Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β’ 2376/2.8.2016).
Σύμφωνα με τη σχετική ενημέρωση από κύκλους του υπουργείου Οικονομίας, στην εφαρμογή του παλαιότερου κώδικα (Ν.4224/2013) διαπιστώθηκαν πολλά ουσιαστικά προβλήματα και κρίθηκε απαραίτητη η τροποποίηση του.
Για την αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών (ΚΔΤ), η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάστηκε με το υπουργείο, και με τη νέα απόφασή της, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε ο Κώδικας Δεοντολογίας για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών οφειλών, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν.4224/2013 (ΦΕΚ Α’ 288/31.12.2013).
Υπενθυμίζεται ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας των Τραπεζών (ΚΔΤ) αφορά τους χειρισμούς και τις διαδικασίες που οφείλουν να ακολουθούν τα πιστωτικά ιδρύματα απέναντι σε δανειολήπτες που έχουν καθυστερήσει την αποπληρωμή των οφειλών τους, θέτοντας τα βήματα που ακολουθούνται σε αυτή την περίπτωση.
Το πιστωτικό ίδρυμα (ΠΙ) εντάσσει τον οφειλέτη στη δομημένη – και υποχρεωτική – διαδικασία επίλυσης καθυστερήσεων (ΔΕΚ), βάσει της οποίας, εντός συγκεκριμένων χρονικών προθεσμιών ζητά τα οικονομικά δεδομένα του οφειλέτη, τα επεξεργάζεται, και ύστερα από κοινού αναζητούν κατάλληλες λύσεις προκειμένου ο δανειολήπτης να παραμείνει συνεπής στις δανειακές του υποχρεώσεις σύμφωνα με τις οικονομικές του δυνατότητες που ενδεχομένως να έχουν σημαντικά αλλάξει και να χρειάζεται διαθρωτική ρύθμιση τους.
Για το λόγο αυτό στο Παράρτημα ΙΙ του ΚΔΤ παρατίθενται ενδεικτικά σειρά κατάλληλων λύσεων για την απομείωση ή την επιμήκυνση του δανείου. Προκειμένου να ρυθμιστούν ή να μειωθούν οι υποχρεώσεις του δανειολήπτη, είναι απαραίτητο αυτός να συνεργαστεί με την τράπεζα, να απαντά στα συγκεκριμένα αιτήματα του που προβλέπονται από τον νόμο και να ανταποκρίνεται σε εκκλήσεις της για την ταχύτερη επίλυση του προβλήματος του.
Κύριες Βελτιώσεις του ΚΔΤ
– Ο παλαιότερος ΚΔΤ, ο Ν.4224/2013, ήταν πολύ αυστηρότερος όσον αφορά την ένταξη του δανειολήπτη στη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων. Η διαδικασία ξεκινούσε για τον δανειολήπτη ύστερα από 30 ημέρες καθυστέρησης αποπληρωμής των δόσεων του δανείου του. Στον αναθεωρημένο Κώδικα, το χρονικό διάστημα διπλασιάστηκε. Ο δανειολήπτης πλέον δεν μπαίνει στα στάδια του Κώδικα αν απλώς έχει οποιαδήποτε δυσκολία να πληρώσει μία δόση – και αν έχει αμελήσει να πληρώσει, έχει αρκετό διάστημα να επανορθώσει.
– Οι προτάσεις του πιστωτικού ιδρύματος στον δανειολήπτη, λαμβάνουν υποχρεωτικά υπόψη το ελάχιστο επίπεδο δαπανών διαβίωσής του, όπως επίσης και την οικονομική του κατάσταση. Προωθούνται ευνοϊκές βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις για δανειολήπτες σε οικονομική δυσχέρεια, στις όποιες λαμβάνονται υπόψη τυχόν προβλήματα υγείας που επηρεάζουν την ικανότητα αποπληρωμής. Αν παρόλα αυτά συναινέσει ο δανειολήπτης στην παραχώρηση περιουσιακού στοιχείου δικού του, ή συζύγου, ή τέκνου εφόσον βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια, διαγράφεται το υπόλοιπο της οφειλής, με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τη στεγαστική πίστη.
– Η προθεσμία ανταπόκρισης του δανειολήπτη στη ζήτηση των οικονομικών του στοιχείων και της απάντησής του σε πρόταση αναδιάρθρωσης του δανείου του με βάση τον παλαιό ΚΔΤ ήταν 15 εργάσιμες μέρες. Στον νέο ΚΔΤ οι προθεσμίες αυτές συνδέονται πλέον με τις προθεσμίες του ορισμού του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», για τον οποίο είναι υπεύθυνο το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης του Ιδιωτικού Χρέους. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να αλλάξει τον ορισμό και να διευρύνει τις προθεσμίες, προκειμένου ο δανειολήπτης να μην πασχίζει να ανταποκριθεί στις ίδιες τις προθεσμίες, αλλά να έχει τη δυνατότητα να επεξεργάζεται αρτιότερα τα δεδομένα που του ζητούνται και τις προτάσεις αναδιάρθρωσης χρέους που του κατατίθενται.
– Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η διαδικασία του ΚΔΤ καταλήγει στην υποβολή πρότασης αναδιάρθρωσης από το πιστωτικό ίδρυμα στον δανειολήπτη. Οι κατάλληλες λύσεις διακρίνονται σε: ήπιες ή απλώς ρυθμιστικές (βραχυπρόθεσμες-μακροπρόθεσμες προτάσεις ρύθμισης όπως: Παράταση διάρκειας πάνω από δύο χρόνια, περίοδος χάριτος, μερική διαγραφή οφειλής, αποπληρωμή μόνο τόκων) και ραγδαίες ή οριστικές, που ενδεχομένως μεταβάλλουν την περιουσιακή κατάσταση του δανειολήπτη (προτάσεις οριστικής διευθέτησης: όπως η εθελοντική μεταβίβαση ενυπόθηκου ακινήτου, η εθελοντική εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου κ.ο.κ.). Οι λύσεις ρύθμισης είναι σαφώς ευνοϊκότερες για τον δανειολήπτη από τις λύσεις οριστικής διευθέτησης.
Με τον αρχικό Κώδικα, το πιστωτικό ίδρυμα, εφόσον ανέλυε τα οικονομικά στοιχεία του δανειολήπτη, είχε τη δυνατότητα να του υποβάλει εξ αρχής ραγδαία πρόταση οριστικής διευθέτησης.
Στον αναθεωρημένο Κώδικα, η τράπεζα υποχρεώνεται να υποβάλλει πρώτα την ήπια πρόταση ρύθμισης, και μετά, εφόσον κατόπιν καθορισμένης διαδικασίας δεν υπάρξει συμφωνία, πρόταση οριστικής διευθέτησης. Η διαδικασία της υποβολής προτάσεων από την τράπεζα κατ’ ουσία διπλασιάζεται υπέρ του δανειολήπτη, υποβάλλονται δύο προτάσεις, η πρώτη ηπιότερη από τη δεύτερη, και η απάντηση του δανειολήπτη αποκτά βαρύτητα, καθότι η τράπεζα καλείται να τη συμπεριλάβει και να την προσαρμόσει στην τελική πρόταση.
– Από το παράρτημα των ενδεικτικών λύσεων του νέου ΚΔΤ, αφαιρέθηκαν οι μη συναινετικές λύσεις του παλαιότερου ΚΔΤ (πρόταση ρευστοποίησης εξασφαλίσεων, πρόταση εκκίνησης νομικών/δικαστικών ενεργειών), με γνώμονα την ενίσχυση του συμφέροντος του δανειολήπτη.
– Ο δανειολήπτης έχει δικαίωμα να κάνει αντιπρόταση στις προτάσεις του ιδρύματος. Στον παλαιό Κώδικα το πιστωτικό ίδρυμα δεν είχε καν την υποχρέωση απάντησης στην αντιπρόταση αναδιάρθρωσης δανείου που έκανε ο δανειολήπτης. Στον νέο Κώδικα, το πιστωτικό ίδρυμα όχι μόνο απαντά εγγράφως τεκμηριώνοντας υποχρεωτικά την απάντησή του σε περίπτωση που είναι αρνητική, αλλά επιπλέον, ως απάντηση, το πιστωτικό ίδρυμα δύναται να κάνει νέα βελτιωμένη πρόταση. Με αυτόν τον τρόπο, το νέο πλαίσιο διευρύνει το πεδίο συνεννόησης δανειολήπτη-δανειστή, δίνοντας στα δύο μέρη περισσότερες δυνατότητες να συμφωνήσουν.
Η διαδικασία πλέον – σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομίας – είναι πολύ δύσκολο να μην οδηγήσει σε συναινετικό αποτέλεσμα, εάν υπάρχει καλή προαίρεση και διάθεση ενεργητικής συμβολής στην αντιμετώπιση των εξατομικευμένων αναγκών του δανειολήπτη. Επιπλέον, αν το πιστωτικό ίδρυμα απαντήσει αρνητικά με εσφαλμένη τεκμηρίωση, ο δανειολήπτης έχει ένα περαιτέρω τεκμήριο για την υπεράσπιση της θέσης του σε τυχόν αντιδικία με την τράπεζα.
– Στον νέο ΚΔΤ, το Τυποποιημένο Έγγραφο Οικονομικής Κατάστασης (ΤΟΚ) στο οποίο ο δανειολήπτης συμπληρώνει τα οικονομικά του στοιχεία, η τεκμηριωμένη απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων στην οποία ο δανειολήπτης μπορεί να υποβάλλει ένσταση επί της διαδικασίας, όπως και η ειδοποίηση ότι ο δανειολήπτης αποχαρακτηρίζεται από συνεργάσιμος, θα στέλνεται εγγράφως με διαδικασία που να διασφαλίζει την παραλαβή του από τον δανειολήπτη. Ο παλαιός ΚΔΤ δεν είχε τέτοιες πρόνοιες υπέρ του δανειολήπτη.
– Επίσης, ενισχύθηκαν οι αρμοδιότητες και η διαφάνεια λειτουργίας των Επιτροπών Ενστάσεων, που θα λειτουργούν εντός των τραπεζών, στις οποίες ο δανειολήπτης προσφεύγει για να διευθετήσει τυχόν παραλείψεις και παραβιάσεις της διαδικασίας του ΚΔΤ, πριν αποταθεί σε τρίτους εξωδικαστικούς φορείς (πχ. Συνήγορος του Καταναλωτή) ή στα δικαστική διαδικασία.
– Τέλος, στον νέο ΚΔΤ – σε αντίθεση με τον προηγούμενο – προβλέπεται η δυνατότητα του δανειολήπτη να ζητήσει ενημέρωση και υποστήριξη από τα 30 Κέντρα Ενημέρωσης και Υποστήριξης Δανειοληπτών που θα δημιουργηθούν ως τα τέλη του φθινοπώρου.
Εν κατακλείδι, ο νέος Κώδικας Δεοντολογίας των Τραπεζών, ενισχύει τα δικαιώματα των δανειοληπτών, εξασφαλίζει μεγαλύτερη διαφάνεια και ενδυναμώνει τα εργαλεία και τις διαδικασίες που οδηγούν σε ρυθμίσεις, οι οποίες θα αντιστοιχούν στις πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής του δανείου από τους δανειολήπτες.
Πηγή