Τα Πανεπιστήμια της χώρας θα μπορούν πλέον να μεταφέρουν στις Εταιρείες Διαχείρισης και Αξιοποίησης...
Περιουσίας (νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού με πλήρη έλεγχο από την Σύγκλητο του κάθε Ιδρύματος) συγκεκριμένους και κοστολογημένους πόρους του Τακτικού Προϋπολογισμού για τις δαπάνες καθαριότητας, συντήρησης, φύλαξης και γενικότερα για τις δαπάνες που αφορούν παροχή υπηρεσιών. Αυτό προβλέπει το πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης με τα μέτρα του παράλληλου προγράμματος της κυβέρνησης που κατατέθηκε στην βουλή.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση οι υπηρεσίες καθαριότητας, φύλαξης, συντήρησης καθώς και γενικότερα η απαιτούμενη για τη λειτουργία των Πανεπιστημίων, παροχή υπηρεσιών είναι σημαντικές για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του Πανεπιστημίου. Οι υπηρεσίες αυτές καλύπτονται με δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού, και απορροφούν σημαντικό μέρος των συνολικών πόρων των Πανεπιστημίων , ανατίθενται δε σε δραστηριοποιούμενα αντίστοιχα με την παροχή υπηρεσιών νομικά (εταιρείες) ή φυσικά (εργολάβους) πρόσωπα, έπειτα από την τήρηση της προβλεπόμενης από τις κείμενες διατάξεις διαγωνιστικής διαδικασίας. Η διαδικασία αυτή της ανάθεσης της κατά περίπτωση παροχής υπηρεσιών σε ένα νομικό πρόσωπο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αντί της απευθείας πρόσληψης με σύμβαση εργασίας ενός συγκεκριμένου αριθμού εργαζομένων επιφορτισμένων με την κατά περίπτωση (καθαριότητα, φύλαξη, συντήρηση κ.λπ) παροχή υπηρεσιών αποβαίνει σε βάρος της δαπανών των Ιδρυμάτων.
Ειδικότερα η μέχρι σήμερα κτηθείσα εμπειρία, έχει αποδείξει ότι το σύστημα της ανάθεσης παροχής υπηρεσιών (εργολαβιών) για κάθε μονάδα εργασίας κοστίζει τουλάχιστον 30% περισσότερο στα Ιδρύματα, λόγω της επιβάρυνσης των συμβάσεων με τα ποσά που αντιστοιχούν στο ποσοστό του εργολαβικού κέρδους, των τραπεζικών εγγυήσεων και του φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.). Παράλληλα οι διενεργούμενες διαγωνιστικές διαδικασίες σε πλείστες όσες περιπτώσεις καθίστανται άγονες, ενώ στις περισσότερες λόγω της προσφυγής στη Δικαιοσύνη των συμμετεχόντων σε αυτές (σε πολλές περιπτώσεις εντελώς καταχρηστικά και χωρίς νομικό ή ουσιαστικό έρεισμα), οδηγεί τα Ιδρύματα, σε πλήρη αδυναμία παροχής βασικών υπηρεσιών υγιεινής και ασφάλειας στους φοιτητές και τους εργαζόμενους. «Δεν μπορεί δε να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι το νομικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν οι εργολαβικές αναθέσεις (outsourcing) συνιστώντας μια ευέλικτη μορφή απασχόλησης εργατικού δυναμικού χαμηλού κόστους, παρουσιάζει νομοθετικά κενά που ενισχύουν τους όρους της εργασιακής ανασφάλειας και της κοινωνικής αβεβαιότητας. Παράλληλα αναδεικνύεται και η πλευρά εκείνη της παράνομης ευελιξίας, φαινόμενο με ιδιαίτερη, άλλωστε, ανάπτυξη στην ελληνική αγορά εργασίας, που αφορά στην παραβίαση διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, που ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση των εργαζομένων στον καθαρισμό λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Παραβιάσεις απέναντι στην καταβολή των νόμιμων αποδοχών, στα ωράρια εργασίας, στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, στα θέματα υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, στις συνδικαλιστικές ελευθερίες, βλαπτικές μεταβολές στους όρους εργασίας, ποικίλες μορφές πιέσεων, βρίσκονται συνεχώς στο επίκεντρο.
Είναι επίσης αποκαλυπτική η ποικιλία μεθόδων που χρησιμοποιείται για την επίτευξη της καταστρατήγησης των εργασιακών δικαιωμάτων καθώς και των πρακτικών παραπλάνησης των ελεγκτών της επιθεώρησης εργασίας, ενώ ιδιαίτερα έντονες είναι οι παραβιάσεις που υφίστανται οι αλλοδαποί εργαζόμενοι, όντας περισσότερο ευάλωτοι και ανασφαλείς σε συνδυασμό και με την ελλιπή γνώση της ελληνικής γλώσσας αναφορικά με τους όρους εργασίας που καλούνται να συνάψουν. Τα φαινόμενα αυτά αναδεικνύουν παράλληλα και την ανάπτυξη πολλαπλών ταχυτήτων εργαζομένων στους χώρους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, όπου εκχωρείται ένα μέρος της λειτουργικής δραστηριότητας των Πανεπιστημίων και των Τ.Ε.Ι. με περιεχόμενο εργασίας όχι απλώς υποδεέστερο, αλλά και με συνθήκες που υπολείπονται από τα νόμιμα ισχύοντα για τους εργαζόμενους της δεύτερης αυτής ταχύτητας που μετατρέπονται εν τέλει σε προσωπικό τρίτης και τέταρτης κατηγορίας (βλ. μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας των ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ-Ιανουάριου 2009).» Έτσι με την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση επιτρέπεται στα Ιδρύματα, να μεταφέρουν στις Εταιρείες Διαχείρισης και Αξιοποίησης Περιουσίας (νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού με πλήρη έλεγχο από την Σύγκλητο του κάθε Ιδρύματος) συγκεκριμένους και κοστολογημένους πόρους του Τακτικού Προϋπολογισμού για τις δαπάνες καθαριότητας, συντήρησης, φύλαξης και γενικότερα για τις δαπάνες που αφορούν παροχή υπηρεσιών.
Η μεταφορά των πόρων δύναται να συνοδεύεται από προγραμματική σύμβαση στην οποία θα αναφέρονται ρητώς το έργο που ανατίθεται, οι υποχρεώσεις της Εταιρείας και τα επιμέρους παραδοτέα. Οι Εταιρείες Διαχείρισης και Αξιοποίησης Περιουσίας θα χρησιμοποιούν αυτούς τους πόρους αποκλειστικά για τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου με το προσωπικό που θα παρέχει τις υπηρεσίες του στην καθαριότητα τη φύλαξη και τη συντήρηση των εγκαταστάσεων των Ιδρυμάτων με βάση την κείμενη νομοθεσία. Τέλος για τη διαχείριση των πόρων αυτών οι Εταιρείες Διαχείρισης και Αξιοποίησης Περιουσίας των Ιδρυμάτων θα υποβάλλουν ετήσια έκθεση πεπραγμένων την οποία θα εγκρίνει τη Σύγκλητος.