Του Βασίλη Γεώργα
Σε αξίες ίδρυσης εκ του μηδενός αποτιμήθηκαν και ιδιωτικοποιούνται οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες, με μεγάλους ζημιωμένους τους Ελληνες φορολογούμενους, αφού φορτώνεται οριστικά και αμετάκλητα στο δημόσιο χρέος όλο το κόστος των προηγούμενων ανακεφαλαιοποιήσεων και «διασώσεων» από το 2013 μέχρι σήμερα, ήτοι πάνω από 45 δισεκατομμύρια ευρώ.
Οι ξένοι επενδυτές, που στην πλειονότητά τους είναι κερδοσκοπικά χαρτοφυλάκια και ευκαιριακοί μέτοχοι, θα καταβάλουν περί τα 8,5 δισ. ευρώ σε μετρητά και ομόλογα που θα μετατραπούν «εθελοντικά» σε μετοχές, για να αποκτήσουν πλέον τον έλεγχο του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Με τα λεφτά αυτά θα αγοράσουν τις τέσσερις συστημικές τράπεζες σε πλήρη λειτουργία, με πλήθος θυγατρικών στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, ενεργητικό που φτάνει τα 340 δισ. ευρώ και σύνολο ιδίων κεφαλαίων άνω των 34 δισ. ευρώ.
Αυτό ήταν το τίμημα της πολιτικής επιλογής να αποφευχθεί πάση θυσία η κρατικοποίηση των τραπεζών ώστε μην ανοίξει η πληγή ενός καταστροφικού «κουρέματος» στις ανασφάλιστες καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ.
Με λίγα λόγια, οι ελληνικές τράπεζες ξεπουλιούνται σε ιδιώτες επενδυτές αγνώστου ταυτότητος, με τεράστιο κόστος για το ελληνικό Δημόσιο και τους σημερινούς μετόχους, καθώς η μεγάλη διακύβευση αυτή τη φορά ήταν ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να σωθούν από το «κούρεμα» οι εναπομείνασες καταθέσεις.
Η τρίτη κατά σειρά ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού κλάδου κατά 14,4 δισ. ευρώ κατά κοινή ομολογία θωρακίζει κεφαλαιακά τις ελληνικές τράπεζες για μεγάλο χρονικό διάστημα και θέτει τις βάσεις για την «εξυγίανση» του κλάδου, όμως ελάχιστα θα συνδράμει στην ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας, καθώς τα νέα κεφάλαια δεν προορίζονται για δάνεια αλλά για να καλύψουν τις κεφαλαιακές τρύπες των τραπεζών.
Νέες απώλειες
Υλοποιήθηκε δε με τους χειρότερους δυνατούς όρους όχι μόνο για τους υφιστάμενους μετόχους (ασφαλιστικά ταμεία, μικροεπενδυτές, μικρά και μεγαλύτερα funds κ.ά.) αλλά κυρίως για το Ελληνικό Δημόσιο που υφίσταται νέες απώλειες και αντίθετα δημιουργεί τεράστιες ευκαιρίες γρήγορου πλουτισμού με χαμηλό ρίσκο για τους νέους επενδυτές που αγόρασαν μετοχές σε εξευτελιστικά χαμηλές χρηματιστηριακές τιμές.
Αν και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα βάλει περίπου 5,5 μέχρι 6 δισ. ευρώ (σήμερα εγκρίνεται η εκταμίευση των 10 δισ. ευρώ της δυνητικής κρατικής συμμετοχής από το Eurogroup) για να καλύψει τις επιπρόσθετες ανάγκες στην Εθνική Τράπεζα και την Πειραιώς, οι συνολικοί όροι συμμετοχής είναι τέτοιοι που το Δημόσιο θα καταστεί μέτοχος μειοψηφίας σε όλες τις τράπεζες με ποσοστά από… 2,5% μέχρι περίπου 30%, και είναι πρακτικά αδύνατον να ανακτήσει στο μέλλον τα χρήματα που έχει επενδύσει, όσο κι αν στο μέλλον αυξηθεί η αξία των τραπεζικών μετοχών.
Αλλά ακόμη και αυτές οι μετοχές που μένουν στον έλεγχο του ΤΧΣ δεν θα ανήκουν στο κράτος, αλλά στον ευρωπαϊκό μηχανισμό ESM καθώς, με βάση τη συμφωνία του Ιουλίου, θα εισφερθούν ως ενέχυρο στο υπερ-ταμείο αποκρατικοποιήσεων για το δάνειο που έλαβε η Ελλάδα.
Το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων είχαν ήδη εξαϋλωθεί για το κράτος ήδη από το 2014 με ευθύνη των τότε κυβερνήσεων.
Τότε που η δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είχε γίνει με χείριστους όρους για το ΤΧΣ το οποίο είχε πάρει warrants αντί για μετοχές ενώ είχε απεμπολήσει ακόμη και τα δικαιώματα ψήφου.
Αυτή τη φορά, παράλληλα με τις χαμηλές τιμές στις οποίες αποκτούν την πλειονότητα των τραπεζών, θα πάρουν σε «συσκευασία δώρου» και τη διευκόλυνση των πλειστηριασμών κατοικιών από τις τράπεζες καθώς και την απελευθέρωση της πώλησης των «κόκκινων» δανείων σε distress funds και εξειδικευμένες διεθνείς εταιρείες.
Τα δύο αυτά νομοθετήματα είναι τα τελευταία που έρχονται να «κουμπώσουν» με την πλήρη ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού κλάδου στη χώρα μας και αποσκοπούν πλέον είτε στην εκποίηση ενός μεγάλου μέρους από το στοκ των κατοικιών και των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων είτε στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων δανείων με τα χρήματα που έχουν τοποθετήσει οι Ελληνες σε θυρίδες, «στρώματα» και ξένους λογαριασμούς.
Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την κατάντια των τραπεζών το έχουν διαχρονικά οι διοικήσεις και οι κυβερνήσεις που πέρασαν.
Η ουσιαστική χρεοκοπία του κλάδου οφείλεται στις μεγάλες ποσότητες ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που αγόραζαν, στα τεράστια δάνεια που έδιναν σε επιχειρηματίες και νοικοκυριά χωρίς εγγυήσεις και στις πιστωτικές κάρτες που μοίραζαν αφειδώς αγνοώντας κάθε κανόνα αποτίμησης ρίσκου και προστασίας των καταθετών τους.
Αυτές οι ελληνικές τράπεζες, με τις ίδιες λίγο-πολύ διοικήσεις περνούν πλέον στον έλεγχο ξένων συμφερόντων μαζί με τις υποθήκες της περιουσίας των υπερχρεωμένων Ελλήνων.
Σε... μηδενικές τιμές
Αυτό που ήδη στη χρηματιστηριακή αγορά χαρακτηρίζεται «σκάνδαλο» είναι ότι οι νέοι ιδιώτες μέτοχοι θα αγοράσουν τις καινούργιες μετοχές των τραπεζών κυριολεκτικά σε μηδενικές τιμές, με έκπτωση που φτάνει ώς το 99% σε σχέση με τις τρέχουσες χρηματιστηριακές τιμές στο ταμπλό.
Η «αραίωση» που υφίστανται τα ποσοστά των παλαιών μετόχων είναι καθολική αν σκεφτεί κανείς ότι οι νέες μετοχές των τραπεζών αγοράστηκαν για μερικά λεπτά του ευρώ στο πλαίσιο της διαδικασίας ιδιωτικών τοποθετήσεων που διενήργησαν στη διεθνή αγορά οι τράπεζες, αποκλείοντας παράλληλα από τη δυνατότητα συμμετοχής τους Ελληνες επενδυτές (πλην Εθνικής).
Με βάση τις τιμές έκδοσης των νέων μετοχών, όλες μαζί οι τράπεζες αποτιμήθηκαν έναντι 746 εκατ. ευρώ, όταν ακόμη και μετά την κατάρρευση της χρηματιστηριακής αξίας του τραπεζικού κλάδου τις τελευταίες εβδομάδες, η χρηματιστηριακή αξία τους την περασμένη Παρασκευή έφτανε τα 1,9 δισ. ευρώ.
Πέρυσι, αμέσως μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2014 η χρηματιστηριακή αξία των ελληνικών τραπεζών ξεπερνούσε τα 34 δισ. ευρώ, ενώ το 2007-2008, πριν ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα, η αξία τους έφτανε τα 70-75 δισ. ευρώ!
Ενδεικτικό της απαξίωσης που έχουν υποστεί οι μέτοχοι είναι ότι όσοι έχουν μετοχές της Εθνικής και της Πειραιώς στα χέρια τους τις ξεπουλούσαν όσο όσο την Παρασκευή, με τις δύο μετοχές να «κλειδώνουν» στο limit down του -30%.
Οι τόσο χαμηλές τιμές που προσφέρθηκαν για την αγορά των νέων μετοχών των τραπεζών είναι αποτέλεσμα του περιορισμένου ενδιαφέροντος των διεθνών επενδυτών, της επί της ουσίας αναγκαστικής μετατροπής ομολόγων σε μετοχές, αλλά και της πολύ κακής συγκυρίας στην οποία υλοποιήθηκε το εγχείρημα της νέας ανακεφαλαιοποίησης.
Τα capital controls στον τραπεζικό κλάδο, οι μεγάλες εκροές καταθέσεων που μεσολάβησαν πριν από τη συμφωνία του Ιουλίου και η έκρηξη των επισφαλών δανείων στα 110 δισ. ευρώ, δημιούργησαν ασφυκτικές συνθήκες που έδωσαν τη δυνατότητα στα ξένα funds να εκμεταλλευτούν τη δυσκολία των τραπεζών να συγκεντρώσουν νέα κεφάλαια και να ζητήσουν «τζάμπα» τις μετοχές.
Στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης οι ελληνικές τράπεζες έπρεπε να συγκεντρώσουν συνολικά 14,4 δισ. ευρώ με βάση το δυσμενές σενάριο των stress tests, και κατ’ ελάχιστον 4,3 δισ. ευρώ σύμφωνα με το βασικό σενάριο για να μην τεθούν σε εκκαθάριση.
Η Alpha Bank και η Eurobank κατάφεραν να καλύψουν τις ανάγκες και του δυσμενούς σεναρίου με αποτέλεσμα να μη χρειαστούν κεφαλαιακή βοήθεια από το κράτος, ενώ η Εθνική και η Πειραιώς που είχαν τις μεγαλύτερες ανάγκες, κάλυψαν το βασικό σενάριο αλλά θα δεχτούν αυξημένη κεφαλαιακή ένεση από το ΤΧΣ.