Ο ΦΠΑ «τρώει» τα βιολογικά προϊόντα στην εγχώρια αγορά, ωστόσο οι επιδόσεις της κατηγορίας βαίνουν αυξανόμενες εκτός συνόρων...
Αναλυτικότερα, όπως προκύπτει από σχετική κλαδική μελέτη της Infobank Hellastat (IBHS) που εκπόνησε ο Economic Research & Sectorial Studies Senior Analyst Αλέξης Νικολαΐδης και παρουσιάζει σήμερα η «Ν», ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της ύφεσης, σε συνδυασμό με την καθυστέρηση για την έναρξη νέων επιδοτήσεων επιβράδυνε τους υψηλούς ρυθμούς ανόδου που εμφάνιζε η αγορά τα προηγούμενα έτη. Πλέον, ο παράγοντας «τιμή» έχει αρχίσει να επηρεάζει αρνητικά την εγχώρια κατανάλωση, ιδιαίτερα μετά την αύξηση του ΦΠΑ σε 23% -και πλέον 24%- καθώς τα βιολογικά προϊόντα, όντας ακριβότερα από τα συμβατικά, στρέφουν τους Έλληνες καταναλωτές σε φθηνότερες λύσεις, παρά την υψηλότερη διατροφική αξία τους.
Επιπλέον, παρατηρείται μετακίνηση των καταναλωτικών προτιμήσεων από τα τυποποιημένα και συσκευασμένα βιολογικά προϊόντα σε χύμα ποσότητες που διατίθενται σε χαμηλότερες τιμές, τάση που είναι ιδιαίτερα έντονη στον τομέα του ελαιόλαδου.
Χαμηλή διείσδυση
Η διείσδυση του κλάδου των βιολογικών προϊόντων στον ευρύτερο κλάδο τροφίμων είναι ακόμα χαμηλή. Η εγχώρια κατά κεφαλήν κατανάλωση υπολείπεται σημαντικά των ευρωπαϊκών χωρών, σχηματιζόμενη στα 5,4 ευρώ, με τον μέσο όρο της Ε.Ε.-15 να διαμορφώνεται στα 36 ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης στη χώρα μας (πάνω από 60%) καλύπτεται από εισαγωγές, κυρίως αποξηραμένων και συσκευασμένων προϊόντων. Στην Ελλάδα καταναλώνονται κατά βάση ελαιόλαδο, ντομάτες και λαχανικά.
Όμως τα δίκτυα τυποποίησης δεν θεωρούνται ακόμα επαρκώς ανεπτυγμένα ώστε να υποστηρίξουν την αγορά, με αποτέλεσμα σε αρκετές περιοχές να παρατηρείται περιορισμένη προσφορά προϊόντων ελληνικής παραγωγής και να μην μπορεί να καλυφθεί η εγχώρια ζήτηση. Επομένως, μέρος μόνο των βιοκαλλιεργητών διοχετεύουν στην αγορά την παραγωγή τους.
Η εικόνα αυτή έχει οδηγήσει μεγάλη μερίδα παραγωγών στην αποεπένδυση από τη βιολογική καλλιέργεια καθώς, σύμφωνα με τη μελέτη, καταγράφεται υποχώρηση του συνολικού αριθμού παραγωγών από περισσότερους από 23.400 το 2012 σε 20.186 στο τέλος του 2014 (συνολική μείωση 3.262 εκμεταλλεύσεων).
Ομοίως, στο τέλος του 2014 στον κλάδο δραστηριοποιούνταν συνολικά 21.855 επιχειρηματίες, αριθμός μειωμένος κατά 7,2% σε σχέση με το 2013, λόγω της υποχώρησης του αριθμού των παραγωγών.
Αναλυτικά, το 2014 λειτουργούσαν 20.186 παραγωγοί (-8,2% έναντι του προηγούμενου έτους), 1.635 μεταποιητές, 7 εισαγωγικές και 27 εξαγωγικές εταιρείες.
Το μέσο μέγεθος των γεωργικών βιολογικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι αρκετά μικρό σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (μέσος όρος: 340 στρέμματα -34 εκτάρια), σχηματιζόμενο στα 80 στρέμματα (8 εκτάρια). Χαρακτηριστικά, περίπου οι μισές εκμεταλλεύσεις έχουν έκταση από 20 έως 100 στρέμματα.
Ζωικό κεφάλαιο
Όσον αφορά το ζωικό κεφάλαιο της βιολογικής κτηνοτροφίας (εξαιρουμένων των πουλερικών), το 2014 ξεπερνούσε το 1 εκατ. κεφάλια, σημειώνοντας οριακή πτώση 1% από το προηγούμενο έτος. Γενικά, την τελευταία διετία δεν καταγράφονται σημαντικές μεταβολές. Οι ελληνικές πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις διέθεταν 203.154 όρνιθες ωοπαραγωγής και κρεατοπαραγωγής.
Αναφορικά με την παραγωγική επίδοση του ζωικού κεφαλαίου, το 2014 παρήχθησαν συνολικά:
* 610 τόνοι κρέατος (βοδινό, χοιρινό και αιγοπρόβειο), ποσοστό μόλις 0,3% επί της συνολικής παραγωγής κρέατος,
* 34.812 τόνοι γάλακτος (αγελαδινό και αιγοπρόβειο) και
* 13,63 εκατ. αυγά.
Μέρος της ποσότητας γάλακτος χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή 3.583 τόνων βιολογικών τυριών, ενώ 6.960 τόνοι καταναλώθηκαν από το κοινό. Επίσης, 1.151 τόνοι επεξεργάστηκαν για την παραγωγή γιαουρτιού και άλλων προϊόντων.
Λιγότερες οι εκτάσεις βιολογικής καλλιέργειας
Η συνολική έκταση των βιολογικών καλλιεργειών το 2014 διαμορφώθηκε σε 3.606 χιλ. στρέμματα (από τα οποία το 57% είναι βοσκοτόπια), αποτελώντας περίπου το 7% των συνολικών καλλιεργήσιμων εκτάσεων.
Το μέγεθος αυτό υπολείπεται του προηγούμενου έτους κατά 22%. Εξαιρουμένων των βοσκότοπων, η πτώση διαμορφώνεται σε 17%, στα 1.540 χιλ. στρέμματα.
Το 79% του συνόλου των καλλιεργειών (χωρίς να περιλαμβάνονται οι βοσκότοποι) βρισκόταν σε πλήρες βιολογικό στάδιο, ενώ το υπόλοιπο 21% σε μεταβατικό.
Οι περισσότερες κατηγορίες καλλιεργειών το 2014 εμφάνισαν μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων.
Χαρακτηριστικά, στον τομέα των ελαιώνων σημειώθηκε μείωση 25% στα 470.590 στρέμματα, οι καλλιέργειες σιταριού μειώθηκαν κατά 23% στα 199.000 στρέμματα, της βρώμης κατά 4% στα 64.000 στρέμματα κ.λπ.
Αντιθέτως, οι εκτάσεις του κριθαριού αυξήθηκαν κατά 10%, ξεπερνώντας τα 80.000 στρέμματα.
Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι η εγχώρια δραστηριότητα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις επιδοτήσεις, γεγονός που προκαλεί ευκαιριακή είσοδο αρκετών καλλιεργητών στην αγορά.
Το γεγονός αυτό μεταφράζεται και σε αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, εφόσον αρκετοί παραγωγοί καλλιεργούν σιτηρά και χορτοδοτικά φυτά, καλλιέργειες που επιδοτούνται και δεν απαιτούν σημαντική εργασία, αντί για λαχανικά για τα οποία εκδηλώνεται υψηλότερη ζήτηση.
Επίσης, η τιμή των προϊόντων του κλάδου είναι υψηλότερη σε σχέση με τα αντίστοιχα συμβατικά, καθώς η απόδοση ανά στρέμμα είναι χαμηλότερη.
Στροφή στις εξαγωγές
Θετικά μηνύματα προκύπτουν από το μέτωπο των εξαγωγών βιολογικών προϊόντων, καθώς σημαντικό μέρος της ελληνικής παραγωγής διοχετεύεται σε αγορές του εξωτερικού (κυρίως στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ) όπου η ζήτηση είναι σαφώς υψηλότερη. Πλέον, η διεθνής παρουσία αποτελεί σημαντικό πεδίο ανταγωνισμού των Ελλήνων παραγωγών, σε μια προσπάθεια να «απεμπλακούν» από τη φθίνουσα εγχώρια ζήτηση.
Σχολιάζοντας η κα Μαρία Μεταξογένη, διευθύνουσα σύμβουλος της IBHS, σημειώνει ότι «οι Έλληνες παραγωγοί πρέπει να ενισχύσουν τη διακίνηση των προϊόντων τους στο εξωτερικό, καθώς σε αρκετές αγορές εκδηλώνεται ικανοποιητική ζήτηση για βιολογική παραγωγή», επισημαίνοντας ότι «στο πλαίσιο αυτό ενδεχομένως να απαιτηθεί η κατάρτιση συνεργασιών και συμμαχιών για αμεσότερη προώθηση και εκμετάλλευση δικτύων διανομής».