Άρρωστες μέρες. Με τη ζέστη ανακατεύονται οι κακές ειδήσεις και η ατμόσφαιρα γίνεται πιο αποπνιχτική. Και κείνο το σφίξιμο λίγο πιο κάτω απ’ το λαιμό, σα θηλιά που χάνει την... υπομονή της και μειώνεται η ανοχή της, γίνεται ανυπόφορο και σε πνίγει.
Γέμισαν οι δρόμοι με πνιγμένους από ρυθμίσεις, δόσεις, ανέχεια, δυστυχία, δάκρυα, απ’ το αίμα που ξεπηδάει απ’ την οθόνη, από τη φρίκη που ποτίζει τα κύτταρα όπως ο αέρας που αναπνέεις, από τον φόβο, την αβεβαιότητα, τη μιζέρια, την ανασφάλεια, την απογοήτευση, τη θλίψη, την παραίτηση. Και τη βλακεία. Το νέο pokemon προκαλεί υστερία και συνεχείς οργασμούς στους εγκεφάλους με τους ανεπτυγμένους αντίχειρες που τρέμουν μη σκάσει η φούσκα που τους περιβάλλει και βρεθούν χωρίς πανοπλία. «Παιχνίδια»…
Απετάξω τη σκέψη; Απεταξάμην!...
Ένα παιχνίδι σου είπαν ότι είναι η ζωή και σου ’μαθαν τους κανόνες και πώς να χάνεις. Και το ’μαθες καλά. Υποθήκευσαν τη ζωή σου μακρύτερα από κει που φτάνει ο ίσκιος της κι εσύ από κάτω έβαλες φαρδιά πλατιά την υπογραφή σου: «συμβιβάζομαι». Φτάνει να μην κοιτάζεις στον καθρέφτη· να μη βλέπεις, να μην ακούς, να μη σκέφτεσαι. Εγκέφαλοι στο μπλέντερ και τα μυαλά στον καναπέ, στη μπάρα, στις εξέδρες, στην οθόνη, στα σύννεφα, είτε μέσα στο κρανίο, καμιά διαφορά.
Εποχή εκπτώσεων. Πωλούνται όσο-όσο, σε τιμή ευκαιρίας, κάτω του κόστους, ξεπούλημα. Συνείδηση, Αξιοπρέπεια, Φιλότιμο, Τσίπα, Συναισθήματα, Αξίες, Ιδανικά. Για ένα πιάτο φαΐ, ένα στρώμα, ένα επεισόδιο από το τούρκικο, ένα πληκτρολόγιο, μια δόση που θα παρατείνει την ψευδαίσθηση, μέχρι να σφίξεις με το βάρος σου τη θηλιά και να γίνεις ένα με το σκοτάδι. Και το λες ζωή, αυτό.
Για σένα, για τους πολλούς, ζωή στο σκοτάδι. Και για κάποιους, άλλους, ζωή το σκοτάδι το δικό σου. Η ζωή τους. Κοιμούνται και ξυπνάνε με την έγνοια πώς θα σε σπρώξουν βαθύτερα στο σκοτάδι, πώς θα γκρεμίσουν περισσότερους στην άβυσσο του σκότους. Για να ζήσουν αυτοί καλύτερα. Το επιτάσσει άλλωστε η δημοκρατία τους. Αυτοί να ζουν καλύτερα.
Κι εσύ, που έμαθες να βλέπεις τα πράγματα «ρεαλιστικά», που ακολουθείς αδιαμαρτύρητα τους κανόνες και τρέμεις μη διαταραχτεί η κανονικότητά σου, αυτό το λες δημοκρατία και το υπερασπίζεσαι κλείνοντας τα μάτια, τ' αυτιά και τη μύτη σου. Σωπαίνοντας και ελπίζοντας κάποιος να βρεθεί να σε λυπηθεί και να σ’ απαλλάξει από το μαρτύριο του καθημερινού ακρωτηριασμού. Πληρώνεις όσο-όσο για λίγη παραμύθα εικονικής πραγματικότητας, όνειρα από δεύτερο χέρι και πολυκαιρισμένες ψευδαισθήσεις και δεν απλώνεις το χέρι ν’ αρπάξεις τη ζωή που περνάει από μπροστά σου και χάνεται.
Σου είπαν αν σηκώσεις το χέρι θα στο σπάσουν. Και πήρες ένα μαχαίρι και το ’κοψες μόνος σου. Σε απείλησαν πως αν σηκώσεις κεφάλι θα στο κόψουν. Και δεν ξανακοίταξες προς τον ήλιο. Μίκρυναν οι κόρες των ματιών σου και μάκρυναν οι ρυτίδες και σε τύλιξαν. Ένα κουβάρι έγινε με το φόβο το κορμί σου. Γώνιασ’ η μέση σου.
Κι όμως…
Περπάτησαν πολύ οι πατεράδες και οι παππούδες μας, και οι πατεράδες και οι παππούδες οι δικοί τους κι εκείνοι που κανένας δεν γνώρισε και δεν θυμάται πια. Κι έχυσαν θάλασσες ιδρώτα και ποτάμια αίμα κι έσπειραν με τα κόκαλά τους βουνά και βυθούς για να κυλήσουν οι τροχοί της εξέλιξης και της προόδου. Για να χορταίνει ο άνθρωπος το ψωμί, να γεύεται τον ιδρώτα του, να χαίρεται την αγκαλιά της γης, τις μυρωδιές και τα χρώματα της φύσης, ν’ απολαμβάνει την τέχνη, να ωφελείται από τις ανακαλύψεις της επιστήμης και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Για να σβήσει η εκμετάλλευση και η αδικία. Για ν’ αυγατίζουν οι στιγμές ευτυχίας και ν’ απαλύνεται ο πόνος. Για ν’ αφαιρεθεί η λέξη μίσος από τα λεξικά. Για να ευδοκιμήσει η αγάπη και ν’ απονέμεται η δικαιοσύνη. Για να μεγαλώνουν τα παιδιά όπως ανθίζουν τα λουλούδια. Για να δίνουν οι άνθρωποι τα χέρια και να μην τους χωρίζουν θεοί είτε δαίμονες, χρώματα είτε δόγματα, πλούτη και τάξεις.
Περπάτησε πολύ ο άνθρωπος και η περπατησιά του χάνεται στα βάθη των αιώνων και της ιστορίας. Κι είχε η πορεία του κακοτράχαλες ανηφοριές και απότομες στροφές και σκαμπανεβάσματα, κατακτήσεις και πισωγυρίσματα, θριάμβους και πόνο. Και πάντα όταν ίσιωνε για λίγο ο δρόμος άφηνε να φανεί, πότε μακριά και πότε σιμώτερα, η πανέμορφη κόρη. Και γέμιζαν μ’ αντοχή οι οδοιπόροι κι έκανε τις καρδιές τους να χτυπάνε δυνατά και τις ψυχές τους ανίκητες. Εκεί στέκει πάντα, πανέμορφη και χαμογελαστή, κι ας την κρύβουν κάθε τόσο οι στροφές και οι ομίχλες, η ΕΛΠΙΔΑ. Απλώνει το χέρι ν’ ακουμπήσει όποιος κουράστηκε κι ένα γλυκό χαμόγελο για να πιαστούν αυτοί που συνεχίζουν.
Κανένας δεν είναι ικανός ν’ ανακόψει αυτή την πορεία. Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη θέληση του πεινασμένου για φαΐ, του άρρωστου για ζωή, του αδικημένου για δίκιο. Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε ό,τι την κατάκτησή του την επιβάλλει η αναγκαιότητα.
Παρασκευή 22 Ιούλη 2016.