της Αγγελικής Μήλιου, βιολόγος, medlabnews.gr

Η κρεατινίνη είναι ένα αζωτούχο προϊόν του μεταβολισμού που παράγεται σε καθημερινή βάση και αποβάλλεται από τον ανθρώπινο οργανισμό. Η κρεατινίνη είναι ένα υπόλειμμα το οποίο δημιουργείται από τον οργανισμό κατά την δημιουργία ενέργειας στους μύες. Η φωσφορική κρεατίνη είναι ένα συστατικό των σκελετικών μυών, η οποία διασπάται για να προμηθεύσει σε ενέργεια τα κύτταρα, και έτσι δημιουργείται η κρεατινίνη. Η κρεατινίνη μπαίνει στην κυκλοφορία του αίματος και προωθείται προς τα νεφρά, για να αποβληθεί από τον οργανισμό μέσω του ουροποιητικού συστήματος.


Η φυσιολογική απομάκρυνση της κρεατινίνης από το σώμα προϋποθέτει την καλή λειτουργία των νεφρών, τα οποία λειτουργούν ως το απεκκριτικό φίλτρο των άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού.

Ο καλός μεταβολισμός της κρεατινίνης προϋποθέτει καλή κυκλοφορία και επάρκεια αίματος και καλή λειτουργία του ουροποιητικού συστήματος, το οποίο δρα ως απεκκριτικό φίλτρο των άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού. Η καλή κάθαρση των αζωτούχων αυτών προϊόντων, προϋποθέτει καλή κυκλοφορία και επάρκεια αίματος και καλή λειτουργία του ουροποιητικού συστήματος, το οποίο δρα ως απεκκριτικό φίλτρο των άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού.
Ο ρυθμός του μεταβολισμού, η μυϊκή μάζα, η διατροφή, η ηλικία, η πρόσληψη νερού και αλκοόλ, τα προσλαμβανόμενα φάρμακα, η θερμοκρασία, είναι στοιχεία που επηρεάζουν τα επίπεδα της κρεατινίνης. Η συγκέντρωση της κρεατινίνης στο αίμα, στο υγιές άτομο σχετίζεται λιγότερο με το ποσό των προσλαμβανόμενων πρωτεϊνών, συγκριτικά με την ουρία. Στις περιπτώσεις αυτές, συνήθως πρόκειται για μικρές αυξήσεις που εύκολα αποκαθίστανται με τροποποίηση ορισμένων καθημερινών συνηθειών που σχετίζονται με το είδος των τροφίμων που καταναλώνονται και την ποσότητα των προσλαμβανόμενων υγρών.
Παθολογικές καταστάσεις που διαταράσσουν την ομαλή κυκλοφορία, όπως είναι η αιμορραγία, η διάρροια, o εμετός, ο διαβήτης, νόσοι της καρδιάς, η παγκρεατίτιδα, η υπολευκωματιναιμία, η αναφυλαξία, ορισμένα φάρμακα, σύνδρομα υπεργλοιότητας κ.α., προκαλούν αύξηση στην κρεατινίνη αλλά και στην ουρία.


Η αύξηση της κρεατινίνης πολλές φορές δεν έχει συμπτώματα, ειδικά όταν αναπτύσσεται προοδευτικώς. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι διαταραχές αυτές ανακαλύπτονται τυχαία σε check up.
Στα συμπτώματα όταν υπάρχουν, περιλαμβάνονται:


η εύκολη κόπωση,
η ναυτία,
ο έμετος,
η ανορεξία,
η μεταλλική γεύση,
η ευερεθιστότητα,
η δυσκολία συγκέντρωσης,
η αϋπνία,
οι διαταραχές μνήμης,
οι σπασμοί,
ο κνησμός,
η μείωση σεξουαλικής επιθυμίας,
οι διαταραχές εμμήνου ρύσεως,
ο πόνος στο θώρακα,
ο πόνος στην κοιλιά,
το μούδιασμα,
η αύξηση της αρτηριακής πίεσης,
οι καρδιακές αλλοιώσεις,
οι διαταραχές κατά την ούρηση.
Ο ρυθμός μεταβολής της κρεατίνης σε κρεατινίνη ρυθμίζεται από μια σταθερά, και περίπου το 2% της συνολικής κρεατίνης που περιέχει το σώμα χρησιμοποιείται σε καθημερινή βάση. Για αυτό και σε κανονικές συνθήκες, δεν υπάρχει πιθανότητα να αυξηθούν οι τιμές της, στην καθημερινή παραγωγή.

Ενώ η παθολογική αύξηση της κρεατινίνης απασχολεί ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, η μείωση των επιπέδων της είναι σπανιότερη. Η πτώση της μπορεί να οφείλεται σε ελαττωμένη παραγωγή, αυξημένη απέκκριση ή συνδυασμό των δύο μηχανισμών.
Είναι σημαντικό να διερευνηθεί η αιτία της πτώσης της κρεατινίνης για να αποκλειστούν και να θεραπευτούν εγκαίρως υποκείμενα συστηματικά αίτια.
Κατά την διάρκεια της σωστής παθολογικής εξέτασης, τα στοιχεία από το ιστορικό, τα συνoδά συμπτώματα, ορισμένα σημεία από την εξέταση κατευθύνουν την διάγνωση και την θεραπεία.


Διάγνωση
Η εξέταση της κρεατινίνης είναι χρήσιμη σε πολλές περιπτώσεις, όπως:
Ως εξέταση ρουτίνας στον προληπτικό έλεγχο υγιών ατόμων, καθώς και στον διαγνωστικό έλεγχο των ασθενών που πάσχουν από οξέα ή χρόνια νοσήματα.
Σε χρόνιες παθήσεις, όπως ο διαβήτης, που επηρεάζουν τα  νεφρά, η κρεατινίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για την παρακολούθηση εξέλιξης της νόσου όσο και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας.
Στην αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας πριν από τη διενέργεια εξετάσεων, όπως η αξονική τομογραφία. Συχνά, στις εξετάσεις αυτές, χρειάζεται να χορηγηθούν φάρμακα που μπορεί να επιδεινώσουν κάποια προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια.
Στην εκτίμηση των ασθενών πριν από την έναρξη θεραπειών που μπορεί να επηρεάσουν τη νεφρική λειτουργία (χημειοθεραπευτικά, αντιφλεγμονώδη κ.ά.).
Δεδομένου ότι η κρεατινίνη παράγεται και αποβάλλεται με ένα σχετικά σταθερό ρυθμό από το σώμα, η ανίχνευση της ποσότητάς της στα ούρα βοηθάει στην αξιολόγηση της λειτουργίας των νεφρών ή άλλως διαταραχών του ουροποιητικού συστήματος.
Οι μετρήσεις κρεατινίνης, σε συνδυασμό με την ηλικία, το βάρος και το φύλο του ασθενούς, χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της σπειραματικής διήθησης των νεφρών, η οποία είναι μία διαγνωστική εξέταση για εκτίμηση της νεφρικής βλάβης.

Φυσιολογικές- ιδανικές τιμές

- Στους άνδρες = 0,7 – 1,4 mg/dL (71 – 115 μmol/L)

- Στις γυναίκες = 0,6 – 1,1 mg/dL (53 – 97 μmol/L)

Ο καλύτερος τρόπος εκτίμησης της νεφρικής λειτουργίας γίνεται με την «κάθαρση κρεατινίνης» η οποία δείχνει πόσα ml αίματος «καθαρίζονται» από την κρεατινίνη στη μονάδα του χρόνου. H κάθαρση της κρεατινίνης είναι ενδεικτική του ρυθμού με τον οποίο το αίμα περνάει - διηθείται μέσα από τους νεφρούς και καθαρίζεται από τις διάφορες ουσίες. Προκειμένου να υπολογιστεί η κάθαρση της κρεατινίνης, υπολογίζονται τα επίπεδα της κρεατινίνης στα ούρα και το αίμα, όπως επίσης και ο όγκος των ούρων που αποβάλλει το άτομο σε ένα εικοσιτετράωρο. Μία χαμηλή τιμή κάθαρσης κρεατινίνης υποδηλώνει διαταραχή της φυσιολογικής λειτουργίας των νεφρών.

Η κάθαρση κρεατινίνης υπολογίζεται με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο:

Κάθαρση κρεατινίνης=
(140-ηλικία)x(σωματικό βάρος σε κιλά)/72x(κρεατινίνη αίματος)
Αυτός ο τύπος αφορά στους άντρες εξεταζόμενους.
Για τις γυναίκες ισχύει ο ίδιος τύπος αλλά το αποτέλεσμα το πολλαπλασιάζουμε με 0,85.

Η κάθαρση κρεατινίνης σε ένα φυσιολογικό άτομο είναι γύρω στο 100ml/min αλλά μειώνεται χρόνο με το χρόνο. Έτσι, για παράδειγμα, ένας ηλικιωμένος άντρας των 80 ετών μπορεί να έχει κάθαρση κρεατινίνης 60 ml/min χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτα απολύτως.


 
Top