Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη καθώς «το προσβαλλόμενο διάταγμα ... όπως και η προσβαλλόμενη πράξη του υπουργικού συμβουλίου, αφορούν την προκήρυξη δημοψηφίσματος και συνιστούν , ως εκ τούτου , κυβερνητικές πράξεις αναγόμενες στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας... Επομένως οι πράξεις αυτεπαγγέλτως δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ και συνεπώς η κρινόμενο αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη».
Οι δικαστές επισημαίνουν ότι «ο έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος υπάγεται...στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.»
Οι επτά δικαστές που διατύπωσαν αποκλίνουσα γνώμη είπαν πως ο έλεγχος για το κύρος και τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος μπορεί να γίνει μετά τη διενέργεια του από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.