντα από πάνω τους. Και τότε έκαναν το σταυρό τους και εχάθηκε η τέντα, και εγυρίσανε πίσω.
Το στοιχειό τούτο έχει κάμποσο καιρό που εχάθη και δεν βαρεί πλιά. Και ο κόσμος πηγαίνει άφοβα στη βρύση του Μουσταφά εφέντη και παίρνει νερό.''
Η Παναγιά και το Δρέπανο του Ρίου!
Εκεί που είναι τώρα το Δρέπανο, ήταν αραγμένο μία φορά ένα καράβι. Επήγε μια γριούλα (η Παναγιά) στον καραβοκύρη και του εζήτησε να την περάσει εις την αντίπερα στεριά, στην Ρούμελη. Εκείνος όμως δεν την εγνώρισε και δεν εδέχτηκε. Τότε η Παναγιά πήρε στην ποδιά της άμμο και χαλίκια, τα έριχνε στη θάλασσα και έφτιανε δρόμο. Και θα έφτανε ως την αντίπερα ακρογιαλιά, αν δεν έτρεχε ο καραβοκύρης που είδε το θάμα κι ετρόμαξε, να την παρακαλέσει με δάκρυα και μετάνοιες, να έμπει στο καράβι του να την περάσει.
Συμπλήρωση: Τις πέτρες που έμειναν στην ποδιά της, πριν ανέβει στο καράβι τις πέταξε όλες μαζί στη θάλασσα. Στο σημείο εκείνο σχηματίστηκε ένα αλώνι με διάμετρο περίπου είκοσι μέτρων. Ο δρόμος, πλάτους περίπου 5 μέτρων εκτείνεται σε 200 μέτρα μέσα στη θάλασσα και σχηματίζει ένα δράπανο με κλίση προς το Ρίον. Αυτή η ξέρα που έχει σχηματιστεί είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ορατή όταν η θάλασσα είναι κατεβασμένη και μπορεί κανείς να την περπατήσει με καλό καιρό μέχρι το τέλος της. Έτσι πήρε σύμφωνα με τους ντόπιους και το όνομά του το χωριό Δρέπανο.
Το στοιχειό του Σαραβαλίου!
Το στοιχειό του Σαραβαλιού σύμφωνα με τον μύθο...
"Επαρουσιαζότανε σα σκυλί και σα φωτιά, και εκαθότανε σ’ ένα μεγάλο δέντρο απ’ όξω από το χωριό. Πολλές φορές εβλέπανε οι άνθρωποι τη νύχτα απάνου στο δέντρο φωτιά, ή ακούγανε βαύισμα σκυλιού, χωρίς να το βλέπουν. Το στοιχειό αυτό εχάθη, γιατί έπεσε προ καιρού αστροπελέκι απάνου στο δέντρο και το έκαψε, και φαίνεται ως τα σήμερα ξερό το δέντρο..."
πηγές:
Νίκου Γ. Πολίτη, Παραδόσεις (1904)