του Αλέξανδρου Γιατζίδη, M.D, medlabnews.gr
Αν βρεθεί χαμηλό το ασβέστιο, σε εξετάσεις που κάνουμε, δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
Το ασβέστιο είναι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία πολλών σημαντικών λειτουργιών του οργανισμού και γι΄αυτό, σε φυσιολογικές συνθήκες, τα επίπεδά του στο αίμα διατηρούνται μέσα σε στενά όρια (8,5 – 10,5 mg/dl).
Η συντριπτική πλειοψηφία του ασβεστίου στον οργανισμό βρίσκεται στο σκελετό, ο οποίος χρησιμεύει και ως χώρος αποθήκευσής του, ενώ υπάρχει μία συνεχής ισορροπία στην ποσότητα του ασβεστίου που υπάρχει στο αίμα και στους περιφερικούς ιστούς. Στο μεταβολισμό του ασβεστίου εμπλέκονται πολλοί παράγοντες όπως η βιταμίνη D, η παραθορμόνη και οι νευροδιαβιβαστές.
Η διατήρηση του ασβεστίου αίματος σε σταθερά επίπεδα (ομοιοστασία) επιτυγχάνεται μέσω τριών οργάνων (έντερο, οστά, νεφροί), των οποίων η λειτουργία ρυθμίζεται από τις λεγόμενες ασβεστιοτρόπες ορμόνες (κυρίως παραθορμόνη, βιταμίνη D, κυτοκίνες). Όταν οι τιμές ολικού ασβεστίου αίματος είναι κατώτερες των 8,5 mg/dl έχουμε υπασβεστιαιμία.
Η υπασβεστιαιμία (μείωση της συγκέντρωσης του ιονισμένου ασβεστίου) μπορεί να εκδηλωθεί με:
μυϊκή αδυναμία,
τετανία,
κράμπες
σπασμούς
παράταση QT διαστήματος στο ηλεκτροκαρδιογράφημα και
καταρράκτης στους οφθαλμούς και αλλοιώσεις στα οστά.
Η κύρια αιτία υπασβεστιαιμίας είναι ο υποπαραθυρεοειδισμός (επίκτητος, ή λειτουργικός, συνήθως, από ένδεια ή περίσσεια μαγνησίου, ή οφειλόμενος σε ποικίλες γενετικές – γονιδιακές διαταραχές). Σπανιότερα αιτία αποτελούν η ανεπάρκεια βιταμίνης D, καρκίνοι, το σύνδρομο τοξικής καταπληξίας (toxic shock) η νεφρική ανεπάρκεια και η παγκρεατίτις.
Αίτια υπασβεστιαιμίας
1. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΑΙΤΙΑ
• Κληρονομικός υποπαραθυρεοειδισμός
• Επίκτητος υποπαραθυρεοειδισμός (μετεγχειρητικός, HIV)
• Ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός
• Μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς (υπερέκκριση καλσιτονίνης)
• Οικογενής υπασβεστιαιμία
2. ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D o Σύνδρομα δυσαπορρόφησης
• Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
• Ραχίτιδες
3. ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ
• Υπερφωσφαταιμία (Λύση όγκου, ραβδομυόλυση, νεφρική ανεπάρκεια
• Οξεία παγκρεατίτιδα
• Αλκοολισμός
• Θεραπεία με διουρητικά
4. ΔΙΑΦΟΡΑ
• Σήψη
• Μαζικές μεταγγίσεις
• Οστεοβλαστικές μεταστάσεις (προστάτη, πνεύμονα, μαστού)
• Σύνδρομο πεινασμένων οστών μετά από παραθυρεοειδεκτομή
Η υπασβεστιαιμία αποτελεί συχνά επιπλοκή οξέων σοβαρών καταστάσεων, όπως σήψης, παγκρεατίτιδας, οξείας νεφρικής ανεπάρκειας ή εμφανίζεται μετά από μαζική μετάγγιση αίματος με κιτρικό. Η χρόνια υπασβεστιαιμία είναι λιγότερο συνήθης από την υπερασβεστιαιμία και οφείλεται σε ποικιλία φαρμάκων νοσημάτων και διαταραχών. Νοσήματα με μειωμένη πρόσληψη και απορρόφηση ασβεστίου (π.χ. κακή διατροφή νοσήματα δυσαπορρόφησης), νοσήματα σχετιζόμενα με αυξημένη κάθαρση ασβεστίου από τον οργανισμό διαταραγμένο μεταβολισμό ασβεστίου ή υπερβολική άθροιση φωσφόρου (π.χ. υποπαραθυρεοειδισμός, ορισμένα νεφρικά νοσήματα, ραβδομυόλυση), αποτελούν τις πιο σημαντικές κατηγορίες νοσημάτων. Η χρόνια υπασβεστιαιμία συχνά προκαλεί συμπτώματα όπως:
σπασμούς,
κατάθλιψη,
ψύχωση,
διαταραχές συγκέντρωσης,
καρδιακές διαταραχές,
κοιλιακό πόνο και
αναπνευστική ανακοπή.
Για την διαπίστωση της αιτίας της υπασβεστιαιμίας απαραίτητη είναι η λήψη λεπτομερούς ιστορικού του ασθενούς και της οικογένειάς του.
Προηγηθείσα εγχείρηση στον λαιμό συνηγορεί για βλάβη των παραθυρεοειδών από την εγχείρηση. Οικογενειακό ιστορικό υπασβεστιαιμίας οδηγεί σε αναζήτηση γενετικής διαταραχής, ενώ η παρουσία αυτοάνοσων καταστάσεων (όπως ν. Addison, ιδιαίτερα δε σε συνδυασμό με λεύκη ή και καντιντίαση δέρματος και βλεννογόνων) συνηγορεί για αυτοάνοσο πολυενδοκρινικό σύνδρομο τύπου 1. Ακόμα, ανοσολογική ανεπάρκεια σε συνδυασμό με συγγενείς ανωμαλίες συνηγορούν για το σύνδρομο DiGeorge.
Ο σχετικός εργαστηριακός έλεγχος πρέπει να περιλαμβάνει μετρήσεις στο αίμα του ασβεστίου (ολικού ή και ιονισμένου), των λευκωματινών, των φωσφορικών, του μαγνησίου και της κρεατινίνης, της παραθορμόνης (ακέραια παραθορμόνη, Intact PTH) και της 25(ΟΗ) βιταμίνης D.
Για να τεθεί η διάγνωση του υποπαραθυρεοειδισμού πρέπει η Intact PTH να είναι φυσιολογική ή αναλογικά (προς το ασβέστιο) ελαττωμένη, σε συνδυασμό με χαμηλές τιμές ασβεστίου (ολικού – διορθωμένου για τυχόν μεταβολές των λευκωματινών – ή ιονισμένου), χωρίς όμως να υπάρχει υπομαγνησιαιμία και με επίπεδα φωσφορικών ορού υψηλά ή στα ανώτερα φυσιολογικά όρια.
Σημειώνεται, ακόμα πως, το ασβέστιο ούρων 24ώρου είναι χαμηλό τόσο στην σοβαρή υπασβεστιαιμία του υποπαραθυρεοειδισμού όσο και στην έλλειψη βιταμίνης D.
Η θεραπευτική αγωγή στοχεύει στον έλεγχο των συμπτωμάτων και – παράλληλα – στην ελαχιστοποίηση των επιπλοκών. Ο τρόπος της θεραπευτικής αντιμετώπισης εξαρτάται από το αίτιο, την βαρύτητα των συμπτωμάτων, καθώς και από τα επίπεδα ασβεστίου του αίματος. Ε
Η αντιμετώπιση συνήθως περιλαμβάνει per os χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D. Σε σοβαρή υπασβεστιαιμία ή σε συμπτωματική υπασβεστιαιμία, μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλέβια γλυκονικό ή χλωριούχο ασβέστιο. Σε περίπτωση συνύπαρξης υπασβεσταιμίας και οξέωσης, η διόρθωση της υπασβεσταιμίας πρέπει να προηγείται, γιατί η οξέωση προστατεύει από την περαιτέρω μείωση της συγκέντρωσης του ιονισμένου ασβεστίου. Επειδή η αιτιολογική θεραπεία δεν είναι συνήθως δυνατή (π.χ. υποπαραθυρεοειδισμός, γενετικά σύνδρομα), η χρόνια αντιμετώπιση της υπασβεστιαιμίας με ασβέστιο και βιταμίνη D, αν και δεν είναι η ιδεώδης, παραμένει όμως και η μόνη εφικτή (με όλους τους περιορισμούς και προφυλάξεις που απαιτεί).
Αν βρεθεί χαμηλό το ασβέστιο, σε εξετάσεις που κάνουμε, δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
Το ασβέστιο είναι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία πολλών σημαντικών λειτουργιών του οργανισμού και γι΄αυτό, σε φυσιολογικές συνθήκες, τα επίπεδά του στο αίμα διατηρούνται μέσα σε στενά όρια (8,5 – 10,5 mg/dl).
Η συντριπτική πλειοψηφία του ασβεστίου στον οργανισμό βρίσκεται στο σκελετό, ο οποίος χρησιμεύει και ως χώρος αποθήκευσής του, ενώ υπάρχει μία συνεχής ισορροπία στην ποσότητα του ασβεστίου που υπάρχει στο αίμα και στους περιφερικούς ιστούς. Στο μεταβολισμό του ασβεστίου εμπλέκονται πολλοί παράγοντες όπως η βιταμίνη D, η παραθορμόνη και οι νευροδιαβιβαστές.
Η διατήρηση του ασβεστίου αίματος σε σταθερά επίπεδα (ομοιοστασία) επιτυγχάνεται μέσω τριών οργάνων (έντερο, οστά, νεφροί), των οποίων η λειτουργία ρυθμίζεται από τις λεγόμενες ασβεστιοτρόπες ορμόνες (κυρίως παραθορμόνη, βιταμίνη D, κυτοκίνες). Όταν οι τιμές ολικού ασβεστίου αίματος είναι κατώτερες των 8,5 mg/dl έχουμε υπασβεστιαιμία.
Η υπασβεστιαιμία (μείωση της συγκέντρωσης του ιονισμένου ασβεστίου) μπορεί να εκδηλωθεί με:
μυϊκή αδυναμία,
τετανία,
κράμπες
σπασμούς
παράταση QT διαστήματος στο ηλεκτροκαρδιογράφημα και
καταρράκτης στους οφθαλμούς και αλλοιώσεις στα οστά.
Η κύρια αιτία υπασβεστιαιμίας είναι ο υποπαραθυρεοειδισμός (επίκτητος, ή λειτουργικός, συνήθως, από ένδεια ή περίσσεια μαγνησίου, ή οφειλόμενος σε ποικίλες γενετικές – γονιδιακές διαταραχές). Σπανιότερα αιτία αποτελούν η ανεπάρκεια βιταμίνης D, καρκίνοι, το σύνδρομο τοξικής καταπληξίας (toxic shock) η νεφρική ανεπάρκεια και η παγκρεατίτις.
Αίτια υπασβεστιαιμίας
1. ΕΝΔΟΚΡΙΝΙΚΑ ΑΙΤΙΑ
• Κληρονομικός υποπαραθυρεοειδισμός
• Επίκτητος υποπαραθυρεοειδισμός (μετεγχειρητικός, HIV)
• Ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός
• Μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς (υπερέκκριση καλσιτονίνης)
• Οικογενής υπασβεστιαιμία
2. ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D o Σύνδρομα δυσαπορρόφησης
• Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
• Ραχίτιδες
3. ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ
• Υπερφωσφαταιμία (Λύση όγκου, ραβδομυόλυση, νεφρική ανεπάρκεια
• Οξεία παγκρεατίτιδα
• Αλκοολισμός
• Θεραπεία με διουρητικά
4. ΔΙΑΦΟΡΑ
• Σήψη
• Μαζικές μεταγγίσεις
• Οστεοβλαστικές μεταστάσεις (προστάτη, πνεύμονα, μαστού)
• Σύνδρομο πεινασμένων οστών μετά από παραθυρεοειδεκτομή
Η υπασβεστιαιμία αποτελεί συχνά επιπλοκή οξέων σοβαρών καταστάσεων, όπως σήψης, παγκρεατίτιδας, οξείας νεφρικής ανεπάρκειας ή εμφανίζεται μετά από μαζική μετάγγιση αίματος με κιτρικό. Η χρόνια υπασβεστιαιμία είναι λιγότερο συνήθης από την υπερασβεστιαιμία και οφείλεται σε ποικιλία φαρμάκων νοσημάτων και διαταραχών. Νοσήματα με μειωμένη πρόσληψη και απορρόφηση ασβεστίου (π.χ. κακή διατροφή νοσήματα δυσαπορρόφησης), νοσήματα σχετιζόμενα με αυξημένη κάθαρση ασβεστίου από τον οργανισμό διαταραγμένο μεταβολισμό ασβεστίου ή υπερβολική άθροιση φωσφόρου (π.χ. υποπαραθυρεοειδισμός, ορισμένα νεφρικά νοσήματα, ραβδομυόλυση), αποτελούν τις πιο σημαντικές κατηγορίες νοσημάτων. Η χρόνια υπασβεστιαιμία συχνά προκαλεί συμπτώματα όπως:
σπασμούς,
κατάθλιψη,
ψύχωση,
διαταραχές συγκέντρωσης,
καρδιακές διαταραχές,
κοιλιακό πόνο και
αναπνευστική ανακοπή.
Για την διαπίστωση της αιτίας της υπασβεστιαιμίας απαραίτητη είναι η λήψη λεπτομερούς ιστορικού του ασθενούς και της οικογένειάς του.
Προηγηθείσα εγχείρηση στον λαιμό συνηγορεί για βλάβη των παραθυρεοειδών από την εγχείρηση. Οικογενειακό ιστορικό υπασβεστιαιμίας οδηγεί σε αναζήτηση γενετικής διαταραχής, ενώ η παρουσία αυτοάνοσων καταστάσεων (όπως ν. Addison, ιδιαίτερα δε σε συνδυασμό με λεύκη ή και καντιντίαση δέρματος και βλεννογόνων) συνηγορεί για αυτοάνοσο πολυενδοκρινικό σύνδρομο τύπου 1. Ακόμα, ανοσολογική ανεπάρκεια σε συνδυασμό με συγγενείς ανωμαλίες συνηγορούν για το σύνδρομο DiGeorge.
Ο σχετικός εργαστηριακός έλεγχος πρέπει να περιλαμβάνει μετρήσεις στο αίμα του ασβεστίου (ολικού ή και ιονισμένου), των λευκωματινών, των φωσφορικών, του μαγνησίου και της κρεατινίνης, της παραθορμόνης (ακέραια παραθορμόνη, Intact PTH) και της 25(ΟΗ) βιταμίνης D.
Για να τεθεί η διάγνωση του υποπαραθυρεοειδισμού πρέπει η Intact PTH να είναι φυσιολογική ή αναλογικά (προς το ασβέστιο) ελαττωμένη, σε συνδυασμό με χαμηλές τιμές ασβεστίου (ολικού – διορθωμένου για τυχόν μεταβολές των λευκωματινών – ή ιονισμένου), χωρίς όμως να υπάρχει υπομαγνησιαιμία και με επίπεδα φωσφορικών ορού υψηλά ή στα ανώτερα φυσιολογικά όρια.
Σημειώνεται, ακόμα πως, το ασβέστιο ούρων 24ώρου είναι χαμηλό τόσο στην σοβαρή υπασβεστιαιμία του υποπαραθυρεοειδισμού όσο και στην έλλειψη βιταμίνης D.
Η θεραπευτική αγωγή στοχεύει στον έλεγχο των συμπτωμάτων και – παράλληλα – στην ελαχιστοποίηση των επιπλοκών. Ο τρόπος της θεραπευτικής αντιμετώπισης εξαρτάται από το αίτιο, την βαρύτητα των συμπτωμάτων, καθώς και από τα επίπεδα ασβεστίου του αίματος. Ε
Η αντιμετώπιση συνήθως περιλαμβάνει per os χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D. Σε σοβαρή υπασβεστιαιμία ή σε συμπτωματική υπασβεστιαιμία, μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλέβια γλυκονικό ή χλωριούχο ασβέστιο. Σε περίπτωση συνύπαρξης υπασβεσταιμίας και οξέωσης, η διόρθωση της υπασβεσταιμίας πρέπει να προηγείται, γιατί η οξέωση προστατεύει από την περαιτέρω μείωση της συγκέντρωσης του ιονισμένου ασβεστίου. Επειδή η αιτιολογική θεραπεία δεν είναι συνήθως δυνατή (π.χ. υποπαραθυρεοειδισμός, γενετικά σύνδρομα), η χρόνια αντιμετώπιση της υπασβεστιαιμίας με ασβέστιο και βιταμίνη D, αν και δεν είναι η ιδεώδης, παραμένει όμως και η μόνη εφικτή (με όλους τους περιορισμούς και προφυλάξεις που απαιτεί).