Είναι γεγονός ότι όταν σκεφτόμαστε τους λαμπερούς σταρ, στο μυαλό μας έρχονται εικόνες μεγαλείων, δόξας και μεγάλης ζωής.
Την ώρα που απολαμβάνουν όμως τους καρπούς της δουλειάς τους και της αγάπης του κόσμου, οι λογής διασημότητες δεν παύουν να είναι κοινοί θνητοί.
Και ως τέτοιοι έχουν το μερίδιό τους στη συμφορά και την τραγωδία όπως ακριβώς και οποιοσδήποτε άλλος.
Όποτε κι αν συνέβη το τραγικό γεγονός, άφησε βαρύ το στίγμα του στην προσωπικότητά τους, διαμορφώνοντας κι αυτό με τη σειρά του τον χαρακτήρα τους.
Ιστορίες για σταρ λοιπόν που σπανίως λέγονται…
Ο Γούντι Χάρελσον και ο εκτελεστής πατέρας του
Ο Γούντι Χάρελσον έχτισε αργά και σταθερά μια εντυπωσιακή υποκριτική καριέρα από το 1985 που έκανε το ντεμπούτο του στην αμερικανική τηλεόραση. Δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ, ο αγαπημένος ηθοποιός σφράγισε γνωστές ταινίες, αν και ήταν η εκτός πανιού πραγματικότητα που θα σφράγιζε τη δική του ζωή.
Κι αυτό γιατί ξεκίνησε την περιπέτειά του στον κόσμο αρκετά δύσκολα. Ο πατέρας του, Τσαρλς Χάρελσον, εγκατέλειψε τη φαμίλια όταν ο Γούντι ήταν μόλις εφτά χρονών. Χρόνια αργότερα, ο Γούντι θα άκουγε στο ραδιόφωνο για κάποιον Τσαρλς Χάρελσον που σερνόταν σε δίκη για φόνο. Και μιας και δεν υπήρχαν πολλοί Χάρελσον στο Τέξας, γιος και μητέρα επιβεβαίωσαν σύντομα τις υποψίες τους: ήταν ο πατέρας του που κατηγορούνταν ως πληρωμένος φονιάς!
Ήταν το 1968 όταν ο Τσαρλς συνελήφθη για δύο διαφορετικές υποθέσεις ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Δύο χρόνια αργότερα, αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών για τον πρώτο φόνο του στελέχους μεγαλοεταιρίας, το 1973 καταδικάστηκε όμως για τη δεύτερη δολοφονία του εμπόρου σιτηρών σε 15 χρόνια κάθειρξη.
Ο Τσαρλς παρέμεινε στη «στενή» μόλις πέντε χρόνια, αν και δεν θα έμενε για πολύ εκτός φυλακής. Κι αυτό γιατί πέντε μόνο μήνες μετά την αποφυλάκισή του, ο πατέρας εκτέλεσε έναν τακτικό δικαστή με τουφέκι ελεύθερου σκοπευτή (29 Μαΐου 1979). Τον έβγαλε από τη μέση για λογαριασμό «βαρόνου» των ναρκωτικών από το Ελ Πάσο, ο οποίος είχε πληρώσει τον Τσαρλς κάπου 250.000 δολάρια για τη δουλειά.
Ο πατέρας του Χάρελσον έφαγε δύο φορές ισόβια. Ο Γούντι άρχισε να τον επισκέπτεται ανελλιπώς στη φυλακή από το 1988 και δεν σταμάτησε μάλιστα τις συχνές επισκέψεις μέχρι το 2007, όταν και πέθανε ο Τσαρλς…
Η Σαρλίζ Θερόν και η οικογενειακή τραγωδία
H οσκαρική καλλονή από τη Νότια Αφρική στάλθηκε σε ηλικία 12 ετών εσώκλειστη σε σχολείο του Γιοχάνεσμπουργκ. Τη νύχτα της 21ης Ιουνίου 1991, η 16χρονη Σαρλίζ ήταν στο σπίτι της με τη μητέρα της Γκέρντα, όταν θα την έβρισκε η τραγωδία. Εκείνο το βράδυ ο χρόνια αλκοολικός πατέρας της Τσαρλς τα έπινε έξω με τον θείο της (αδελφό της Γκέρντα), επιστρέφοντας κάποια στιγμή στο σπίτι «τύφλα».
Ήταν τόσο χάλια από το ποτό που ο Τσάρλς άρχισε να πυροβολεί αριστερά και δεξιά. Κι αυτό γιατί η Σαρλίζ ήταν κλειδωμένη στο δωμάτιό της και δεν τον άφηνε να εισβάλει μέσα. Ο πατέρας πυροβόλησε με την καραμπίνα του την κλειδαριά της πόρτας του παιδικού δωματίου, αναγκάζοντας την Γκέρντα να πάρει το δικό της όπλο και να το στρέψει πάνω στον άντρα και τον αδελφό της.
Ο Τσαρλς σκοτώθηκε επιτόπου και ο αδελφός της τραυματίστηκε σοβαρά, τη γλίτωσε πάντως. Μετά το θανάσιμο ξεκαθάρισμα, η Γκέρντα έστειλε αμέσως πίσω τη Σαρλίζ στο σχολείο για να την απομακρύνει από το γεγονός. Η μητέρα αθωώθηκε μάλιστα καθώς θεωρήθηκε πως βρισκόταν σε νόμιμη αυτοάμυνα, προστατεύοντας την κόρη της.
Χρόνια μετά, όταν έγινε διάσημη, η Σαρλίζ διατεινόταν σταθερά πως ο πατέρας της είχε σκοτωθεί σε τροχαίο δυστύχημα. Όταν μίλησε τελικά για το τραγικό γεγονός, δεν παρέλειψε να σημειώσει πως θα έκανε το ίδιο ακριβώς για τη δική της κόρη. «Είναι μέρος της ζωής μου», είπε, «αλλά δεν υπαγορεύει τη ζωή μου»…
Ο Μάρλον Μπράντο και τα προβλήματα στο σπίτι
Ένας από τους εμβληματικότερους ηθοποιούς όλων των εποχών, με δύο Όσκαρ Α’ Ανδρικού στη φαρέτρα του, ο Μάρλον Μπράντο δεν θα γνώριζε το δράμα και την τραγωδία μόνο στο πανί του «Νονού». Οι εξωκινηματογραφικές περιπέτειες της ζωής του περιστρέφονται γύρω από τα δύο από τα έντεκα βιολογικά παιδιά του: τον Κρίστιαν Μπράντο, πρωτότοκο γιο του από την πρώτη του γυναίκα, την ηθοποιό Άννα Κάσφι, και την ετεροθαλή αδερφή του Κρίστιαν, Σεγιέν Μπράντο, παιδί του Μάρλον από τον τρίτο του γάμο.
Ήταν το 1990 λοιπόν όταν η Σεγιέν και ο φίλος της Νταγκ μετακόμισαν στη βίλα του Μπράντο στο Λος Άντζελες, όπου διέμενε ο Μάρλον και ο Κρίστιαν. Η Σεγιέν, που ήταν 20 ετών και κυοφορούσε ένα παιδί, εξομολογήθηκε στον ετεροθαλή αδερφό της πως ο φίλος της την κακοποιούσε σωματικά.
Ο αλκοολικός Κρίστιαν σηκώθηκε, πήρε το πιστόλι του, βρήκε τον Νταγκ να παρακολουθεί τηλεόραση και τον σκότωσε εν ψυχρώ στον καναπέ, πυροβολώντας τον στο κεφάλι. Ο Κρίστιαν ισχυρίστηκε κατόπιν πως επρόκειτο για τραγικό δυστύχημα, καθώς το μόνο που ήθελε ήταν να τον τρομοκρατήσει μπας και σταματούσε τους ξυλοδαρμούς της αδερφής του.
Δήλωσε ένοχος πάντως, έφαγε 10 χρόνια για δολοφονία εκ προ μελέτης, εξέτισε τα έξι και βγήκε τελικά το 1996. Το δράμα δεν τέλειωσε δυστυχώς εδώ. Η Σεγιέν, που ο Μάρλον είχε φροντίσει να διώξει από τη χώρα, καθώς τώρα ισχυριζόταν πως ποτέ δεν είπε ότι τη χτυπούσε ο Νταγκ, διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και κλείστηκε σε άσυλο. Τον Απρίλιο του 1995, η 25χρονη Σεγιέν κρεμάστηκε στο σπίτι της μητέρας της στην Ταϊτή.
Η κακή κατάσταση της υγείας του Μάρλον Μπράντο δεν του επέτρεψε να πάει στην κηδεία της. Δεν πήγε ούτε ο Κρίστιαν, μιας και ήταν ακόμα στη φυλακή…
Ο Τζέιμς Ελρόι και η αποτρόπαια δολοφονημένη μητέρα του
Η αιχμηρή πένα του αστυνομικού μυθιστορήματος που μας χάρισε ορόσημα στον χώρο, όπως το «Λος Άντζελες Εμπιστευτικό», τη «Μαύρη Ντάλια» και τη «Λευκή τζαζ», δεν χρειάζεται συστάσεις, καθώς παραμένει η μεγαλύτερη φωνή διεθνώς στο σκληρό νουάρ μυθιστόρημα.
Ο κόσμος όλος αποθέωσε τον φοβερό Ελρόι το 1996, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο του αυτοβιογραφικό βιβλίο «Τα σκοτάδια μου». Σε αυτό το συγκλονιστικό κείμενο αφηγείται ο συγγραφέας την ανεξιχνίαστη δολοφονία της μητέρας του Τζενίβα «Τζιν» Χίλικερ-Ελρόι το 1958 και αποκαλύπτει το πώς αυτή τον καθόρισε έκτοτε ως άνθρωπο και ως γραφιά.
Το 2010 προέκυψε μάλιστα και ένα δεύτερο αυτοβιογραφικό βιβλίο, «Η κατάρα της Χίλικερ: Κυνηγώντας τις γυναίκες της ζωής μου», στο οποίο ο συγγραφέας μίλησε για το τι συνέβη λίγες μόνο μέρες προτού δολοφονηθεί η μητέρα του.
«Η ‘‘κατάρα’’ του τίτλου σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο σκηνικό, τότε που είχαν χωρίσει οι γονείς μου. Όταν ήμουν 10 ετών η μητέρα μου μου είπε ότι ήμουν πλέον αρκετά μεγάλος ώστε να αποφασίσω με ποιον ήθελα να ζήσω. Εγώ της είπα πώς ήθελα να ζήσω με τον πατέρα μου. Μου επιτέθηκε, με χαστούκισε και με έσπρωξε στον καναπέ. Την αποκάλεσα ‘‘μπεκρού’’ και ‘‘πουτ@ν@’’. Ευχήθηκα τότε να πεθάνει. Και τρεις μήνες αργότερα δολοφονήθηκε. Αλλά, ξέρετε, ήθελα να πω και την ιστορία της δικής μου ζωής. Έγραψα αυτό το βιβλίο ως ένα υστερόγραφο, ας πούμε, στο προηγούμενο».
Ο μικρός πηγαίνει λοιπόν να ζήσει με τον πατέρα του και δεν θα ξαναδεί ποτέ τη μητέρα του. Όταν επέστρεψε στο σπίτι της λίγο αργότερα, πληροφορήθηκε πως εκείνη είχε δολοφονηθεί. Η Τζιν είχε βγει ραντεβού με έναν άγνωστο και επιστρέφοντας στο σπίτι, εκείνος τη βίασε και τη στραγγάλισε με τη ζαρτιέρα της. Ο δράστης ξεφορτώθηκε κατόπιν το πτώμα σε ένα χαντάκι, όπου το εντόπισαν την επόμενη μέρα ένα τσούρμο παιδιά.
Ο Έλροι κατέφυγε ως έφηβος στα ναρκωτικά και την παραβατική συμπεριφορά και μπαινοβγήκε για λίγο στη φυλακή. Ήταν το γράψιμο που λειτούργησε λυτρωτικά για κείνον και τον έσωσε από τον κακό δρόμο. Ο Τζέιμς το έριξε στη γραφή το 1981 και έγινε ορόσημο για το αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο φόνος της μητέρας του δεν διαλευκάνθηκε ποτέ…
Ο Γουόλτ Ντίσνεϊ και η τραγική διαρροή
H φαμίλια του Ντίσνεϊ τα περνούσε φτωχικά, όταν λοιπόν η «Χιονάτη και οι Εφτά Νάνοι» έγιναν ανεπανάληπτη επιτυχία το 1938, ο Γουόλτ θέλησε να πάρει ένα σπίτι για τους γονείς του, Ελάιας και Φλόρα. Τον Νοέμβριο του 1938, λίγο αφότου μετακόμισε στο νέο της σπιτικό, η μητέρα τηλεφώνησε στον Γουόλτ ενημερώνοντάς τον ότι ο φούρνος παρουσίαζε διαρροή.
Ο Γουόλτ τούς έφερε έναν τεχνικό, το πρόβλημα όμως δεν επιδιορθώθηκε. Κι έτσι λίγες μέρες αργότερα, στις 26 Νοεμβρίου, η οικιακή βοηθός ένιωσε μια ζάλη την ώρα που ετοίμαζε το πρωινό. Αφού βγήκε έξω και πήρε αέρα, θυμήθηκε το πρόβλημα με τη διαρροή γκαζιού και έτρεξε πίσω να βρει και τους υπόλοιπους.
Η Φλόρα και ο Ελάιας Ντίσνεϊ κείτονταν στο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς τους. Ήταν προφανές ότι ο άντρας προσπάθησε να βγάλει έξω τη σύζυγό του, κατέρρευσε όμως και τώρα ήταν αμφότεροι λιπόθυμοι στο έδαφος. Ο Ελάιας τη γλίτωσε, όχι όμως και η Φλόρα. Ο τραγικός Γουόλτ κατηγορούσε τον εαυτό του για τη συμφορά και πέρασε μάλιστα πολλά χρόνια χωρίς καμία αναφορά στο γεγονός.
Πολλοί αναγνώρισαν πίσω από τη συνήθεια του Ντίσνεϊ να αφήνει τους χαρακτήρες του χωρίς μητέρα (ή αυτή να πεθαίνει κάπου στην ιστορία) την εν λόγω τραγωδία και τον αντίκτυπό της στον αξέχαστο δημιουργό…